Subject | Greek | English |
fin. | έλεγχος από το κράτος μέλος καταγωγής | home Member State supervision |
transp., nautic. | έλεγχος από το κράτος του λιμένα | port State control |
transp. | έλεγχος από το κράτος του λιμένα | Port State Control |
transp., nautic. | έλεγχος από το κράτος του λιμένος | port State control |
transp. | έλεγχος των πλοίων από το κράτος του λιμένα | Port State Control |
insur. | αίτηση για παροχή πληροφοριών σχετικά με το ύψος των εισπραττομένων προσόδων σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος | request for information concerning the amount of income received in a Member State other than the competent Member State |
insur. | αίτηση για παροχή πληροφοριών σχετικά με το ύψος των εισπραττομένων προσόδων σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος | E601 form |
gen. | αιτούν κράτος | applicant country |
gen. | αιτούν κράτος | applicant State |
econ., fin. | ανάληψη από το κράτος | underwriting by the State |
econ., fin. | ανάληψη των κινδύνων από το κράτος | State's underwriting of the risks |
law | αναίρεση που ασκείται από κράτος μέλος | appeal brought by a Member State |
geogr. | Ανεξάρτητο Κράτος της Παπουασίας-Νέας Γουινέας | Papua New Guinea |
geogr. | Ανεξάρτητο Κράτος της Παπουασίας-Νέας Γουινέας | Independent State of Papua New Guinea |
geogr. | Ανεξάρτητο Κράτος της Σαμόα | Samoa |
geogr. | Ανεξάρτητο Κράτος της Σαμόα | Independent State of Samoa |
law, fin. | ανεξαρτησία επί του προϋπολογισμού που διαθέτει το κράτος μέλος | State's sovereignty on budget matters |
law, immigr. | απαράδεκτο αίτησης ασύλου λόγω χορήγησης ασύλου από άλλο κράτος | inadmissibility of asylum application where another Member State has granted refugee status |
transp. | αποκατάσταση των ζημιών στο συγκεκριμένο κράτος μέλος | damage compensation in the Member State concerned |
gen. | αποσαθρωμένο κράτος | failed state |
social.sc. | αρμόδιο κράτος | competent country |
law, insur., IT | αρμόδιο Κράτος | competent State |
gen. | αρμόδιο κράτος | competent State |
law | αρχιπελαγικό Κράτος | archipelagic State |
gen. | ασταθές κράτος | fragile state |
law | αστυνομικό κράτος | police state |
insur. | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές ασθένειας και μητρότητας σε είδος,σε περίπτωση κατοικίας σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος | E 106 form |
insur. | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές ασθένειας και μητρότητας σε είδος,σε περίπτωση κατοικίας σε κράτος μέλος διαφορετικό από το αρμόδιο κράτος | certificate of entitlement to sickness and maternity insurance benefits in kind for persons residing in a country other than the competent country |
insur. | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές σε είδος κατά την διάρκεια προσωρινής διαμονής σε κράτος μέλος | certificate of entitlement to benefits in kind during a stay in a Member State |
insur. | βεβαίωση δικαιώματος για παροχές σε είδος κατά την διάρκεια προσωρινής διαμονής σε κράτος μέλος | E111 form |
law, min.prod. | γεωγραφικώς μειονεκτικό κράτος | geographically disadvantaged State |
law | Για τους σκοπούς του παρόντος της παρούσας πράξης, νοείται ως "κράτος μέλος" κάθε κράτος μέλος πλην της Δανίας. | In this INSTRUMENT, the term "Member State" shall mean any Member State with the exception of Denmark. |
law, fin., econ. | Δήλωση αριθ. 6 σχετικά με τις νομισματικές σχέσεις με τη Δημοκρατία του Αγίου Μαρίνου, το κράτος του Βατικανού και το Πριγκηπάτο του Μονακό | Declaration No 6 on monetary relations with the Republic of San Marino, the Vatican City and the Principality of Monaco |
environ. | δασόφυτο κράτος μέλος | forest-rich Member State |
immigr., empl. | δεύτερο κράτος μέλος | second Member State |
social.sc. | δημιουργία υπηρεσίας που θα λειτουργεί σε εθελοντική βάση σ'ένα άλλο κράτος μέλος | performance of voluntary service in another Member State |
gen. | διάδοχο κράτος | successor State |
fin. | διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευθχεί από το κράτος μέλος | durability of convergence achieved by the Member State |
law | διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος μέλος | durability of convergence achieved by the Member State |
gen. | Διάσκεψη Δέσμευσης των κρατών μελών για το Κράτος Δικαίου | Rule of Law Capabilities Commitment Conference |
gen. | Διάσκεψη Δέσμευσης των κρατών μελών για το Κράτος Δικαίου | Rule of Law Capabilities Commitment Conference of Member States |
gen. | διαλυμένο κράτος | failed state |
gen. | διαπιστεύον κράτος | sending State |
gen. | διαπιστεύον κράτος | accrediting State |
law | διαπραγματευόμενο κράτος | negotiating State |
econ., fin. | διαφυγόν κέρδος για το κράτος | loss of revenue for the State |
law | διεθνής καταχώρηση με ισχύ σε ένα κράτος μέλος | registered under international arrangements having effect in a Member state |
gen. | δικαιούχο κράτος | recipient State |
insur., food.ind. | δικαιούχος χώρα; δικαιούχο κράτος | recipient country |
law, patents. | διορίζω αντίκλητο σ'ένα κράτος | to indicate an address for service in a State |
law | διορισμός αντικλήτου στο συγκεκριμένο κράτος | to indicate an address for service in the State in question |
law | εγκαθίσταμαι σε αλλοδαπό κράτος | to establish oneself abroad |
crim.law. | εγχειρίδιο συστάσεων για τη διεθνή αστυνομική συνεργασία και μέτρα πρόληψης και καταπολέμησης της βίας και των ταραχών εξ αφορμής ποδοσφαιρικών αγώνων διεθνούς χαρακτήρα, στους οποίους συμμετέχει τουλάχιστον ένα κράτος μέλος' εγχειρίδιο για τη διεθνή αστυνομική συνεργασία εξ αφορμής ποδοσφαιρικών αγώνων | Handbook with recommendations for international police cooperation and measures to prevent and control violence and disturbances in connection with football matches with an international dimension, in which at least one Member State is involved |
crim.law. | εγχειρίδιο συστάσεων για τη διεθνή αστυνομική συνεργασία και μέτρα πρόληψης και καταπολέμησης της βίας και των ταραχών εξ αφορμής ποδοσφαιρικών αγώνων διεθνούς χαρακτήρα, στους οποίους συμμετέχει τουλάχιστον ένα κράτος μέλος' εγχειρίδιο για τη διεθνή αστυνομική συνεργασία εξ αφορμής ποδοσφαιρικών αγώνων | Handbook for international police cooperation in connection with football matches |
law | ειδοποιώ το κράτος μέλος | give notice to the Member State |
fin. | ειδοποιώ το κράτος μέλος να λάβει μέτρα 1 | give notice to the participating Member State to take measures |
fin. | εισάγον κράτος μέλος με ανατιμημένο νόμισμα | importing Member State with an appreciated currency |
fin. | εισάγον κράτος μέλος με υποτιμημένο νόμισμα | importing Member State with a depreciated currency |
crim.law., fin., econ. | εκτέλεση ποινής καταγνωσθείσας σε άλλο κράτος μέλος | enforcement of sentences passed in another Member State |
gen. | ενδιαφερόμενο κράτος + 2. επηρεαζόμενο κράτος - | State affected |
social.sc. | ενεργό κράτος πρόνοιας | active welfare state |
econ. | ενιαίο κράτος | unitarian State |
fin. | εξάγον κράτος μέλος με ανατιμημένο νόμισμα | exporting Member State with an appreciated currency |
fin. | εξάγον κράτος μέλος με υποτιμημένο νόμισμα | exporting Member State with a depreciated currency |
gen. | εξασθενημένο κράτος | weak state |
stat. | επίμονο κράτος | positive recurrent state |
math. | επίμονο κράτος | persistent state |
gen. | επανέκδοση σε άλλο κράτος μέλος | re-extradition to another Member State |
fish.farm. | επιθεωρούν κράτος | inspecting State |
law | επιτιθέμενο κράτος | aggressor State |
immigr. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας | Committee for implementation of the regulation establishing the criteria and mechanisms for determining the Member State responsible for examining an asylum application lodged in one of the Member States by a third-country national |
transp. | επιτροπή του μνημονίου συμφωνίας για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα | Committee set up under the Memorandum of Understanding on Port State Control |
law | επιφυλασσόμενο κράτος | reserving State |
gen. | ευάλωτο κράτος | fragile state |
gen. | ευρισκόμενο σε δυσχέρεια κράτος | State which is in difficulties |
transp., nautic. | εφαρμογή των συμβάσεων από το κράτος της σημαίας | Flag State Implementation |
gen. | ηγετικό κράτος | lead nation |
