Subject | Greek | English |
law | έγκυρο πιστοποιητικό κυκλοφορίας | valid travel document |
transp., avia. | αεροσκάφος που διαθέτει πιστοποιητικό πτητικής ικανότητας | certificated aircraft |
fin. | αμερικανικό πιστοποιητικό καταθέσεων | American depositary receipts |
fin. | αμφισβητούμενο πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων | disputed movement certificate |
fin., IT | αναγνωρισμένο πιστοποιητικό | qualified certificate |
commun., IT | αναγνωρισμένο πιστοποιητικό γνησιότητας ιστοτόπου | qualified certificate for website authentication |
commun., IT | αναγνωρισμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής σφραγίδας | qualified certificate for electronic seal |
commun., IT | αναγνωρισμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής | qualified certificate for electronic signature |
comp., MS | αυτο-υπογεγραμμένο πιστοποιητικό | self-signed certificate (In the absence of a certification authority (CA) that is capable of issuing file encryption certificates, a certificate that is generated and digitally signed with its own key) |
anim.husb. | γενεαλογικό πιστοποιητικό | pedigree |
health., anim.husb. | γενεαλογικό πιστοποιητικό | breeding certificate |
health., anim.husb. | γενεαλογικό πιστοποιητικό | pedigree certificate |
agric. | γενεαλογικό πιστοποιητικό | genealogical certificate |
agric., forestr., patents. | γενικό πιστοποιητικό | master certificate |
fin. | διαπραγματεύσιμο πιστοποιητικό κατάθεσης | negotiable certificate of deposit |
fin. | διαπραγματεύσιμο πιστοποιητικό κατάθεσης | negotiable CD |
fin. | διαπραγματεύσιμο πιστοποιητικό κυριότητας τίτλων ξένων επιχειρήσεων | international depository receipt |
fish.farm. | Διεθνές Πιστοποιητικό Απαλλαγής Αλιευτικού Σκάφους | International Fishing Vessel Exemption Certificate |
fish.farm. | Διεθνές Πιστοποιητικό Ασφάλειας Αλιευτικού Σκάφους | International Fishing Vessel Safety Certificate |
transp., environ., industr. | διεθνές πιστοποιητικό για την πρόληψη της ρύπανσης από πετρέλαιο | International Oil Pollution Prevention Certificate |
transp., nautic., environ. | Διεθνές Πιστοποιητικό Γραμμής Φόρτωσης | International Load Line Certificate |
transp. | διεθνές πιστοποιητικό γραμμής φόρτωσης | International Load Line Certificate |
transp., nautic., environ. | Διεθνές Πιστοποιητικό Εξαίρεσης Γραμμής Φόρτωσης | International Load Line Exemption Certificate |
transp. | Διεθνές πιστοποιητικό εξαίρεσης ισάλου γραμμής | International Load Line Exemption Certificate |
transp. | διεθνές πιστοποιητικό εξαίρεσης της τήρησης γραμμής φόρτωσης | International Load Line Exemption Certificate |
transp. | Διεθνές πιστοποιητικό ισάλου γραμμής | International Load Line Certificate |
transp. | Διεθνές πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά επικίνδυνων χημικών προϊόντων χύδην | International Certificate of Fitness for the Carriage of Dangerous Chemicals in Bulk |
transp., polit. | διεθνές πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά επικινδύνων ουσιών εις χύμα | International Certificate of Fitness for the Carriage of Dangerous Chemicals in Bulk |
transp. | Διεθνές πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά υγροποιημένων αερίων χύδην | International Certificate of Fitness for Carriage of Liquefied Gases in Bulk |
transp., nautic., environ. | Διεθνές Πιστοποιητικό Καταλληλότητας για τη Χύδην Μεταφορά Υγροποιημένων Αερίων | international certificate of fitness for the carriage of liquefied gases in bulk |
transp., environ., industr. | διεθνές πιστοποιητικό πρόληψης της ρύπανσης από πετρέλαιο | International Oil Pollution Prevention Certificate |
transp. | Διεθνές πιστοποιητικό πρόληψης της ρύπανσης από πετρέλαιο | International Oil Pollution Prevention Certificate |
transp., nautic., environ. | διεθνές πιστοποιητικό πρόληψης της ρύπανσης από πετρέλαιο πιστοποιητικό IOPP; Διεθνές πιστοποιητικό για την αποφυγή ρυπάνσεως από πετρέλαιο | IOPP certificate |
transp., nautic., environ. | διεθνές πιστοποιητικό πρόληψης της ρύπανσης από πετρέλαιο πιστοποιητικό IOPP; Διεθνές πιστοποιητικό για την αποφυγή ρυπάνσεως από πετρέλαιο | international oil pollution prevention certificate |
transp., nautic., environ. | Διεθνές Πιστοποιητικό Πρόληψης της Ρύπανσης από τη Μεταφορά Επιβλαβών Υγρών Ουσιών Χύμα Πιστοποιητικό NLS | International Pollution Prevention Certificate for the Carriage of Noxious Liquid Substances in Bulk |
transp., environ. | διεθνές πιστοποιητικό πρόληψης της ρύπανσης για τη μεταφορά επιβλαβών υγρών ουσιών εις χύμα | International Pollution Prevention Certificate for the Carriage of Noxious Liquid Substances in Bulk |
transp. | Διεθνές πιστοποιητικό πρόληψης της ρύπανσης για τη μεταφορά χύδην επιβλαβών ουσιών σε υγρή κατάσταση | International Pollution Prevention Certificate for the Carriage of Noxious Liquid Substances in Bulk |
transp., nautic., environ. | διεθνές πιστοποιητικό συμμορφώσεως για τη μεταφορά επικίνδυνων χημικών ουσιών χύδην | International Certificate of Fitness for the Carriage of Dangerous Chemicals in Bulk |
transp., industr. | διεθνές πιστοποιητικό χωρητικότητας | International Tonnage Certificate |
transp., nautic., tech. | Διεθνές Πιστοποιητικό Χωρητικότητας | International Tonnage Certificate |
transp. | Διεθνές πιστοποιητικό χωρητικότητας | International Tonnage Certificate |
fin. | δομημένο πιστοποιητικό | structured CD |
fin. | δομημένο πιστοποιητικό | structured certificate of deposit |
fin. | δομημένο πιστοποιητικό | structured certificate |
fin. | εθνικό πιστοποιητικό αποταμίευσης | national savings certificate |
transp. | εθνικό πιστοποιητικό πλοήγησης | national boatmasters'certificate |
ed., school.sl. | Εθνικό Πιστοποιητικό Τεχνίτη | National Craft Certificate |
ed. | επίσημα ανεγνωρισμένο πιστοποιητικό ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης | officially-approved certificate of upper secondary education |
agric. | επίσημο πιστοποιητικό ασφαλείας | official safety certificate |
commer., agric., food.ind. | ζωοτεχνικό πιστοποιητικό | zootechnical certificate |
fin., IT | ηλεκτρονικό πιστοποιητικό | certificate |
fin., IT | ηλεκτρονικό πιστοποιητικό | electronic certificate |
health. | ιατρικό πιστοποιητικό | medical certificate |
