DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Industry containing elektrisch | all forms | exact matches only
GermanGreek
aufgrund elektrischen Widerstandsμε ηλεκτρική αντίσταση
Beschlag fuer elektrische Leitungenσιδηρικό για ηλεκτρικές γραμμές
elektrisch beheizbare RückscheibeHλεκτρικά θερμαινόμενο πίσω τζάμι
elektrisch beheizter VorherdHλεκτρικά θερμαινόμενο κανάλι
elektrisch leitendes GlasHλεκτρικά αγώγιμο γυαλί
elektrisch rotierender Umformerηλεκτρικός περιστροφικός μετατροπέας
elektrische Abstellvorrichtungηλεκτρικός διακόπτης λειτουργίας μηχανήματος
elektrische SchmelzeTήξη δια ηλεκτρισμού
elektrische SpeiserrinneHλεκτρικά θερμαινόμενο κανάλι
elektrische Tonverstärkereinrichtungηλεκτρική συσκευή για την ενίσχυση του ήχου
elektrischer Stromrichterηλεκτρικός στατικός μετατροπέας ρεύματος
elektrischer Tonfrequenzverstärkerηλεκτρικός ενισχυτής ακουστικής συχνότητας
elektrischer Transformatorηλεκτρικός μετασχηματιστής
elektrischer und ionenleitender Werkstoffηλεκτρικό και ιοναγώγιμο υλικό
elektrisches Signalηλεκτρικό σήμα
kleines elektrisches Haushaltsgerätμικρές οικιακές ηλεκτρικές συσκευές
Maschine zum Armieren elektrischer Kabel mit Bandeisen oder Stahldrahtμηχανή οπλισμού των ηλεκτρικών καλωδίων με φύλλα ή νήματα από χάλυβα
Maschine zum Isolieren elektrischer Kabelμηχανή μόνωσης ηλεκτρικών καλωδίων
Schutzhuelle fuer elektrische Kabelπροστατευτικός σωλήνας για ηλεκτρικό καλώδιο
Uhr fuer elektrische Uhrehanlageσυσκευή ωρολογοποιίας για δίκτυο διανομής και ενοποίησης της ώρας