gen. | ηγετικό κράτος | Lead State |
agric. | ημερομηνία πρώτης νηολόγησης στο κράτος μέλος | date of first registration in Member State |
stat. | θετικό επαναλαμβανόμενο κράτος | positive recurrent state |
math. | θετικό επαναλαμβανόμενο κράτος | persistent state |
econ. | θρησκευτικό κράτος | non-secular State |
econ. | ισλαμικό κράτος | Islamic State |
crim.law. | Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Ανατολής | Islamic State in Iraq and the Levant |
crim.law. | Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Ανατολής | Islamic State in Iraq and Greater Syria |
crim.law. | Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Ανατολής | Islamic State of Iraq |
crim.law. | Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Ανατολής | Islamic State of Iraq and al-Sham |
crim.law. | Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Ανατολής | Al-Qaeda in Iraq |
econ. | κέρδη δημοσιονομικών μονοπωλίων που μεταβιβάζονται στο κράτος | profits of fiscal monopolies which are transferred to the State |
econ. | κέρματα και τραπεζαγραμμάτια που εκδίδει το κράτος | coins and notes issued by the state |
priv.int.law., immigr. | Κανονισμός ΕΕ αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα | Dublin Regulation |
priv.int.law., immigr. | Κανονισμός ΕΕ αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα | Regulation EU No 604/2013 of the European Parliament and of the Council of 26 June 2013 establishing the criteria and mechanisms for determining the Member State responsible for examining an application for international protection lodged in one of the Member States by a third-country national or a stateless person |
priv.int.law., immigr. | Κανονισμός ΕΕ αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα | Council Regulation EC No 343/2003 of 18 February 2003 establishing the criteria and mechanisms for determining the Member State responsible for examining an asylum application lodged in one of the Member States by a third-country national |
priv.int.law., immigr. | Κανονισμός ΕΚ αριθ. 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας | Regulation EU No 604/2013 of the European Parliament and of the Council of 26 June 2013 establishing the criteria and mechanisms for determining the Member State responsible for examining an application for international protection lodged in one of the Member States by a third-country national or a stateless person |
priv.int.law., immigr. | Κανονισμός ΕΚ αριθ. 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας | Dublin Regulation |
priv.int.law., immigr. | Κανονισμός ΕΚ αριθ. 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας | Council Regulation EC No 343/2003 of 18 February 2003 establishing the criteria and mechanisms for determining the Member State responsible for examining an asylum application lodged in one of the Member States by a third-country national |
gen. | καταρρέον κράτος | collapsed state |
lab.law. | κατώτατος μισθός που καθορίζεται από το κράτος | compulsory minimum wage |
fin. | κεφάλαιο που ανήκει στο κράτος | capital in public ownership |
fin. | κινητές αξίες που εκδίδονται από το κράτος και από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοíκησης | securities issued by a State or by its regional or local authorities |
transp. | κοινή δήλωση προθέσεων για τον έλεγχο των σκαφών από το κράτος του λιμένα νηολογήσεως | Paris Memorandum of Understanding on Port State Control |
transp. | κοινή δήλωση προθέσεων για τον έλεγχο των σκαφών από το κράτος του λιμένα νηολογήσεως | Paris Memorandum of Understanding |
transp. | κοινή δήλωση προθέσεων για τον έλεγχο των σκαφών από το κράτος του λιμένα νηολογήσεως | Paris Memorandum |
transp. | κοινή δήλωση προθέσεων για τον έλεγχο των σκαφών από το κράτος του λιμένα νηολογήσεως | Memorandum of Understanding on Port State Control |
law | κοινοτικού δικαίου διατάξεις που διέπουν τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος | ordinary law governing State-owned legal persons under private law |
social.sc. | κοινωνικό κράτος | welfare state |
fin. | κράτος έκδοσης | issuing state |
