Subject | German | Greek |
transp., mech.eng. | Bediengerät für manuelle Entriegelung | μηχανισμός χειροκίνητης απασφάλισης |
commun., mech.eng. | Briefbehälter mit manueller Zieleinstellung | χειροκίνητη συσκευή επιλογής προορισμών |
IT | Einrichtung zur manuellen Dateneingabe | χειροκίνητη διάταξη εισαγωγής δεδομένων |
gov. | Laufbahngruppe D : Dienstposten mit manuellen oder Hilfstätigkeiten, die Volksschulbildung erfordern einfacher Dienst | Κατηγορία D : Καθήκοντα χειρωνακτικής εργασίας ή εξυπηρέτησης που απαιτούν γνώσεις στοιχειώδους εκπαίδευσης |
commun., IT | manuell abschließender Leitungsservice | χειροκίνητη υπηρεσία τερματισμού γραμμής |
transp., mech.eng. | manuell bediente Startkonsole | πίνακας χειρισμού εκτοξευτήρα |
chem., el. | manuell einstellbare Mischdüse | χειροκίνητος αναμικτήρας |
commun. | manuell erzeugter Ruf | κλήση με χειροκίνητη γεννήτρια |
IT, mech.eng. | manuell gesteuerte Bewegungseinrichtung | χειροκίνητος διαχειριστής |
IT, mech.eng. | manuell gesteuerte Bewegungseinrichtung | μονάδα χειροκίνητης διαχείρισης |
IT | manuell programmierbare elektronische Rechenmaschine | αριθμητικός υπολογιστής με προγραμματισμό από πληκτρολόγιο |
environ. | manuell reinigbares Gitter | χειροκαθαριζόμενη εσχάρα |
comp., MS | manuelle Anwendung von Formatvorlagen | λειτουργία μη αυτόματης εφαρμογής στυλ |
stat. | manuelle Aufbereitung | επεξεργασία με το χέρι |
commun., IT | manuelle Aufzeichnung | χειροκίνητη σχεδίαση ίχνους ανύψωσης |
med. | manuelle Beatmung | η διά των χειρών τελουμένη τεχνητή αναπνοή |
commun., IT | manuelle Bedienung | χειροκίνητη λειτουργία |
IT | manuelle Bedienung einer offenen Schleife | Χειροκίνητος έλεχγος ανοικτού βρόχου |
IT | manuelle Bedienung einer Steuerkette | Χειροκίνητος έλεχγος ανοικτού βρόχου |
commun., IT | manuelle Beobachtung der Dienstqualität | χειροκίνητη παρατήρηση της ποιότητας υπηρεσίας |
IT | manuelle Datei | μη αυτοματοποιημένο αρχείο |
IT | manuelle Datenverarbeitung | Χειροκίνητη επεξεργασία δεδομένων / χειροκίνητη λειτουργία |
IT, met. | manuelle Eingabe | Χειροκίνητη είσοδος |
commun., IT | manuelle Eingabegeschwindigkeit | ταχύτητα πληκτρολόγησης |
comp., MS | manuelle Einwahl | μη αυτόματη κλήση σύνδεσης |
food.ind. | manuelle Enthäutungsmethode | μέθοδος εκδοράς με τα χέρια |
transp., avia. | manuelle Flugsteuerung | πτήση ελεγχόμενη από τον πιλότο |
met. | manuelle Fuehrung | οδήγηση με το χέρι |
IT | manuelle Funktion | χειροκίνητη λειτουργία |
commun., IT | manuelle Gesprächsunterbrechung | χειροκίνητος αποκλεισμός |
lab.law., chem. | manuelle Handhabung von Lasten | χειρωνακτική διακίνηση φορτίων |
lab.law., industr. | manuelle Handhabung von Lasten, die eine Gefährdung des Muskel- und Knochenapparats mit sich bringt | χειρωνακτική διακίνηση φορτίων που εμπεριέχει μυοσκελετικούς κινδύνους για τους εργαζομένους |
IT, lab.law. | manuelle Handhabung von Lasten,die eine Gefährdung mit sich bringen | χειρωνακτική διακίνηση φορτίων που εμπεριέχει κινδύνους |
commun., IT | manuelle Inhibition | χειροκίνητος αποκλεισμός |
