DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing Αυτόματο | all forms
GreekEnglish
αυτόματο κούρδισμα αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδιautomatic doffing of the drive of a ring doubling and twisting frame
αυτόματο μπομπινουάρautomatic cone
αυτόματο μπομπινουάρautomatic cheese winder
αυτόματο ντόφερautomatic lifting device
αυτόματο ντόφερautomatic doffer
αυτόματο πέρασμα κλωστήςself-threading device
αυτόματο σύστημα αλλαγής ρόλουautomatic beam doffer
αυτόματο τροφοδοτικόhopper feeder
αυτόματο όπλοmachine gun
Δοκιμή με αυτόματο σύστημα ακροδεκτώνautomatic probe test
μη αυτόματο μπομπινουάρnon-automatic cone
μη αυτόματο μπομπινουάρnon-automatic cheese winder
μη αυτόματο όργανο μέτρησης χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση ποσοτήτων συναφών με τη μάζα,ή τιμών που προκύπτουν από τη μάζαnon-automatic measuring instrument for the measurement of mass-related quantities or from mass-derived values
τράβηγμα με αυτόματο έλεγχοautolevelling draft