law | κράτος έκδοσης | issuing State |
fin., lab.law. | κράτος απασχόλησης | State of employment |
environ. | κράτος αποστολής | State of dispatch |
law | Κράτος αποστολής | sending State |
law, immigr. | κράτος διέλευσης | country of transit |
law, min.prod. | Κράτος διέλευσης | transit State |
law, transp. | κράτος διέλευσης | transit state |
environ. | κράτος διαμετακόμισης | State of transit |
immigr., social.sc. | κράτος διαμονής | State of stay |
law | Κράτος διαμονής | receiving State |
law | κράτος διαμονής | State of residence |
gen. | κράτος διαμονής | country of residence |
econ. | κράτος δικαίου | rule of law |
law | κράτος δικαίου | principle of the rule of law |
gen. | κράτος δικαίου υπό την ευρύτερη έννοια | wider rule of law |
transp. | κράτος εγγραφής | State of registration |
IT, transp., el. | κράτος εγγραφής | place of registration |
commer., fin. | κράτος εισαγωγής | importing country |
law | κράτος εκτέλεσης | executing State |
law, busin., labor.org. | κράτος εκτέλεσης | State of enforcement |
law | κράτος εκτέλεσης | State in which enforcement is sought |
market., fin. | κράτος εξαγωγής | exporting country |
interntl.trade. | κράτος καταγωγής | country of origin |
interntl.trade. | κράτος καταγωγής | State of origin |
transp., avia. | κράτος καταγωγής των αεροπορικών εταιρειών | home state |
transp., avia. | κράτος κατασκευής | State of Manufacturing |
transp., nautic., avia. | κράτος καταχώρισης | state of registry |
transp., nautic., avia. | κράτος καταχώρισης | state of registration |
tax. | κράτος κατοικίας | home state |
tax. | κράτος κατοικίας | State of residence |
busin., labor.org. | κράτος κινήσεως της διαδικασίας | State where the insolvency proceedings were opened |
transp., fish.farm. | κράτος λιμένα | port State |
transp., fish.farm. | κράτος λιμένος | port State |
gen. | κράτος μέλος | European Union Member State |
gen. | κράτος μέλος | Member State of the European Union |
law | κράτος μέλος | Member State |
gen. | Κράτος μέλος | Member State |
gen. | κράτος μέλος | Member State of the EU |
gen. | κράτος μέλος | EU Member State |
tax. | κράτος μέλος άφιξης | Member State of arrival |
law, crim.law. | κράτος μέλος έκδοσης | issuing State |
law, crim.law. | κράτος μέλος έκδοσης | issuing Member State |
fin. | κράτος μέλος αγοράς | Member State of purchase |
fin. | κράτος μέλος αναχώρησης | Member State of departure |
law, immigr. | κράτος μέλος διέλευσης | country of transit |
cust., tax., econ. | κράτος μέλος εγγραφής | Member State of identification |
econ. | κράτος μέλος ΕΕ | EU Member State |
commer. | κράτος μέλος εισαγωγής | importing Member State |
fin. | κράτος μέλος εισόδου | Member State of entry |
law | κράτος μέλος εκτέλεσης | Member State of enforcement |
fin., econ. | κράτος μέλος εκτός ζώνης ευρώ | non-euro area Member State |
fin., econ. | κράτος μέλος εκτός ζώνης ευρώ | non-participating Member State |
fin., econ. | κράτος μέλος εκτός ζώνης ευρώ | non-eurozone country |
fin. | κράτος μέλος εξαγωγής | exporting Member State |
gen. | κράτος μέλος εξαγωγής | Member State of export |
fin. | κράτος μέλος επανεισαγωγής | Member State of re-importation |
fin. | κράτος μέλος επανεξαγωγής | re-exporting Member State |
tax. | κράτος μέλος επιστροφής | Member State of refund |
fin., account. | κράτος μέλος καταγωγής | Member State of origin |
fin. | κράτος μέλος καταγωγής | home Member State |
tax. | κράτος μέλος κατανάλωσης | Member State of consumption |
law | κράτος μέλος κατοικίας | Member State of residence |
fin. | κράτος μέλος με παρέκκλιση | Member State with a derogation |
law | κράτος μέλος που άσκησε την προηγούμενη Προεδρία | previous Member State to hold the Presidency |
polit. | κράτος μέλος που ασκεί την Προεδρία του Συμβουλίου | Member State which holds the Presidency of the Council |
el. | κράτος μέλος που δεν διαθέτει πυρηνικά όπλα | non-nuclear-weapon Member States |
el. | κράτος μέλος που διαθέτει πυρηνικά όπλα | nuclear-weapon Member States |
law | κράτος μέλος που θα ασκήσει την επόμενη Προεδρία | next Member State to hold the Presidency |
fin. | κράτος μέλος προέλευσης των προϊόντων | Member State in which the goods originate |