health. | ιατρικό πιστοποιητικό | doctor's certificate |
health. | ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου | medical certificate of death |
gen. | ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου | death certificate |
fin. | καλυμμένο πιστοποιητικό επιλογής | covered warrant |
law, transp. | κατάλληλο πιστοποιητικό | appropriate certificate |
energ.ind. | λευκό πιστοποιητικό | white certificate |
energ.ind. | λευκό πιστοποιητικό | energy efficiency certificate |
health., ed., school.sl. | πανεπιστημιακό πιστοποιητικό ιατρικής | university diploma in medicine |
health., ed., school.sl. | πανεπιστημιακό πιστοποιητικό ιατρικής | university certificate of doctor |
comp., MS | πιστοποιητικό X.509 | X.509 certificate (A cryptographic certificate that contains a vendor's unique name and the public key) |
fin. | πιστοποιητικό άρσης φορολογικού απορρήτου | certificate of full disclosure |
transp. | πιστοποιητικό έγκρισης | approval certificate |
fin. | πιστοποιητικό έγκρισης | certificate of approval |
law | πιστοποιητικό έγκρισης ΕΟΚ | EEC pattern approval certificate |
law | πιστοποιητικό έγκρισης προτύπου ΕΟΚ | EEC pattern approval certificate |
IT | πιστοποιητικό έγκρισης συστήματος ποιότητας | quality system approval certificate |
transp. | πιστοποιητικό έγκρισης τύπου | approved type certificate |
transp. | πιστοποιητικό έγκρισης τύπου | type-approval certificate |
industr. | πιστοποιητικό έγκρισης τύπου ΕΚ | EC type-approval certificate |
transp. | πιστοποιητικό έγκρισης τύπου ΕΟΚ | EEC type-approval certificate |
fin., agric. | πιστοποιητικό αγροτικής πίστης | farm warrant |
fin., agric. | πιστοποιητικό αγροτικής πίστης | crop credit certificate |
transp., avia. | Πιστοποιητικό αερομεταφορέα | Air Operator Certification |
transp., avia. | πιστοποιητικό αερομεταφορέα | air operator certificate |
transp., avia. | πιστοποιητικό αερομεταφορέα | air operator's certificate |
fish.farm. | πιστοποιητικό αλιευμάτων | catch certificate |
fin., lab.law. | πιστοποιητικό αμοιβής | salary statement |
tax., agric. | πιστοποιητικό ανάληψης | takeover certificate |
law | πιστοποιητικό ανάλυσης της χύτευσης | cast analysis certificate |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό αναγνωρίσεως εσωτερικού ιατρού γενικής ιατρικής | diploma confirming the completion of general internship |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό αναγνώρισης και εγγραφής στα μητρώα ιατρών κοινωνικής ιατρικής | certificate of approval and registration |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό αναγνώρισης και εγγραφής στα μητρώα των ειδικών ιατρών | certificate of recognition and registration in the Register of Specialists |
lab.law., transp., construct. | πιστοποιητικό ανικανότητας προς εργασία | certificate of incapacity for work |
tax., transp. | πιστοποιητικό αντικατάστασης | replacement certificate |
cust., interntl.trade. | πιστοποιητικό αντικατάστασης του πιστοποιητικού καταγωγής "τύπου Α" | certificate of origin Form A |
gen. | πιστοποιητικό αξιοπλοϊας; πιστοποιητικό πλωιμότητας | certificate of seaworthiness |
environ. | πιστοποιητικό αξιοποίησης | certificate of recovery |
IT, dat.proc., transp. | πιστοποιητικό αξιωματικού φυλακής γέφυρας | certification as an officer in charge of a navigational watch |
comp., MS | πιστοποιητικό απαλλαγής | exemption certificate (An X.509 certificate that serves to exempt computers from NAP health checks. Server computers can use exemption certificates to participate in IPsec-protected communications on NAP-enabled networks) |
fin. | πιστοποιητικό απαλλαγής | subcontractor's tax certificate |
fin. | πιστοποιητικό απαλλαγής από την εγγύηση | guarantee waiver certificate |
insur. | πιστοποιητικό αποδοχής | certificate of entry |
insur. | πιστοποιητικό αποθήκευσης | storage certificate |
fin. | πιστοποιητικό αποθετηρίου τίτλων | escrow agreement |
agric., industr. | πιστοποιητικό απολυμάνσεως | fumigation certificate |
agric. | πιστοποιητικό απολυμάνσεως με καπνισμό | fumigation certificate |
lab.law. | πιστοποιητικό απορίας | attestation of poverty |
industr. | πιστοποιητικό αποφλοίωσης | mill certificate of debarking |
fin., industr. | πιστοποιητικό αποφλοίωσης και ελέγχου για οπές σκωληκίασης | Certificate of Debarking and Grub Hole Control |
comp., MS | πιστοποιητικό από αρχή έκδοσης πιστοποιητικών ρίζας | Root certification authority certificate (A certificate signed by the certification authority that is used to verify the authenticity of a server certificate created by the certification authority) |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό ασκήσεως | certificate of practical training |
transp., nautic., fish.farm. | πιστοποιητικό ασφάλειας | safety certificate |
transp., nautic. | Πιστοποιητικό Ασφάλειας Εξοπλισμού Φορτηγού Πλοίου | cargo ship safety equipment certificate |
transp., nautic. | Πιστοποιητικό Ασφάλειας Επιβατηγού Πλοίου | Passenger Ship Safety Certificate |
transp., nautic. | Πιστοποιητικό ασφάλειας επιβατηγού πλοίου | Passenger Ship Safety Certificate |
transp., nautic. | Πιστοποιητικό Ασφάλειας Ναυπήγησης Φορτηγού Πλοίου | Cargo Ship Safety Construction Certificate |
commun., transp., nautic. | Πιστοποιητικό Ασφάλειας Ραδιεπικοινωνιών Φορτηγού Πλοίου | Cargo Ship Safety Radio Certificate |
transp. | Πιστοποιητικό ασφάλειας ραδιοτηλεγραφίας φορτηγού πλοίου | Cargo Ship Safety Radiotelegraphy Certificate |
commun., transp., nautic. | Πιστοποιητικό Ασφάλειας Ραδιοτηλεγραφίας Φορτηγού Πλοίου | cargo ship safety radiotelegraphy certificate |
transp. | Πιστοποιητικό ασφάλειας ραδιοτηλεφωνίας φορτηγού πλοίου | Cargo Ship Safety Radiotelephony Certificate |
commun., transp., nautic. | Πιστοποιητικό Ασφάλειας Ραδιοτηλεφωνίας Φορτηγού Πλοίου | cargo ship safety radiotelephony certificate |
transp. | Πιστοποιητικό ασφάλειας όσον αφορά την κατασκευή φορτηγού πλοίου | Cargo Ship Safety Construction Certificate |
transp. | Πιστοποιητικό ασφάλειας όσον αφορά τον εξοπλισμό φορτηγού πλοίου | Cargo Ship Safety Equipment Certificate |
insur. | πιστοποιητικό ασφάλισης | insurance certificate |
insur. | πιστοποιητικό ασφάλισης | certificate of insurance |
