DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing Μονάδα | all forms
GreekEnglish
ανάλυση εισροής σε μονάδα επανεπεξεργασίαςreprocessing input analysis
αναπτύξιμη μονάδα επικοινωνιώνDeployable Communications Module
αποκεντρωμένη εκτελεστική μονάδαdecentralized implementation unit
απόλυτος μονάδαabsolute unit
Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κινσάσα ΛΔΚ όσον αφορά την Ενοποιημένη Αστυνομική ΜονάδαEuropean Union Police Mission in Kinshasa DRC regarding the Integrated Police Unit
Αυξητική μονάδα ταινίαςIncremental tape unit
βάρος ανά μονάδα επιφάνειαςareal weight
διοικητική μονάδα Μονάδα ΔιοίκησηςAdministration Unit
δυνάμει πολυεθνική μονάδαmultinationalisable unit
ειδική μονάδα επέμβασηςspecial intervention unit
Ειδική ομάδα "Διοίκηση/Ασφάλεια - Μονάδα Πολιτκής"Task Force Administration/Security - Policy Unit
ελάχιστη σημασιολογική μονάδαsmallest meaningful unit
ενδιάμεση μονάδα ελεγχομένης αποθηκεύσεως αερίωνcore buffer unit
επιδημιολογική μονάδαepidemiological unit
εργατικό κόστος ανά μονάδα προïόντοςunit labour costs
Ευρωπαϊκή εκλογική μονάδαEuropean Electoral Unit
Ευρωπαϊκή εκλογική μονάδαEC Elections Unit
ευρωπαϊκή εκλογική μονάδαEuropean electoral unit
Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής ΣυνεργασίαςEuropean Judicial Cooperation Unit
Ευρωπαϊκή Μονάδα Προστασίας των ΣυνόρωνEuropean Border Protection Service
κατανομή κατά βαθμό και διοικητική μονάδαdistribution by grade and administrative unit
Κεντρική μονάδα ελέγχουCentral control unit
κινητή υγειονομική μονάδαmobile sanitary squad
κοινοτική μονάδα έκτακτης ανάγκηςCommunity crisis unit
κτηνοτροφική μονάδαfodder unit
κτηνοτροφική μονάδαfeed unit
κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντοςunit labour costs
κόστος εργασίας κατά μονάδαunit labour costs
μάχιμη μονάδαbattle group
μάχιμη μονάδα ταχείας αντίδρασηςrapid reaction battle group
μέση θερμική ισχύς ανά μονάδα μάζας του πυρηνικού καυσίμουfuel rating
Μηχανοποίητα καλύμματα δαπέδων - Προσδιορισμός μάζης ανά μονάδα επιφανείαςMachine-made textile floor coverings - Determination of mass per unit area
Μονάδα "Αίθουσα Τύπου"Press Room & Web-publishing Unit
Μονάδα "Αλληλογραφία με τους Πολίτες"Unit for Citizen's Correspondance
Μονάδα Ανθρώπινων ΠόρωνHuman Resources Unit
μονάδα αντιμετώπισης κρίσεωνcrisis centre
Μονάδα αξιολόγησης των φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήσηUnit for the Evaluation of Medicinal Products for Human Use
Μονάδα Απογραφής Υλικού και Βουλευτικού Γραφείου ΤαξιδίωνInventory and Members' Travel Office MTO Unit
μονάδα ατμώδους αποτριτίωσηςgaseous detritiation unit
μονάδα βιοτεχνολογικού συντονισμούConcertation Unit for Biotechnology in Europe
μονάδα γεφυροποιίαςbridging engineering
Μονάδα γραμμής διακλάδωσηςLine-switching unit
Μονάδα δημόσιου μητρώου και πρόσβασης στα έγγραφαPublic Register of References- Unit
μονάδα διαχείρισηςmanagement unit
Μονάδα Διαχείρισης Κινητών ΑγαθώνManagement of Movable Property Unit
μονάδα διαχωρισμού ισοτόπωνisotope separation plant
Μονάδα ΔιοίκησηςAdministration Unit
Μονάδα Διοικητικής ΚατάστασηςAdministrative Status Unit
Μονάδα Διοικητικής ΜέριμναςLogistics Unit
Μονάδα διόρθωσηςCorrecting unit
Μονάδα ΕκδηλώσεωνPublic Events Unit
μονάδα εκκινητήρα και γεννήτριαςunit of a starter motor and a generator
μονάδα εκτύπωσηςprinting works
μονάδα εκτύπωσηςbanknote printing works
Μονάδα ελέγχου και οπτικοποίησηςControl and Display Unit
Μονάδα ελέγχου μετάδοσης δεδομένωνData transmission control unit