stat., fin., work.fl. | κράτος μέλος προορισμού | Member State of destination |
law, transp., nautic. | κράτος μέλος σημαίας | flag Member State |
insur. | κράτος μέλος στάθμευσης του οχήματος | Member State in which the vehicle is based |
insur. | κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται ο κίνδυνος | Member State in which the risk is situated |
insur. | κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης | Member State of the commitment |
fin., insur. | κράτος μέλος της εγκατάστασης | Member State of establishment |
insur. | κράτος μέλος της παροχής υπηρεσιών | Member State of provision of services |
law | κράτος μέλος της σύμβασης των Παρισίων | State party to the Paris Convention |
law, immigr. | κράτος μέλος υποδοχής | host state |
law, immigr. | κράτος μέλος υποδοχής | host country |
law | κράτος μέλος υποδοχής | host Member State |
insur. | κράτος μέλος υποκαταστήματος | Member State of the branch |
law | κράτος μέλος χωρίς παρέκκλιση | Member State without a derogation |
fish.farm. | κράτος μίσθωσης | charter nation |
gen. | κράτος μη μέλος της ΕΕ | non-EU state |
law | κράτος μη μέρος του πρωτοκόλλου | State not Party to the Protocol |
law, market. | κράτος μόνιμης κατοικίας του δικαιούχου | country in which the recipient company is established |
law, market. | κράτος μόνιμης κατοικίας του οφειλέτη | country in which the distributing company is established |
transp., nautic., avia. | κράτος νηολόγησης | state of registry |
transp., nautic., avia. | κράτος νηολόγησης | state of registration |
gen. | κράτος-παρατηρητής | Observer State |
energ.ind., nucl.phys. | κράτος που δεν διαθέτει πυρηνικούς εξοπλισμούς; κράτος που δεν διαθέτει πυρηνικά όπλα | non-nuclear-weapon State |
energ.ind., nucl.phys. | κράτος που διαθέτει πυρηνικούς εξοπλισμούς | nuclear weapon State |
econ. | κράτος που εισπράττει περισσότερα από όσα εισφέρει | net recipient |
econ. | κράτος που εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει | net contributor |
immigr. | Κράτος που οφείλει να αναλάβει εκ νέου τον αιτούντα άσυλο | the State called upon to take back the applicant |
transp., avia. | Κράτος προέλευσης | state of origin |
interntl.trade. | κράτος προέλευσης | State of origin |
interntl.trade. | κράτος προέλευσης | country of origin |
transp., avia. | Κράτος προέλευσης | State of Origin |
nat.res. | κράτος προέλευσης | range State of origin |
fin. | κράτος προέλευσης εισοδήματος | State of source |
econ. | κράτος προνοίας | Welfare State |
social.sc. | κράτος προνοίας | welfare State |
social.sc. | κράτος προνοίας | welfare state |
environ. | κράτος προορισμού | State of destination |
immigr., transp. | κράτος προορισμού | state of destination |
law, commer., polit. | κράτος προορισμού | recipient country |
social.sc. | κράτος πρόνοιας | welfare state |
gen. | κράτος σημαίας | flag State |
law | κράτος στο οποίο κατατίθεται η Συνθήκη | depositary State |
transp., avia. | Κράτος σχεδιασμού | State of Design |
geogr. | Κράτος της Ερυθραίας | Eritrea |
geogr. | Κράτος της Ερυθραίας | State of Eritrea |
law | κράτος της καταδίκης | sentencing State |
law | κράτος της παράβασης | State of the offence |
account. | κράτος της πηγής του μερίσματος | source country of the dividend |
geogr. | Κράτος της Πόλης του Βατικανού | Vatican City |
geogr. | Κράτος της Πόλης του Βατικανού | Vatican City State |
transp., nautic. | κράτος της σημαίας | flag state |
law | κράτος του forum | State of the forum |
transp., avia. | Κράτος του εκμεταλλευόμενου | State of the Operator |
geogr. | Κράτος του Ισραήλ | Israel |
geogr. | Κράτος του Ισραήλ | State of Israel |
geogr. | Κράτος του Κατάρ | Qatar |
geogr. | Κράτος του Κατάρ | State of Qatar |
transp., avia. | Κράτος του κατασκευαστή | State of Manufacture |
geogr. | Κράτος του Κουβέιτ | Kuwait |
geogr. | Κράτος του Κουβέιτ | State of Kuwait |
transp., fish.farm. | κράτος του λιμένα | port State |
transp., avia. | Κράτος του περιστατικού | State of occurrence |
gen. | κράτος υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου | State responsible for examining an application for asylum |
