DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Transport containing maximale | all forms | exact matches only
GermanGreek
maximal zugelassene Höheμέγιστο επιτρεπόμενο ύψος
maximal zulässiges Startgewichtμέγιστο βάρος κατά την απογείωση
maximale Belastung der Schambeinfugeμέγιστη δύναμη στην ηβική σύμφυση
maximale Belastung des Bauchesμέγιστη δύναμη στην κοιλιακή χώρα
maximale Beschleunigungμέγιστη επιτάχυνση
maximale Betriebsbremsungμέγιστο φρενάρισμα λειτουργίας
maximale Betriebsgeschwindigkeitμέγιστη επιχειρησιακή ταχύτητα
maximale Betriebsgeschwindigkeitμέγιστος επιχειρησιακός αριθμός Μαχ
maximale Betriebsmachzahlμέγιστη επιχειρησιακή ταχύτητα
maximale Betriebsmachzahlμέγιστος επιχειρησιακός αριθμός Μαχ
maximale Breiteμέγιστο πλάτος
maximale Breiteολικό πλάτος
maximale Breiteπραγματικό πλάτος
maximale Dauerleistungμέγιστη συνεχής επίδοση
maximale Fahrzeugbeschleunigungμέγιστη επιτάχυνση οχήματος
maximale Fahrzeugverzögerungμέγιστη καθυστέρηση οχήματος
maximale Geschwindigkeitμέγιστη ταχύτητα
maximale Geschwindigkeitμέγιστη ταχύτητα οχήματος
maximale Gurtlose vorsehenδίδω τη μέγιστη χάρη
maximale Gurtlose vorsehenχαλαρώνω στο μέγιστο βαθμό
maximale Kopfbeschleunigungμέγιστη επιτάχυνση της κεφαλής
maximale Lastπλήρες φορτίο
maximale Lastμέγιστο φορτίο
maximale Manöverhöheοροφή ελιγμών
maximale Neigungμέγιστη κλίση
maximale Sitzplatzanzahlδιαρρύθμιση καθισμάτων εξαιρετικά υψηλής πυκνότητας
maximale Startleistungμέγιστη ισχύς απογείωσης
maximale strukturelle Nutzlastδομικά μέγιστο ωφέλιμο φορτίο
maximale Ventilhuebeμέγιστη διαδρομή των βαλβίδων
maximale Zuladungμέγιστη φόρτωση
maximaler Achsdruckμέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο κατά άξονα
maximaler Betriebsdruck in den Hauptluftbehälternμέγιστη πρότυπη πίεση κύριου αεροφυλακίου
maximaler Betriebsdruck in den Hauptluftbehälternμέγιστη πρότυπη πίεση κύριας δεξαμενής
maximaler Betriebshaltμέγιστη στάση εργοταξική
maximaler Bremswegabstandμέγιστη απόσταση φρεναρίσματος
maximaler Dauerschubμέγιστη συνεχής επίδοση
maximaler Durchsatzμέγιστη ροή
maximaler Hauptluftbehälterdruckπίεση διακοπής αεροσυμπιεστή
maximaler Luftdurchsatzμέγιστη ροή αέρα
maximales Fahrzeugfassungsvermögenμέγιστη χωρητικότητα οχήματος
maximales Fassungsvermögen eines Fahrzeugesόριο χωρητικότητας οχήματος
maximales Fassungsvermögen eines Fahrzeugesόριο μεταφορικής ικανότητας οχήματος
maximales Leistungsniveauμέγιστο επίπεδο
Reifen Maximal eingefedertεπίσωτρο μέγιστης παραμόρφωσης