DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Mechanic engineering containing Μέγιστο | all forms
GreekEnglish
μέγιστο ή ελάχιστο μήκος κωνικής επιφάνειας βήματοςpitch cone length
μέγιστο αποδεκτό φορτίο επί του σέλματοςmaximum permitted fifth wheel load
μέγιστο ασύμμετρο ρεύμα βραχυκύκλωσηςmaximum asymmetric short-circuit current
μέγιστο μέτρο οδόντωσηςmaximal module
μέγιστο μήκος εμβολισμού εργαλείου πλάνισης με κύλισηlength of maximal stroke
μέγιστο μήκος σπειρώματοςmaximum thread length
μέγιστο πλάτος οδόντωσηςmaximal workpiece length
μέγιστο πλάτος οδόντωσης δυνάμενο να κατεργασθεί σε συγκεκριμένη οδοντοκοπτική μηχανήtooth width
μέγιστο πλάτος οδόντωσης δυνάμενο να κατεργασθεί σε συγκεκριμένη οδοντοκοπτική μηχανήmaximal face width of gear
μέγιστο ύψος εγκατάστασηςmaximum installation height
μέγιστο ύψος προσβολήςheight of maximum forward reach