comp., MS | Manuelle Konfiguration | Μη αυτόματη ρύθμιση παραμέτρων |
med. | manuelle Kürettage | απόξεση με το χέρι |
commun. | manuelle Lautstärkeeinstellung | ελεγχόμενο από το χρήστη κομβίο ρύθμισης ακουστικής έντασης |
med. | manuelle Medizin | χειροθεραπεία |
med. | manuelle Medizin | χειροπρακτική |
IT, dat.proc. | manuelle Neuberechnung des Arbeitsblatts | μη αυτόματος επαναϋπολογισμός λογιστικού φύλλου |
IT, dat.proc. | manuelle Paginierung | χειροκίνητη σελιδοποίηση |
commun., IT | manuelle Phasenumstellung | χειροκίνητη εξίσωση φάσης |
lab.law., mech.eng. | manuelle Prozesskontrolle | μη αυτοματοποιημένη διαδικασία ελέγχου |
earth.sc., tech. | manuelle Pruefung | εξέταση δοκιμίου με το χέρι |
IT, el. | manuelle Qualitätskontrolle | εγχειρίδιο ποιοτικού ελέγχου |
IT, tech. | manuelle Rufbeantwortung | χειροκίνητη απάντηση |
work.fl. | manuelle Selektion | χειροκίνητη επιλογή |
chem. | manuelle Siebung | κοσκίνισμα με το χέρι |
commun. | manuelle Signalvermittlung | χειροκίνητη θερμή γραμμή σηματοδοσίας |
IT, dat.proc. | manuelle Silbentrennung | ιδιόχειρος συλλαβισμός |
transp. | manuelle Steuereinheit | χειροκίνητος ελεγκτής |
commun. | manuelle Telegraphie | χειροκίνητη τηλεγραφία |
med. | manuelle Trennung | χειροκίνητος αποχωρισμός |
transp. | manuelle Triebfahrzeugbedienung | χειροκίνητη οδήγηση τρένων |
transp. | manuelle Triebfahrzeugführung | χειροκίνητη οδήγηση τρένων |
transp. | manuelle Triebfahrzeugsteuerung | χειροκίνητη οδήγηση τρένων |
law, lab.law. | manuelle Tätigkeit | χειρωνακτική δραστηριότητα |
lab.law. | manuelle Tätigkeiten | χειρωνακτική εργασία |
gov. | manuelle Tätigkeiten | καθήκοντα χειρωνακτικής εργασίας |
commun. | manuelle Verteilung | χειρωνακτική διαλογή |
mun.plan., agric. | manuelle Vorreinigung | πρόπλυση με το χέρι |
IT | manuelle Worteingabe | χειροκίνητη γεννήτρια λέξεων |
IT | manuelle Worteingabe | στοιχείο χειροκίνητης εισόδου |
comp., MS | manuelle Zeitplanung | μη αυτόματος προγραμματισμός |
commun., IT | manuelle Zugsteuerung | χειροκίνητος μηχανισμός ελέγχου κατευθύνσεως αμαξοστοιχίας |
commun., IT | manuelle Zuordnung | μη αυτόματος καταμερισμός |
hobby, mech.eng. | manuelle Übersteuerung | χειροκίνητη παράκαμψη αυτοματισμού |
commun., IT | manuelle Übertragung | χειροκίνητη μετάδοση |
forestr. | manueller Arbeitseinsatz | χειρωνακτική εργασία |
mater.sc. | manueller Arbeitsprozess | χειρονακτική εργασία |
IT, dat.proc. | manueller Betrieb | χειροκίνητος τρόπος λειτουργίας |
IT, dat.proc. | manueller Betrieb | Χειροκίνητη λειτουργία |
commun. | manueller Lautstärkeregler | ελεγχόμενο από το χρήστη κομβίο ρύθμισης ακουστικής έντασης |
IT, mech.eng. | manueller Manipulator | μονάδα χειροκίνητης διαχείρισης |
IT, mech.eng. | manueller Manipulator | χειροκίνητος διαχειριστής |
commun. | manueller Mobilfunkdienst | χειροκίνητη υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας |
transp., mech.eng. | manueller Palettenhubwagen | ανυψωτικό αμαξίδιο με βραχίονα |