law, immigr. | κράτος υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου | State responsible for examining an asylum application |
law, immigr. | κράτος υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου | State responsible for processing an asylum claim |
law, immigr. | κράτος υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου | State responsible for assessing an asylum claim |
immigr., social.sc., empl. | κράτος υποδοχής | receiving State |
law, immigr. | κράτος υποδοχής | host country |
fin. | κράτος υποδοχής | host State |
law, immigr. | κράτος υποδοχής | host state |
law, immigr. | κράτος υποδοχής | host Member State |
gen. | κράτος υπό διάλυση | failing state |
law, crim.law., UN | Κράτος φύλαξης | custodial State |
transp. | κράτος όπου είναι εγγεγραμμένος ο αερομεταφορέας | State of registration of the air carrier |
busin., labor.org. | κράτος όπου κηρύχθηκε η πτώχευση | State in which the bankruptcy has been opened |
econ., fin. | κόστος αναδιάρθρωσης για το κράτος | cost of rescuing for the State |
gen. | κύκλωμα που οργανώνει την αναχώρηση υπηκόων από το κράτος | illegal network facilitating the departure of nationals of the State |
econ. | λαϊκό κράτος | secular State |
econ. | μάλλον ευνοούμενο κράτος | most favoured nation |
econ., fin. | μέτρα που λαμβάνει το κράτος μέλος στο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης | steps taken by the central administration of the Member State |
transp., avia. | μίσθωση αεροσκάφους εγγεγραμμένου σε άλλο κράτος μέλος | to lease an aircraft registered in another Member State |
fin. | μεθοριακό κράτος | adjacent State |
gen. | Μεικτή επιτροπή για τη συμφωνία μεταξύ της ΕΚ, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή τη Νορβηγία | Joint Committee on the Agreement between the EC, Iceland and Norway concerning the criteria and mechanisms for establishing the State responsible for examining a request for asylum lodged in a Member State or in Iceland or Norway |
fin. | μελλοντικό συμμετέχον κράτος μέλος | future participating Member State |
law | μεσογαιακό κράτος | land-locked state |
law | μεσόγειο κράτος | land-locked state |
econ. | μεσόγειο κράτος ΑΚΕ | land locked ACP state |
immigr. | μεταγωγή του αιτούντος από το κράτος μέλος ;όπου ζήτησε άσυλο στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο | transfer of the applicant for asylum from the Member State where the application was lodged to the Member State responsible |
fin. | μεταφορά των μελλοντικών καθαρών κερδών προς το κράτος | transfer of future net earnings to the State |
law | μη συμβαλλόμενο κράτος | non-contracting state |
econ. | μη συμμετέχον κράτος | non-participating country |
fin., econ. | μη συμμετέχον κράτος μέλος | non-euro area Member State |
fin., econ. | μη συμμετέχον κράτος μέλος | non-participating Member State |
fin., econ. | μη συμμετέχον κράτος μέλος | non-eurozone country |
gen. | μη συνήθης κατοικία στο κράτος διορισμού | lack of habitual residence in the Member State to which the official is posted |
fish.farm., polit. | μη συνεργαζόμενο κράτος | non-cooperating State |
fin. | μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος | parent investment firm in a Member State |
fin. | μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος | parent financial holding company in a Member State |
fin. | μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος | parent credit institution in a Member State |
transp., nautic. | Μνημόνιο Συνεννόησης για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα; Μνημόνιο Συνεννόησης του Παρισιού | Paris MOU |
transp., nautic. | Μνημόνιο Συνεννόησης για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα; Μνημόνιο Συνεννόησης του Παρισιού | Paris Memorandum of Understanding |
transp., nautic. | Μνημόνιο Συνεννόησης για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα; Μνημόνιο Συνεννόησης του Παρισιού | Memorandum of Understanding on Port State Control |
transp. | μνημόνιο συνεννόησης για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα που υπογράφηκε στο Παρίσι | Paris Memorandum of Understanding on Port State Control |