law, environ. | πιστοποιητικό ασφάλισης ή άλλης χρηματικής εγγύησης όσον αφορά την αστική ευθύνη για κάλυψη κατά κινδύνων από ρύπανση υδρογονανθράκων | Certificate of insurance or other financial security in respect of civil liability for oil pollution damage |
law, immigr. | πιστοποιητικό ασφάλισης ασθενείας | evidence of medical insurance |
transp., mil., grnd.forc. | πιστοποιητικό ασφαλείας | safety certificate |
comp., MS | πιστοποιητικό ασφαλείας | security certificate (A digital document that is commonly used for authentication and to help secure information on a network. A certificate binds a public key to an entity that holds the corresponding private key. Certificates are digitally signed by the certification authority that issues them, and they can be issued for a user, a computer, or a service) |
transp. | Πιστοποιητικό ασφαλείας ασυρμάτου φορτηγού πλοίου | Cargo Ship Safety Radio Certificate |
transp., polit. | πιστοποιητικό ασφαλείας ασυρμάτου φορτηγού πλοίου | Cargo Ship Safety Radiotelephony Certificate |
transp., polit. | πιστοποιητικό ασφαλείας εξαρτισμού φορτηγών πλοίων | Cargo Ship Safety Equipment Certificate |
transp., polit. | πιστοποιητικό ασφαλείας επιβατηγού πλοίου | Passenger Ship Safety Certificate |
transp., polit. | πιστοποιητικό ασφαλείας ραδιοτηλεγραφίας φορτηγού πλοίου | Cargo Ship Safety Radiotelegraphy Certificate |
transp., polit. | πιστοποιητικό ασφαλείας ραδιοτηλεγραφίας φορτηγών πλοίων | Cargo Ship Safety Radio Certificate |
commun., transp., polit. | πιστοποιητικό ασφαλείας ραδιοτηλεφωνίας φορτηγού πλοίου | Cargo Ship Safety Radiotelephony Certificate |
transp., nautic. | Πιστοποιητικό Ασφαλείας Ταχυπλόου Σκάφους | High-Speed Craft Safety Certificate |
transp. | πιστοποιητικό ασφαλείας ταχύπλοου σκάφους | High Speed Craft Safety Certificate |
transp. | πιστοποιητικό ασφαλείας του πλοίου | ship's safety certificate |
transp., polit. | πιστοποιητικό ασφαλείας φορτηγών πλοίων | Cargo Ship Safety Certificate |
transp., polit. | πιστοποιητικό ασφαλείας όσον αφορά τη ναυπήγηση φορτηγού πλοίου | Cargo Ship Safety Construction Certificate |
transp., polit. | πιστοποιητικό ασφαλείας όσον αφορά τον εξοπλισμό φορτηγού πλοίου | Cargo Ship Safety Equipment Certificate |
transp., nautic., UN | πιστοποιητικό ασφαλούς επάνδρωσης | minimum safe manning document |
comp., MS | πιστοποιητικό αυθεντικότητας | certificate of authenticity (A label with sophisticated anti-counterfeiting features that helps the end user identify that the computer uses a validly licensed copy of Microsoft Windows. The product name and a unique product key appear in the center of the label. The OEM must physically attach the COA label to the computer chassis, and it should never be removed from the computer) |
transp., tech. | πιστοποιητικό βάρους | weight certificate |
agric., met. | πιστοποιητικό βαθμονόμησης | calibration certificate |
social.sc. | πιστοποιητικό γάμου | marriage certificate |
med. | πιστοποιητικό γέννησης νεκρού | stillbirth certificate |
gen. | πιστοποιητικό γεννήσεως | birth certificate |
law | πιστοποιητικό για τη μέτρηση του ηχητικού επιπέδου | sound level measurement certificate |
gov. | πιστοποιητικό για τη μη σύναψη νέου γάμου | attestation of non-remarriage - BT |
gen. | πιστοποιητικό για την αξιοπιστία των λογαριασμών | certificate of the reliability of the accounts |
gen. | πιστοποιητικό για την κανονικότητα των λογαριασμών | certificate as to the regularity of the accounts |
gen. | πιστοποιητικό για την κανονικότητα των χρηματοδοτουμένων πράξεων | certificate of the regularity of the operations financed |
transp. | πιστοποιητικό για υπηρεσία χωρίς περιορισμούς | certificate for service without restriction |
fin., agric. | πιστοποιητικό γνησιότητας | certificate of authenticity |
fin. | πιστοποιητικό δίκαιης αποτύπωσης οικονομικών στοιχείων | fairness opinion |
social.sc. | Πιστοποιητικό Δημόσιας Αξίας | Certificate of Public Merit |
environ. | πιστοποιητικό διάθεσης | certificate of disposal |
gen. | πιστοποιητικό διάθεσης προς χρησιμοποίηση | certificate of release to service |
transp., avia. | πιστοποιητικό διάθεσης σε υπηρεσία | maintenance release certificate |
transp., avia. | πιστοποιητικό διάθεσης σε υπηρεσία | certificate of release to service |
transp., avia. | πιστοποιητικό διάθεσης σε υπηρεσία | MRC |
transp., avia. | πιστοποιητικό διάθεσης σε χρήση | maintenance release certificate |
transp., avia. | πιστοποιητικό διάθεσης σε χρήση | certificate of release to service |
transp., avia. | πιστοποιητικό διάθεσης σε χρήση | MRC |
transp., energ.ind. | πιστοποιητικό διαβαθμίσεως | certificate of calibration |
comp., MS | πιστοποιητικό διακομιστή | server certificate (A unique digital identification that forms the basis of the Secure Sockets Layer (SSL) security features on a Web site. Server certificates are obtained from a trusted, third-party organization called a certification authority, and they provide a way for users to authenticate the identity of a Web site) |
agric., met. | πιστοποιητικό διακρίβωσης | calibration certificate |
social.sc. | πιστοποιητικό διαμονής | certificate of residence |
transp., polit. | Πιστοποιητικό Διαχείρισης της Ασφαλείας | Safety Management Certificate |
agric. | Πιστοποιητικό Διεθνούς Γραμμής Φορτώσεως | International Load Line Certificate |
fin. | πιστοποιητικό δικαιώματος αγοράς χρεογράφων με ευνοϊκούς όρους | warrant |
fin. | πιστοποιητικό δικαιώματος αγοράς χρεογράφων με ευνοϊκούς όρους | stock warrant |
fin. | πιστοποιητικό δικαιώματος αγοράς χρεογράφων με ευνοϊκούς όρους | stock purchase warrant |
fin. | πιστοποιητικό δικαιώματος αγοράς χρεογράφων με ευνοϊκούς όρους | equity warrant |
fin. | πιστοποιητικό δικαιώματος ανάληψης μετοχών | warrant |
tech., law | πιστοποιητικό δοκιμής | test certificate |
fin. | πιστοποιητικό εγγυημένου τίτλου | contingent value right |
fin., IT | πιστοποιητικό εγγύησης | comprehensive guarantee certificate |
fin., IT | πιστοποιητικό εγγύησης | guarantee certificate |
fin. | πιστοποιητικό εγγύησης | certificate of guarantee |
fin., IT | πιστοποιητικό εγγύησης | TC31 |
insur. | πιστοποιητικό εγγύησης προς το δανειστή στεγαστικού δανείου | mortgage guarantee certificate |
transp., avia. | πιστοποιητικό εγκεκριμένης διάθεσης | authorised release certificate |