transp., mech.eng. | manueller Palettenhubwagen | χειροκίνητο ανυψωτικό αμαξίδιο |
comp., MS | manueller Rabatt | μη αυτόματη έκπτωση |
commun., IT | manueller Test | χειροκίνητες δοκιμές κατ'απαίτηση |
comp., MS | manueller Test | μη αυτόματη δοκιμή |
commun. | manueller Ursprungsleitungsservice | χειροκίνητη υπηρεσία εξερχόμενης γραμμής |
comp., MS | manueller Zeilenumbruch | μη αυτόματη αλλαγή γραμμής |
mater.sc. | manueller Zyklus | χειροκίνητος κύκλος |
IT, tech. | manuelles Anrufen | χειροκίνητη κλήση |
IT, tech. | manuelles Antworten | χειροκίνητη απάντηση |
health. | manuelles Audiometer | χειροκίνητο ακοόμετρο |
transp., avia. | manuelles Ausrollen | τροχοδρόμηση μετά την προσγείωση από το χειριστή μη αυτόματη |
commun., el. | manuelles Hilfssystem zur Verkehrsverteilung | σύστημα χειροκίνητων θέσεων για την υπηρέτηση της κίνησης |
med. | manuelles Radionuklid-Applikatorsystem | χειροκίνητο σύστημα εφαρμογέα ραδιονουκλιδίων |
fish.farm. | manuelles Schleppgerät | δράγα χειρός |
met. | manuelles Schneiden | κοπή με το χέρι |
industr., construct., chem. | manuelles Schweissen | συγκόλληση με το χέρι |
mech.eng. | manuelles Sichern | χειροκίνητη ασφάλιση |
met. | manuelles Spritzen | ψεκασμός με το χέρι |
transp., avia. | manuelles Starten | απογείωση ελεγχόμενη από το χειριστή |
IT, dat.proc. | manuelles System | χειροκίνητο σύστημα |
el. | manuelles Teilstreckensystem | μεταγωγέας μηνυμάτων αποκοπτόμενης χαρτοταινίας |
commun. | manuelles Teilstreckensystem | χειροκίνητη αναμεταβίβαση από διάτρητη ταινία |
el. | manuelles Teilstreckensystem | σύστημα μεταγωγής αποκοπτόμενης χαρτοταινίας |
IT, tech. | manuelles Wählen | χειροκίνητη κλήση |
nat.sc. | manuelles Wählen | χειροκίνητος τρόπος επιλογής σταθμών |
comp., MS | manuelles Zwischenspeichern | μη αυτόματη προσωρινή αποθήκευση |
transp. | ohne manuelle Einwirkung | χωρίς χέρια |
commun. | private manuelle Vermittlungsstelle | χειροκίνητο ιδιωτικό κέντρο |
commun. | private manuelle Vermittlungsstelle | χειροκίνητο τηλεφωνικό κέντρο |
commun. | privates manuelles Vermittlungssystem | χειροκίνητη δευτερεύουσα |
commun. | privates manuelles Vermittlungssystem | χειροκίνητη δευτερεύουσα εγκατάσταση |
commun. | privates manuelles Vermittlungssystem | χειροκίνητο συνδρομητικό κέντρο |
commun. | Qualität eines internationalen manuellen Anrufdienstes | ποιότητα ταχείας διεθνούς χειροκίνητης εξυπηρέτησης |
law | Rechtsstellung von manuellen Arbeitern | καθεστώς των χειρωνακτικά εργαζομένων |
transp., avia. | Rückkehr zur manuellen Flugsteuerung | επαναφορά σε πτήση ελεγχόμενη από τον πιλότο |
comp., MS | Telefonintegration manuell konfigurieren | Μη αυτόματη ρύθμιση παραμέτρων της ενοποίησης τηλεφώνου |
environ. | verplompte manuellen Eingriffen nicht zugängliche Vorrichtung | σφραγισμένη και ερμητικά κλεισμένη συσκευή προς αποφυγή κάθε χειροκίνητης παρέμβασης |
comp., MS | Vorlage für manuelle Tests | πρότυπο μη αυτόματης δοκιμής |
commun. | Wählsternschalter der an ein manuelles Amt angeschlossen ist | επαρχιακό δορυφόρο κέντρο |