transp. | μνημόνιο συνεννόησης για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα που υπογράφηκε στο Παρίσι | Paris Memorandum of Understanding |
transp. | μνημόνιο συνεννόησης για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα που υπογράφηκε στο Παρίσι | Paris Memorandum |
transp. | μνημόνιο συνεννόησης για τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος του λιμένα που υπογράφηκε στο Παρίσι | Memorandum of Understanding on Port State Control |
ed. | μονογραφίες για κάθε Κράτος μέλος | national monographs |
law | Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. | This Regulation shall be binding in its entirety and directly applicable in the Member States in accordance with the Treaties |
law | Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. | This Regulation shall be binding in its entirety and directly applicable in all Member States |
law | Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. | This Regulation shall be binding in its entirety and directly applicable in the Member States in accordance with the Treaty establishing the European Community |
law | Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος | This Regulation shall be binding in its entirety and directly applicable in all Member States |
law | οι αλλοδαποί που βρίσκονται σε αλλοδαπό κράτος | foreigners who are abroad |
gen. | Ολλανδικό Κράτος | Dutch State |
econ. | ομοσπονδιακό κράτος | federal State |
law | ομοσπονδιακό κράτος | federal state |
fin. | ομόλογο εγγυημένο από το κράτος | publicly guaranteed bond |
fin. | ομόλογο εγγυημένο από το κράτος | public-guaranteed bond |
law | ομόσπονδο κράτος | Land |
econ. | ομόσπονδο κράτος | Federation State |
law | ομόσπονδο κράτος | Laender |
law, immigr. | παράδοση των αιτούντων άσυλο στο κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για την εξέταση της αίτησης | the handing over of the applicant for asylum to the Member State which has to... |
environ. | παράκτιο κράτος | coastal state |
agric. | παράκτιο κράτος | coastal State |
law, min.prod. | παράκτιο των στενών Κράτος | State bordering a strait |
law | παράλειψη εξετάσεως των παρατηρήσεων που διατύπωσε το κράτος | failure to take account of observation submitted by the Member State |
life.sc. | παραποτάμιο κράτος | riparian State |
law, geogr. | περίκλειστο κράτος; κράτος άνευ ακτών | landlocked country |
law, geogr. | περίκλειστο κράτος; κράτος άνευ ακτών | landlocked State |
law, min.prod. | πιστοποιούν κράτος | certifying State |
gen. | πλέον ευνοούμενο κράτος ; μάλλον ευνοούμενο κράτος | most-favoured nation |
econ. | πολυεθνικό κράτος | multiracial State |
social.sc. | πολυεθνικό κράτος | multi-national state |
social.sc. | πολυεθνοτικό κράτος | multi-national state |
geogr. | Πολυεθνοτικό κράτος της Βολιβίας | Bolivia |
geogr. | Πολυεθνοτικό κράτος της Βολιβίας | Plurinational State of Bolivia |
transp. | πραγματικό κράτος μέλος εξαγωγής | Member State of actual export |
gen. | προκαταβολικώς συνεισφέρον κράτος μέλος | anticipating Member State |
law | προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται από κράτος μέλος ή το Συμβούλιο κατά αποφάσεων και συστάσεων της Ανώτατης Αρχής | actions brought by a Member State or by the Council for a declaration that a decision or a recommendation of the High Authority is void |
gen. | προσχωρούν κράτος | acceding state |
gen. | προσχωρούν κράτος | acceding country |
fin. | προïόντα που έχουν αρχικά εισαχθεί από ένα κράτος μέλος | goods originally imported from a Member State |
polit., commer. | Πρωτόκολλο περί εμπορευμάτων καταγωγής και προελεύσεως ορισμένων χωρών και που απολαύουν ειδικού καθεστώτος κατά την εισαγωγή σε ένα κράτος μέλος | Protocol on goods originating in and coming from certain countries end enjoying special treatment when imported into a Member State |
patents. | πρόσωπο μονίμως εγκατεστημένο σε κράτος | person domiciled in a State |
immigr., empl. | πρώτο κράτος μέλος | first Member State |
stat. | στιγμιαίο κράτος | instantaneous state |