transp., industr. | πιστοποιητικό εγκρίσεως EOK | EEC type-approval certificate |
tech. | πιστοποιητικό εγκρίσεως | approval certificate |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό ειδικεύσεως | certificate of completion of specialist training |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό ειδικού ιατρού | diploma of specialised doctor |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό ειδικού ιατρού | certificate of specialist doctor |
transp. | πιστοποιητικό ειδικότητας | Certificate of Competency |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό ειδικών σπουδών ιατρικής | certificate of specialised studies in medicine |
commer., polit., agric. | πιστοποιητικό εισαγωγής | import permit |
commer., polit., agric. | πιστοποιητικό εισαγωγής | certificate of importation |
commer., polit., agric. | πιστοποιητικό εισαγωγής | import certificate |
commer., polit., agric. | πιστοποιητικό εισαγωγής | import licence |
commer., polit., agric. | πιστοποιητικό εισαγωγής | certificate of import |
fin. | πιστοποιητικό εισαγωγής των προϊόντων | goods entry certificate |
market., fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο εις τον κομιστή αντί μετοχών,εμφαίνον την έκτασιν των δικαιωμάτων του κατόχου επί της εταιρικής περιουσίας | bearer PC |
market., fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο εις τον κομιστή αντί μετοχών,εμφαίνον την έκτασιν των δικαιωμάτων του κατόχου επί της εταιρικής περιουσίας | bearer participation certificate |
fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο συγχρόνως με τα χρεόγραφα,το οποίο αναγνωρίζει στον κομιστή χρεογράφου το προνόμιο να αγοράσει χρεόγραφα υπό ορισμένους όρους | bond with warrant |
fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο συγχρόνως με τα χρεόγραφα,το οποίο αναγνωρίζει στον κομιστή χρεογράφου το προνόμιο να αγοράσει χρεόγραφα υπό ορισμένους όρους | optional bond |
fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο συγχρόνως με τα χρεόγραφα,το οποίο αναγνωρίζει στον κομιστή χρεογράφου το προνόμιο να αγοράσει χρεόγραφα υπό ορισμένους όρους | warrant bond |
fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο συγχρόνως με τα χρεόγραφα,το οποίο αναγνωρίζει στον κομιστή χρεογράφου το προνόμιο να αγοράσει χρεόγραφα υπό ορισμένους όρους | debenture with warrant |
fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο συγχρόνως με τα χρεόγραφα,το οποίο αναγνωρίζει στον κομιστή χρεογράφου το προνόμιο να αγοράσει χρεόγραφα υπό ορισμένους όρους | bond with warrant attached |
fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο συγχρόνως με τα χρεόγραφα,το οποίο αναγνωρίζει στον κομιστή χρεογράφου το προνόμιο να αγοράσει χρεόγραφα υπό ορισμένους όρους | warrant issue |
fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο συγχρόνως με τα χρεόγραφα,το οποίο αναγνωρίζει στον κομιστή χρεογράφου το προνόμιο να αγοράσει χρεόγραφα υπό ορισμένους όρους | bond carrying a warrant |
market., fin. | πιστοποιητικό εκδιδόμενο υπό επιχειρήσεως αντί ονομαστικών μετοχών,εμφαίνον την έκταση των δικαιωμάτων του δικαιούχου επί της εταιρικής περιουσίας | registered participation certificate |
transp., avia. | πιστοποιητικό εκπαίδευσης | training certificate |
law | πιστοποιητικό εκτελέσεως υπηρεσίας | official duty certificate |
tax. | πιστοποιητικό εκτελωνισμού | customs entry certificate |
law, transp. | πιστοποιητικό εκφόρτωσης | unloading certificate |
transp. | πιστοποιητικό ελάχιστης σύνθεσης πληρώματος | minimum manning certificate |
transp. | πιστοποιητικό ελάχιστης σύνθεσης πληρώματος | certificate of minimum crew composition |
law | πιστοποιητικό ελέγχου | inspection certificate |
mater.sc. | πιστοποιητικό ελέγχου | compliance test certificate |
IT | πιστοποιητικό ελέγχου ασφαλείας προσωπικού | Personnel Security Clearance Certificate |
law | πιστοποιητικό ελέγχου ΕΟΚ | EEC verification certificate |
med. | πιστοποιητικό εμβολιασμού | certificate of vaccination |
health., anim.husb. | πιστοποιητικό εμβολιασμού | vaccination certificate |
med. | πιστοποιητικό εμβολιασμού | vaccination attestation |
med. | πιστοποιητικό εμβρυϊκού θανάτου | fetal death certificate |
fin. | πιστοποιητικό εμφαίνον την παραλαβή μετοχών υπό ορισμένου προσώπου ή ομάδος προσώπων | trust share certificate |
fin. | πιστοποιητικό εμφαίνον την παραλαβή μετοχών υπό ορισμένου προσώπου ή ομάδος προσώπων | investment trust share certificate |
agric. | πιστοποιητικό ενίσχυσης | aid certificate |
tech., energ.ind. | πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης | energy performance certificate of a building |
tech., energ.ind. | πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης | energy performance certificate |
tech., energ.ind. | πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης κτιρίου | energy performance certificate of a building |
tech., energ.ind. | πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης κτιρίου | energy performance certificate |
law, health., tech. | πιστοποιητικό εξέτασης ΕΚ του σχεδιασμού | EU design-examination certificate |
law, health., tech. | πιστοποιητικό εξέτασης ΕΚ του σχεδιασμού | EC design examination certificate |
commun. | πιστοποιητικό εξέτασης σχεδιασμού | design examination certificate |
IT | πιστοποιητικό εξέτασης τύπου | type examination certificate |
law, tech. | πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ | EC type examination certificate |
gen. | Πιστοποιητικό Εξαίρεσης Σύμβαση SOLAS | Exemption Certificate SOLAS-Convention |
tax., transp. | πιστοποιητικό εξαίρεσης | exemption certificate |
fin. | πιστοποιητικό εξαίρεσης | subcontractor's tax certificate |
gen. | Πιστοποιητικό εξαίρεσης | Exemption Certificate |
transp., nautic. | πιστοποιητικό εξαίρεσης πλοηγού | Pilotage Exemption Certificate |
transp., nautic. | πιστοποιητικό εξαίρεσης πλοηγού | Pilot Exemption Certificate |
cust. | πιστοποιητικό εξαγωγής | certificate of export |
cust. | πιστοποιητικό εξαγωγής | export certificate |
fin., tax. | πιστοποιητικό εξαγωγής | export licence |
ed. | Πιστοποιητικό εξειδίκευσης δευτεροβάθμιας επαγγελματικής κατάρτισης μερικής φοίτησης | Part-time Vocational Secondary Education |
