DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject General containing operativ | all forms | exact matches only
GermanGreek
Europäische Agentur für die operative Zusammenarbeit an den Außengrenzen der Mitgliedstaaten der Europäischen UnionΕυρωπαϊκός Οργανισμός για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Konzept der Europäischen Union für die Sicherheit des im Rahmen des Titels V EUV in operativer Funktion außerhalb der Europäischen Union eingesetzten PersonalsΠολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ασφάλεια του προσωπικού που εκτελεί επιχειρησιακά καθήκοντα εκτός ΕΕ δυνάμει του Τίτλου V της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Konzept operativer FähigkeitenΓενική ιδέα περί των επιχειρησιακών δυνατοτήτων
Kosten fuer operative Eingriffeέξοδα χειρουργικών επεμβάσεων
Leitlinien für eine Verstärkung der operativen Koordinierung und Kommunikation in Bezug auf EU-Maßnahmen in den westlichen BalkanstaatenKατευθυντήριες γραμμές για την ενίσχυση του επιχειρησιακού συντονισμού και της επικοινωνίας στη δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα Δυτικά Βαλκάνια
Nummer 8 der operativen Bestimmungenλειτουργική διάταξη αριθ. 8
operativ-taktisches Hauptquartierστρατηγείο δυνάμεως
operative Aktionεπιχειρησιακή δράση
operative Anlaufstelleσημείο επιχειρησιακής επαφής
operative Aufgabenεπι?ειρησιακή δράση
Operative Führungεπιχειρησιακή διοίκηση
operative Hilfeεπιχειρησιακή βοήθεια
operative Phaseεπιχειρησιακή φάση
operative Phase "stricto sensu"φάση περίοδος επιχειρήσεων "αυτή καθ'εαυτή".
operative Planungεπιχειρησιακή σχεδίαση
operative Vorübungεπιχειρησιακή δοκιμαστική άσκηση
operative Zusammenarbeitεπιχειρησιακή συνεργασία
Operativer GesamtplanΈκθεση περί εταιρικής ευθύνης
operativer Rahmen der EU für die Wirksamkeit der EntwicklungshilfeΕπιχειρησιακό πλαίσιο της ΕΕ για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας
operativer Rahmen für die Wirksamkeit der EntwicklungshilfeΕπιχειρησιακό πλαίσιο της ΕΕ για την αποτελεσματικότητα της βοήθειας
Ständiger Ausschuss für die operative Zusammenarbeit im Bereich der inneren SicherheitΜόνιμη επιτροπή επιχειρησιακής συνεργασίας σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας
Ständiger Ausschuss für die operative Zusammenarbeit im Bereich der inneren SicherheitΜόνιμη Επιτροπή Εσωτερικής Ασφάλειας