law | συμβαλλόμενο κράτος | contracting State |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Advisory Committee on measures to be taken in the event of a crisis in the market in the carriage of goods by road and for laying down the conditions under which non-resident carriers may operate national road haulage services within a Member State cabotage |
polit. | Συμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σ' ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ' αυτό ενδομεταφορές | Advisory Committee on the conditions under which non-resident carriers may operate national road passenger transport services within a Member State cabotage |
gen. | Συμβουλευτική επιτροπή για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές μεταφορές επιβατών σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές | Advisory Committee on the conditions under which non-resident carriers may operate national road passenger transport services within a Member State cabotage |
polit. | Συμβουλευτική επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σ' ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ' αυτό ενδομεταφορές | Advisory Committee on measures to be taken in the event of a crisis in the market in the carriage of goods by road and for laying down the conditions under which non-resident carriers may operate national road haulage services within a Member State cabotage |
econ. | συμμετέχον κράτος | participating country |
fin. | συμμετέχον κράτος μέλος | participating Member State |
fin. | συμμετέχον κράτος μέλος | Eurozone country |
fin. | συμμετέχον κράτος μέλος | Euro area member State |
law | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Γεωργίας περί του καθεστώτος και των δραστηριοτήτων της αποστολής EUJUST-ΘΕΜΙΣ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κράτος δικαίου στη Γεωργία | Agreement between the European Union and Georgia on the status and activities of the European Union Rule of Law Mission in Georgia, EUJUST THEMIS |
gen. | συνεισφέρον κράτος | contributing state |
econ. | συνθήκες και κράτος δικαίου | European treaties |
econ. | συνομοσπονδιακό κράτος | confederal State |
fin. | συνορεύον κράτος μέλος | neighbouring Member State |
law | συνταγματικό κράτος | state governed by the rule of law |
law | συνταγματικό κράτος | constitutional state |
law, transp. | σχεδόν μεσογαιακό κράτος | near land-locked state |
law, transp. | σχεδόν μεσόγειο κράτος | near land-locked state |
law | σύμβαση της Νέας Υόρκης της 20ής Ιουνίου 1956 για την είσπραξη διατροφής σε αλλοδαπό κράτος | New York Convention of 20 June 1956 on the recovery abroad of maintenance |
proced.law., law | σύμβαση της Χάγης της 18ης Μαρτίου 1970 σχετικά με τη συγκέντρωση αποδείξεων σε αλλοδαπό κράτος σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Hague Convention of 18 March 1970 on the taking of evidence abroad in civil or commercial matters |
gen. | τελευταίο κράτος διέλευσης | State through which the applicant passed through |
econ., stat. | τιμή καθορισμένη από το κράτος | price fixed by the government |
law | το κράτος αναγνωρίσεως | the State addressed |
law | το κράτος εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως | the State in which a judgment was given |
immigr. | το κράτος μέλος που εξέδωσε τη θεώρηση με τη μεγαλύτερη διάρκεια | the State which issued the visa having the longest period of validity |
gen. | το Κράτος στο οποίο γίνεται η διαπίστευση | the State to which they are accredited |
gen. | το Κράτος στο οποίο γίνεται η διαπίστευση | receiving State |
law | το παραβιάσαν κράτος | defaulting State |
gen. | τομεακή ομάδα για το κράτος δικαίου | Rule of Law Sector Working Group |
int. law. | τρίτο κράτος | third State |
gen. | τριάδα Επιτροπή-κράτος μέλος-ΥΧΕ | Commission-Member State-OCT trilogue |
law | υπογράφον κράτος | signatory country |
law | υπογράφον κράτος | signatory State |
insur. | υποχρεωτική από το κράτος ασφάλιση | compulsory national insurance |
transp., nautic. | φιλοξενούν κράτος | host State |
law, fin. | φορολόγηση της επιχείρησης στο κράτος που εδρεύει | tax applied in the State in which the head office is located |
fin. | φόρος επιβαλλόμενος σε άλλο κράτος | overseas tax |