fin. | πιστοποιητικό εξόφλησης | certificate of discharge |
ed. | πιστοποιητικό επάρκειας | proficiency certificate |
ed., school.sl. | Πιστοποιητικό επάρκειας για διδασκαλία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση | Secondary teacher's qualifying certificate |
econ., fin. | πιστοποιητικό επένδυσης εισηγμένο στο χρηματιστήριο | preference share quoted on the stock exchange |
econ., fin. | πιστοποιητικό επένδυσης χωρίς δικαίωμα ψήφου | non-voting preference share |
ed., school.sl., industr. | Πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας | Manual skills certificate |
ed. | πιστοποιητικό επαγγελματικής επιμόρφωσης | Vocational Skills Certificate |
transp. | πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας | vocational competency certificate |
law, lab.law. | πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας | certificate of vocational aptitude |
social.sc., ed., empl. | πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας | certificate of professional competence |
lab.law. | πιστοποιητικό επαγγελματικής κατάρτισης | vocational training certificate |
comp., MS | πιστοποιητικό επαλήθευσης | verification certificate (A certificate that represents the public-key portion of a token-signing certificate. A verification certificate is stored in the trust policy and used by the federation server in one organization to verify that incoming security tokens have been issued by valid federation servers in the organization's farm and in other organizations) |
fin. | πιστοποιητικό επανεξαγωγής | re-exportation certificate |
health. | πιστοποιητικό επιβάσεως | covering certificate |
insur., sec.sys. | πιστοποιητικό επιβίωσης | survival certificate |
insur., sec.sys. | πιστοποιητικό επιβίωσης | certificate of existence |
transp., avia. | πιστοποιητικό επιθεώρησης αξιοπλοΐας | airworthiness review certificate |
tax. | πιστοποιητικό επιθεώρησης συντήρησης | certificate of maintenance review |
patents. | πιστοποιητικό επικυρωμένο κεκυρωμένο ενώπιον συμβολαιογράφου | notarial certificate |
fin., busin., labor.org. | πιστοποιητικό επιλογής; warrant | warrant |
fin. | πιστοποιητικό επιλογής | warrant |
fin. | πιστοποιητικό επιλογής με ορισμένη ρήτρα | index warrant |
fin. | πιστοποιητικό επιλογής που επισυνάπτεται στην ομολογία | warrant attached to the bond |
transp., mil., grnd.forc. | πιστοποιητικό επιμέρους έγκρισης | individual approval certificate |
agric. | πιστοποιητικό επιστροφής | refund certificate |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό επιτυχίας στις εξετάσεις ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος | certificate of the degree of licentiate in medicine |
lab.law. | πιστοποιητικό εργασίας | certificate of employment |
lab.law. | πιστοποιητικό εργασίας | employment certificate |
mater.sc., met. | πιστοποιητικό εργοστασίου | works certificate |
mater.sc., met. | πιστοποιητικό εργοστασίου | factory test certificate. |
nat.sc., agric. | πιστοποιητικό εσωτερικής διακίνησης | internal movement certificate |
transp. | πιστοποιητικό εσωτερικής ναυσιπλοΐας | bargeman's identity document |
law | πιστοποιητικό Ευρωπαϊκού Εκτελεστού Τίτλου | European enforcement order certificate |
law | πιστοποιητικό Ευρωπαϊκού Εκτελεστού Τίτλου | EEO certificate |
comp., MS | πιστοποιητικό εύρυθμης λειτουργίας | health certificate (An X.509 certificate that asserts the health of a client computer. Client computers can use this certificate to prove their identities and health through security services and mechanisms such as Internet Protocol security (IPsec) and Internet Key Exchange (IKE), which recognize the X.509 standard) |
gen. | πιστοποιητικό ζωής | life certificate |
gen. | πιστοποιητικό ζωής | certificate of existence |
gov., social.sc. | πιστοποιητικό ζωής | subsistence certificate |
gen. | πιστοποιητικό ζωής | subsistence certificate does not exist in UK |
health. | πιστοποιητικό θανάτου | death certificate |
industr. | πιστοποιητικό θερμικής επεξεργασίας | Heat Treatment Certificate using Heat Chambers |
transp., avia. | Πιστοποιητικό θορύβου | noise certificate |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό ιατρικής ειδικότητας | recognised certificate of medical specialist |
immigr., transp. | Πιστοποιητικό Ιδιοκτησίας Οχήματος | vehicle ownership certificate |
fin., agric. | πιστοποιητικό ιδιοτυπίας | certificate of specific character |
insur. | πιστοποιητικό ιθαγενείας | Certificate of Nationality |
law, market. | πιστοποιητικό ικανοποίησης | certificate of satisfaction |
health. | πιστοποιητικό ικανότητας | certificate of eligibility |
transp. | πιστοποιητικό ικανότητας | certificate of competency |
mater.sc. | πιστοποιητικό ικανότητας | certificate of efficiency |
health. | πιστοποιητικό ικανότητας | enabling certificate |
med. | πιστοποιητικό ικανότητας | aptitude report |
proced.law. | πιστοποιητικό ικανότητας για γάμο | certificate of legal capacity to marry |
proced.law. | πιστοποιητικό ικανότητας για γάμο | certificate of no impediment |
proced.law. | πιστοποιητικό ικανότητας για γάμο | certificate of capacity to marry |
IT, dat.proc., transp. | πιστοποιητικό ικανότητας όσον αφορά τα σωστικά μέσα και τις λέμβους διάσωσης | certificate of proficiency in survival craft and rescue boats |
health. | πιστοποιητικό καθαρισμού δεξαμενών από αέρια | gasfree certificate |
law | πιστοποιητικό καλής διαγωγής | penal clearance certificate |
law | πιστοποιητικό καλής διαγωγής | police certificate |
law | πιστοποιητικό καλής διαγωγής | police clearance certificate |
law | πιστοποιητικό καλής διαγωγής | certificate of good conduct |
law | πιστοποιητικό καλής διαγωγής | certificate of good character |
gen. | πιστοποιητικό καλής εκτέλεσης | attestation of satisfactory performance |
insur. | πιστοποιητικό καλής υγείας | evidence of health |
agric. | πιστοποιητικό καλλιέργειας | cultivation certificate |
law, industr. | πιστοποιητικό καραχώρησης | registration certificate |
law, industr. | πιστοποιητικό καραχώρησης | certificate of registration |
fin. | πιστοποιητικό κατάθεσης αμερικανικού αποθετηρίου | American depositary receipt |
fin. | πιστοποιητικό κατάθεσης μετοχών | depository receipt |
transp. | πιστοποιητικό καταγραφής | registration certificate |