μονάδα ελαιοχημικών προϊόντωνoleochemical plant
μονάδα εμπειρογνωμόνων για την εξέταση εγγράφωνdocument expert unit
Μονάδα ενδιάμεσης μνήμηςBuffer unit
Μονάδα επαλήθευσηςVerifying unit
Μονάδα Επισκέψεων και ΣεμιναρίωνUnit for Visitors and Conferences
μονάδα ζυγίσεωςweighing unit
μονάδαSI unit
Μονάδα ισότηταςEquality unit
Μονάδα Κεντρικών ΛειτουργιώνCentral Services Unit
Μονάδα Κοινωνικών ΥποθέσεωνSocial Affairs Unit
Μονάδα Κτιριακής Διαχείρισης Εξωτερικών ΓραφείωνUnit for External Offices Management
μονάδα μέτρησης επιδότησηςunit of measurement of a subsidy
μονάδα μέτρησης επιδότησηςsupport measurement unit
μονάδα μεταποίησης του ξύλουwood-processing unit
Μονάδα Μεταφορών και ΜετακομίσεωνRemovals Unit
Μονάδα ΜισθοδοσίαςPay and Allowances Unit
Μονάδα Οικονομικών και Κοινωνικών ΠολιτικώνEconomic and Social Policy Unit
μονάδα οπτικής απεικόνισης,οθόνηvisual display unit VDU
Μονάδα Παραλαβής και Διαβίβασης Επίσημων ΕγγράφωνRegistration and Referral Unit
μονάδα παρασκευής δειγμάτων που λειτουργεί με ρομπότrobotized sample preparation unit
Μονάδα πληροφοριών για τρομοκρατική απειλήTerrorist Threat Intelligence Unit
μονάδα πολιτικής και έγκαιρης προειδοποίησης; μονάδα πολιτικήςPolicy Unit
μονάδα πολιτικής και έγκαιρης προειδοποίησης; μονάδα πολιτικήςPolicy Planning and Early Warning Unit
Μονάδα Πρακτικών της ΟλομέλειαςPlenary Acts Unit
Μονάδα Πρακτικών της ΟλομέλειαςMinutes - Verbatim Reports
μονάδα πριμοδότησηςbonus unit
Μονάδα Πόρων, Μεθόδων, ΣυντονισμούResources, Methods, Coordination Unit
μονάδα σάρωσης αερίωνsweep gas facility
Μονάδα σταθερής τάσης,πηγή σταθερής τάσηςconstant-voltage source
Μονάδα σταθερής τάσης,πηγή σταθερής τάσηςConstand-voltage unit
Μονάδα συνδέσμου του ΝΑΤΟNATO permanent liaison team at the EU Military Staff
Μονάδα συνδέσμου του ΝΑΤΟNATO Liaison Team
Μονάδα Συνεδριάσεων και Διασκέψεων - ΟργάνωσηUnit for Meetings and Conferences - Organisation
μονάδα σχεδιασμού και πολιτικήςPlanning and Policy Unit
Μονάδα τεχνικού συντονισμούTechnical Co-ordination Unit
Μονάδα τεχνικού σχεδιασμού και υποστήριξης έργωνUnit for Engineering and Project Support
Μονάδα Τεχνικών Διασκέψεων και ΚλητήρωνConference Technicians and Ushers Unit
Μονάδα ΤυπογραφείουPrint Unit
Μονάδα Υλικοτεχνικής ΥποστήριξηςLogistics Unit
Μονάδα υλοποίησης και ελέγχου των συστημάτων πληροφόρησηςUnit for Development and Supervision of Information Systems
Μονάδα υπερταινίαςHypertape unit
Μονάδα φορτίου,ηλεκτρόνιο e,φορτίο ηλεκτρονίουelectron e
Μονάδα φορτίου,ηλεκτρόνιο e,φορτίο ηλεκτρονίουelectronic charge
Μονάδα φορτίου,ηλεκτρόνιο e,φορτίο ηλεκτρονίουElementary charge
μόνιμη μονάδα της ΕΕ στο SHAPEpermanent EU Cell at SHAPE
νομισματική μονάδαcurrency unit
οριακή μονάδαmarginal unity
Προσδιορισμός της μάζας του πέλους ανά μονάδα επιφανείας που μπορεί να αποχωριστεί με κόψιμο από τη βάσηDetermination of mass of effective pile per unit area that can be shorn away from the substrate
πυροσβεστική μονάδαfire attack unit
στρογγυλεύω στρογγυλεύοντας στην πρώτη δεκαδική μονάδαwith rounding off to the first decimal place
σχηματισμένη αστυνομική μονάδαFormed Police Unit
τεχνική διεπιστημονική μονάδαmultidisciplinary technical group
Τεχνική μονάδα Λατινικής ΑμερικήςTechnical Unit for Latin America
τοπική μονάδαterritorial unit
τυποποιημένη μονάδα φόρτωσηςstandard loading unit
χαρακτηριστική μονάδα μέτρησης γήϊνου μαγνητισμούterrestrial magnetic characteristic unit
Χειροκίνητη μονάδα εισόδου δεδομένωνManual input unit