transp. | πιστοποιητικό καταγραφής | certificate of registry |
econ. | πιστοποιητικό καταγωγής | certificate of origin |
cust., market. | πιστοποιητικό καταγωγής | certificate of country of origin |
cust., market. | πιστοποιητικό καταγωγής | origin certificate |
fin., tax. | πιστοποιητικό καταγωγής | proof of origin |
fin., tax. | πιστοποιητικό καταγωγής | evidence of origin |
gen. | πιστοποιητικό καταγωγής | pedigree certificate |
cust., interntl.trade. | πιστοποιητικό καταγωγής "τύπου Α" προς αντικατάσταση | certificate of origin Form A |
fin. | πιστοποιητικό καταθέσεων | deposit certificate |
fin. | πιστοποιητικό καταθέσεων | certificate of deposit |
labor.org., account. | πιστοποιητικό καταθέσεως | cash certificate |
labor.org., account. | πιστοποιητικό καταθέσεως | certificate of deposit |
labor.org., account. | πιστοποιητικό καταθέσεως | "bon de caisse" |
tech. | πιστοποιητικό καταλληλότητας | qualification certificate |
gen. | πιστοποιητικό καταλληλότητας | health certificate |
transp., polit. | πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά επικινδύνων ουσιών εις χύμα | Certificate of Fitness for the Carriage of Dangerous Chemicals in Bulk |
transp. | πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά υγροποιημένων αερίων εις χύμα | Certificate of Fitness for the Carriage of Liquefied Gases in Bulk |
transp., avia. | πιστοποιητικό καταλληλότητας πτήσεως αεροσκάφους | flight clearance note |
transp. | πιστοποιητικό καταμέτρησης | certificate of tonnage |
transp. | πιστοποιητικό καταμέτρησης | measurement certificate |
transp. | πιστοποιητικό καταμέτρησης | tonnage certificate |
mater.sc. | πιστοποιητικό καταμέτρησης | certificate of survey |
agric. | πιστοποιητικό καταμέτρησης του σκάφους | ship tonnage certificate |
tech. | πιστοποιητικό καταμέτρησης χωρητικότητας | calibration certificate |
comp., MS | Πιστοποιητικό κατασκευάστριας εταιρείας λογισμικού | Software Publishing Certificate (An option button label in the Certificate type group box in the Certificate Settings Properties box in Mobile Deployment Manager) |
industr. | πιστοποιητικό κατασκευής | certificate of manufacture |
transp. | πιστοποιητικό κατασκευαστή | builder's certificate |
transp. | πιστοποιητικό καταστροφής | certificate of destruction |
transp., polit. | πιστοποιητικό κλάσης | class certificate |
agric. | πιστοποιητικό κλάσης πλοίου | classification certificate |
transp., nautic., min.prod. | Πιστοποιητικό Κλάσης Σκάφους | Class Certificate |
proced.law., social.sc. | πιστοποιητικό κοινότητας βίου | cohabitation certificate |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό κρατικών εξετάσεων ιατρικής | State examination certificate in medicine |
transp. | πιστοποιητικό κυβερνήτη σκάφους | Boatmasters'certificate |
econ. | πιστοποιητικό κυκλοφορίας | movement certificate |
fin. | πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων του υποδείγματος D.D.5 | movement certificate Form DD5 |
tax., transp. | πιστοποιητικό κυκλοφορίας των εμπορευμάτων | movement certificate EUR.1 |
fin. | πιστοποιητικό κυριότητας μετοχών | bearer share certificate |
comp., MS | πιστοποιητικό λογαριασμού | account certification (The process that associates user accounts with key pairs) |
gen. | πιστοποιητικό με το οποίο δηλώνεται ότι οι λογαριασμοί έχουν καταρτιστεί κανονικά | certificate that the accounts are properly kept |
fin. | πιστοποιητικό μερικής προστασίας | partial protection certificate |
gen. | πιστοποιητικό μεταβιβάσεως της ευθύνης συστήματος | system transfer certificate |
transp. | πιστοποιητικό μεταφοράς | certification of carriage |
transp. | πιστοποιητικό μεταφοράς | certificate of conveyance |
law | πιστοποιητικό μετοχών | share in a co-operative |
law | πιστοποιητικό μετοχών | share of a cooperative |
law | πιστοποιητικό μετοχών | share certificate |
busin., labor.org. | πιστοποιητικό μετοχών | scrip certificate |
min.prod. | πιστοποιητικό μη προσωρινού χαρακτήρα | full-term certificate |
transp., avia. | πιστοποιητικό νηολογήσεως | certificate of registration |
transp., avia. | Πιστοποιητικό νηολόγησης | Certificate of Registration |
industr. | πιστοποιητικό ξήρανσης σε κλίβανο | kiln drying certificate |
tech. | πιστοποιητικό ΟΗΕ | UN certificate |
insur. | πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως | record of civil status |
gen. | πιστοποιητικό ολοκληρώσεως της εγκαταστάσεως | installation completion certificate |
gen. | πιστοποιητικό ολοκληρώσεως φάσεως | stage completion certificate |
fin., agric. | πιστοποιητικό παράδοσης γεωμήλων | potato delivery certificate |
agric. | πιστοποιητικό παραγωγής | production certificate |
agric. | πιστοποιητικό παραλαβής | take-over certificate |
tax., agric. | πιστοποιητικό παραλαβής | takeover certificate |
gen. | πιστοποιητικό παραλαβής | acceptance certificate |
ed. | πιστοποιητικό περάτωσης των σπουδών | leaving certificate |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό περί παροχής του τίτλου του ειδικού ιατρού | certificate concerning the title of specialist |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό περί της εκπληρώσεως της προπαρασκευαστικής περιόδου ως ιατρικού βοηθού | certificate stating that the preparatory period as medical assistant has been completed |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό περί των βασικών ιατρικών γνώσεων | primary qualification after passing a qualifying examination |
transp. | πιστοποιητικό περιορισμένης ικανότητας | restricted certificate |
law, tech. | πιστοποιητικό πιστότητας | certificate of conformity |
tech. | πιστοποιητικό πιστότητας | certificate of conformance |
tech. | πιστοποιητικό πιστότητας "EK" | EC certificate of conformity |
law | πιστοποιητικό πιστότητας ΕΟΚ | EEC certificate of conformity |
law | πιστοποιητικό πιστότητας προς τον ίδιο τύπο | certificate of conformity to a particular type |
law | πιστοποιητικό πιστότητας της εξέτασης τύπου ΕΟΚ | EEC type-examination certificate of conformity |
fin. | πιστοποιητικό πληρωμής των τελωνειακών δικαιωμάτων | customs receipt |
fin. | πιστοποιητικό πληρωμής των τελωνειακών δικαιωμάτων | customs quittance |
transp. | πιστοποιητικό πληρώματος | certification of crew |
transp. | πιστοποιητικό πλοϊμότητας | sea-worthiness certificate |
fin. | πιστοποιητικό ποιότητας | certificate of quality |
social.sc. | πιστοποιητικό πολιτογραφήσεως | certificate of naturalization |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό που απονέμει τον τίτλο του ειδικευμένου στη στοματική χειρουργική οδοντιάτρου | certificate awarding the right to use the title of dental practitioner specializing in oral surgery |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό που απονέμει τον τίτλο του ειδικευμένου στην ορθοδοντική οδοντιάτρου | certificate awarding the right to use the title of dental practitioner specializing in orthodontics |
transp. | πιστοποιητικό που εκδίδεται εκ των υστέρων | certificate issued retrospectively |
agric., industr. | πιστοποιητικό πριμοδότησης | premium certificate |
cust., market. | πιστοποιητικό προέλευσης | certificate of origin |
cust., market. | πιστοποιητικό προέλευσης | origin certificate |
cust., market. | πιστοποιητικό προέλευσης | certificate of country of origin |
comp., MS | πιστοποιητικό προγράμματος-πελάτη SSL | SSL client certificate (A certificate that contains information that identifies the user, as well as information about the organization that issued the certificate) |
comp., MS | πιστοποιητικό προγράμματος-πελάτη | client certificate (A digital certificate that functions in a manner that is similar to a driver's license or passport. Client certificates can contain detailed identification information about the user and organization that issued the certificate) |
agric. | πιστοποιητικό προγόνων | pedigree certificate |
fin. | πιστοποιητικό προελεύσεως | certificate of origin |
fin., polit., agric. | πιστοποιητικό προκαθορισμού | advance-fixing licence |
fin., polit., agric. | πιστοποιητικό προκαθορισμού | prefixation of export certificate |
fin., polit., agric. | πιστοποιητικό προκαθορισμού | advance-fixing certificate |
fin., polit., agric. | πιστοποιητικό προκαθορισμού | advance fixing certificate |
fin. | πιστοποιητικό προκαθορισμού της επιστροφής κατά την εξαγωγή | certificate for the advance-fixing of the export refund |
fin. | πιστοποιητικό προνομιούχου επένδυσης | preferred investment certificate |
agric. | πιστοποιητικό προορισμού για τη βιομηχανία | processing certificate |
proced.law. | πιστοποιητικό προσωπικής κατάστασης | civil status document |
fin. | πιστοποιητικό προώθησης | certificate of promotion |
commun., IT | πιστοποιητικό πρώτης τάξης | first-class certificate |
transp., avia. | πιστοποιητικό πτητικής ικανότητας | certificate of airworthiness |
transp., avia. | πιστοποιητικό πτητικής ικανότητας' πιστοποιητικό αξιοπλοϊας | certificate of airworthiness |
comp., MS | πιστοποιητικό ρίζας | root certificate (A self-signed certification authority certificate) |
el. | πιστοποιητικό ραδιενέργειας | radioactivity certificate |
el. | πιστοποιητικό ραδιενέργειας | radiation certificate |
agric. | πιστοποιητικό ΣΜΣ | STM licence |
agric. | πιστοποιητικό ΣΜΣ | STM certificate |
nat.sc., agric. | πιστοποιητικό σπερματέγχυσης | certificate of insemination |
commun. | πιστοποιητικό σπουδών ραδιοτηλεγραφητή | radiotelegraph certificate |
tax., agric. | πιστοποιητικό ΣMΣ | STM licence |
health., ed., school.sl. | πιστοποιητικό στοματικής ή οδοντικής και στοματικής χειρουργικής | certificate of oral or dental and oral surgery |
law | πιστοποιητικό συμμετοχής | share of a cooperative |
law | πιστοποιητικό συμμετοχής | share in a co-operative |
law | πιστοποιητικό συμμετοχής | share certificate |
tech. | πιστοποιητικό συμμορφώσεως | certificate of conformity |
tech. | πιστοποιητικό συμμορφώσεως | certificate of conformance |
commun., transp., industr. | πιστοποιητικό συμμόρφωσης | certificate of conformity |
fin. | πιστοποιητικό τίτλων για συμμετοχή των κατόχων τους σε γενική συνέλευση | shareholding certificate |
comp., MS | πιστοποιητικό ταυτότητας | authenticator (A data structure used by one party to prove that another party knows a secret key. In the Kerberos authentication protocol, authenticators include timestamps, to prevent replay attacks, and are encrypted with the session key issued by the Key Distribution Center (KDC)) |
fin., polit., tech. | πιστοποιητικό τελικής χρήσης | end user certificate |
fin. | πιστοποιητικό τελικής χρήσης | end-use certificate |
fin., polit., tech. | πιστοποιητικό τελικού χρήστη | end user certificate |
ed., school.sl. | πιστοποιητικό τεχνικών και επαγγελματικών προσόντων | vocational and technical training certificate |
econ., UN | πιστοποιητικό της διαδικασίας Κίμπερλυ | Kimberley Process Certificate |
comp., MS | πιστοποιητικό τοποθεσίας | site certificate (A unique digital identification that forms the basis of the Secure Sockets Layer (SSL) security features on a Web site. Server certificates are obtained from a trusted, third-party organization called a certification authority, and they provide a way for users to authenticate the identity of a Web site) |
commer. | πιστοποιητικό τραπέζης σχετικά με την οικονομική κατάσταση | certificate from the bank regarding financial situation |
transp., avia. | πιστοποιητικό τύπου | type certification |
transp., avia. | πιστοποιητικό τύπου αεροσκάφους | aircraft type certificate |
astronaut., transp. | Πιστοποιητικό τύπου κινητήρα | engine type certificate |
econ. | πιστοποιητικό υγείας | health certificate |
health., nat.res., agric. | πιστοποιητικό υγείας ζώων | animal welfare certificate |
med. | πιστοποιητικό υγείας του ζώου | animal welfare certificate |
comp., MS | πιστοποιητικό υπογραφής | signature certificate (A certificate that identifies the certification authority (CA) that issues server and client authentication certificates to the servers and clients that request these certificates) |
comp., MS | πιστοποιητικό υποδομής δημόσιου κλειδιού | Public Key Infrastructure certificate (A system of digital certificates, certification authorities, and other registration authorities that verify and authenticate the validity of each party involved in an electronic transaction) |
transp., nautic. | πιστοποιητικό υποπλοιάρχου | certification as chief mate |
health., pharma. | πιστοποιητικό φαρμακευτικού προϊόντος | certificate of a medicinal product |
fin., insur. | πιστοποιητικό φερεγγυότητας | certificate of solvency |
fin. | πιστοποιητικό φορολογικής απαλλαγής Ginnie Mae | Ginnie Mae pass-through certificate |
fin. | πιστοποιητικό φορολογικής απαλλαγής Ginnie Mae | GNMA pass-through certificate |
nat.res., agric. | πιστοποιητικό φυτικής δημιουργίας | new variety certificate |
law | πιστοποιητικό φυτοκαλλιέργειας | plant breeder's certificate |
life.sc., agric. | πιστοποιητικό φυτοϋγειονομικού ελέγχου | plant health certificate |
life.sc., agric. | πιστοποιητικό φυτοϋγειονομικού ελέγχου | phytosanitary certificate |
health., life.sc., agric. | πιστοποιητικό φυτοϋγειονομικού ελέγχου για επαναποστολή | re-forwarding phytosanitary certificate |
comp., MS | πιστοποιητικό Χ.509 v3 | X.509 v3 certificate (Version 3 of the International Telecommunication Union - Telecommunication [Standardization Sector] (ITU-T) recommendation X.509 for certificate syntax and format. This is the standard certificate format used by Windows certificate-based processes. An X.509 certificate includes the public key and information about the person or entity to whom the certificate is issued, information about the certificate, plus optional information about the certification authority (CA) issuing the certificate) |
comp., MS | πιστοποιητικό χαρακτηριστικών προνομίου | privilege attribute certificate (An item provided and signed by the DCE security server that is both a proof of identity and a list of group memberships) |
commun. | πιστοποιητικό χειριστή | operator's certificate |
comp., MS | πιστοποιητικό χορηγού άδειας διακομιστή | server licensor certificate (The certificate that establishes the credentials of the RMS server, making it a valid certification and licensing service, and enabling it to run) |
fin., econ. | πιστοποιητικό χρέους | debt certificate |
fin. | πιστοποιητικό χρέους της ΕΚΤ | ECB debt certificate |
ed. | πιστοποιητικό χρήσης υπολογιστών και του Διαδικτύου | Internet and computer user's certificate |
commun., IT | πιστοποιητικό χρήστη | user certificate |
commun., IT | πιστοποιητικό χρήστη | certificate |
industr. | πιστοποιητικό χρησιμότητας | utility certificate |
mater.sc., met. | πιστοποιητικό χυτηρίου | mill test certificate |
agric. | πιστοποιητικό χωρητικότητας πλοίου | tonnage certificate |
agric. | πιστοποιητικό χωρητικότητας πλοίου | certificate of measurement |
transp., nautic. | προβλεπόμενο από το νόμο πιστοποιητικό | statutory certificate |
obs., proced.law. | προγαμιαίο πιστοποιητικό υγείας | prenuptial medical certificate |
commer., agric. | προεξαγωγικό πιστοποιητικό | pre-export certificate |
comp., MS | προσωπικό πιστοποιητικό | personal certificate (A certificate that identifies an individual software user) |
comp., MS | προσωπικό πιστοποιητικό αξιοπιστίας | User Self Trust Certificate (In the absence of a certification authority (CA) that is capable of issuing file encryption certificates, a certificate that is generated and digitally signed by applications on behalf of the user) |
lab.law. | προσωρινό πιστοποιητικό επαγγελματικής κατάρτισης | provisional vocational training certificate |
fin. | προσωρινό πιστοποιητικό καταγωγής | provisional certificate of origin |
fin. | προσωρινό πιστοποιητικό καταγωγής-οριστικό πιστοποιητικό καταγωγής | final certificate of origin |
fin. | προσωρινό πιστοποιητικό μετοχής | provisional share certificate |
fin. | προσωρινό πιστοποιητικό μετοχής | scrip |
fin. | προσωρινό πιστοποιητικό μετοχής | scrip certificate |
fin. | προσωρινό πιστοποιητικό μετοχής | bearer scrip |
fin. | προσωρινός τίτλος προσωρινό πιστοποιητικό | temporary certificate |
fin. | προσωρινός τίτλος προσωρινό πιστοποιητικό | temporary evidence of title |
fin. | προσωρινός τίτλος προσωρινό πιστοποιητικό | provisional certificate |
fin. | προσωρινός τίτλος προσωρινό πιστοποιητικό | interim certificate |
comp., MS | πρωτόκολλο εγγραφής για πιστοποιητικό εύρυθμης λειτουργίας | Health Certificate Enrollment Protocol (The protocol used by the NAP agent to request health certificates from the Health Registration Authority (HRA) and to prove the health of a client computer) |
law | συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας για τα φάρμακα | additional certificate for the protection of medicines |
health., anim.husb. | συνοδευτικό υγειονομικό πιστοποιητικό | accompanying health certificate |
fin. | συνολικό πιστοποιητικό | global certificate |
fin. | τίτλος παραστατικός μετοχών πιστοποιητικό που αντιπροσωπεύει μετοχές | certificate of depository share receipt |
fin. | τίτλος παραστατικός μετοχών πιστοποιητικό που αντιπροσωπεύει μετοχές | certificate representing shares |
fin. | τίτλος παραστατικός μετοχών πιστοποιητικό που αντιπροσωπεύει μετοχές | depository share receipt |
fin. | τίτλος παραστατικός μετοχών πιστοποιητικό που αντιπροσωπεύει μετοχές | certificate of depository receipt |
health. | τελικό ενδοκοινοτικό πιστοποιητικό | final intra-Community certification |
fin. | το πιστοποιητικό καταγωγής και η σχετική αίτηση | the certificate of origin and application for such a certificate |
gen. | τυποποιημένο πιστοποιητικό | standardised specimen certificate |
health. | υγειονομικό πιστοποιητικό | health certificate |
health., anim.husb. | υγιειονομικό πιστοποιητικό | animal health certificate |
cust. | φυτοϋγειονομικό πιστοποιητικό | phytosanitary certificate |
cust. | φυτοϋγειονομικό πιστοποιητικό | plant health certificate |
agric. | φυτοϋγειονομικό πιστοποιητικό | phytosanitary certification |
agric. | φυτοϋγειονομικό πιστοποιητικό | certification |
gen. | χορηγώ ένα πιστοποιητικό διακοπής της εργασίας | to present a doctor's note |
fin. | χρέος αποδεικνυόμενο με πιστοποιητικό | debt evidenced by certificates |
comp., MS | ψηφιακό πιστοποιητικό | digital certificate (A digital document that is commonly used for authentication and to help secure information on a network. A certificate binds a public key to an entity that holds the corresponding private key. Certificates are digitally signed by the certification authority that issues them, and they can be issued for a user, a computer, or a service) |
transp. | όχημα που καλύπτεται από το πιστοποιητικό έγκρισης τύπου | vehicle covered by the type-approval certificate |