German | Greek |
am meisten benachteiligte Entwicklungsländer | πιο μειονεκτικές αναπτυσσόμενες χώρες |
am Nichtigkeitsverfahren beteiligt | διάδικος στη διαδικασία ακυρότητας |
am Rechtsverkehr teilhaben | τελώ νομική πράξη |
amtlicher Wechselkurs,der am Zahlungstag gilt | επίσημη τιμή συναλλάγματος της ημέρας πληρωμής |
Aneignungsrecht am Menschen | δικαίωμα ιδιοποίησης επί της ανθρώπινης ύπαρξης |
Anteil am gezeichneten Kapital der EZB | μερίδιο στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ |
Auflösung durch das Gericht am Ort des Sitzes des EUV | λύση με απόφαση του δικαστηρίου του τόπου της έδρας του ΕΣ |
berechtigtes Interesse des Antragstellers am Ausgang des Rechtsstreits | συμφέρον του παρεμβαίνοντος για τη λύση της διαφοράς |
Beteiligung von Ausländern am öffentlichen Leben | συμμετοχή των αλλοδαπών στη δημόσια ζωή |
Dieser RECHTSAKT tritt am …ten Tag nach seiner/ihrer Veröffentlichung im Amtsblatt der Europäischen Union in Kraft. | Η παρούσα πράξη αρχίζει να ισχύει την (…) ημέρα από τη δημοσίευσή της, την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
Dieser RECHTSAKT wird am Tag seiner/ihrer Bekanntgabe wirksam. | H παρούσα ΠΡΑΞΗ παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της κοινοποίησής της. |
Drittes AKP-EWG-Abkommen, unterzeichnet am 8. Dezember 1984 in Lomé | Τρίτη Σύμβαση ΑΚΕ-ΕΟΚ που υπογράφηκε στη Λομέ στις 8 Δεκεμβρίου 1984 |
für den Fall einer unversehrten Ankunft der Ladung am Bestimmungsort | σε περίπτωση αφίξεως στον τόπο προορισμού χωρίς ζημία του φορτίου |
Gericht,das örtlich am ehesten berufen ist,den Rechtsstreit zu entscheiden | το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο για να επιληφθεί μιας διαφοράς |
Gesundheitsschutz von Schwangeren,Wöchnerinnen und stillenden Müttern am Arbeitsplatz | προστασία των εργαζομένων εγκύων,των λεχώνων και των θηλαζουσών μητέρων στην εργασία |
Gewinnanteil am Verkaufserloes | ποσοστό επί των πωλήσεων |
Gewinnbeteiligung am Verkaufserloes | ποσοστό επί των πωλήσεων |
Haftungsvorrecht am Schiff | προνόμιο επί του πλοίου |
Hinweis am Rande der Urschrift | σημείωση στο περιθώριο |
Hinweis am Rande der Urteile | σημείωση στο περιθώριο των αποφάσεων |
insulare, eingeschlossene und am Rande liegende Gebiete | νησιωτικές, μεσόγειες και περιφερειακές περιοχές |
insulare,eingeschlossene und am Rande gelegene Gebiete mit den zentralen Gebieten der Gemeinschaft verbinden | συνδέω τις νησιωτικές, μεσόγειες και περιφερειακές περιοχές με τις κεντρικές περιοχές της Κοινότητας |
Person,die ein berechtigtes Interesse am Ausgang eines Rechtsstreits glaubhaft macht | πρόσωπο που έχει συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς |
Recht,das am Sitze des angerufenen Gerichts gilt | εφαρμοστέο δίκαιο του τόπου όπου έχει την έδρα το επιλαμβανόμενο δικαστήριο |
sich am Rechtsverkehr beteiligen | τελώ νομική πράξη |
Strafhaft am Wohnsitz | κατ;οικόν περιορισμός |
Teilnahme von Ausländern am öffentlichen Leben | συμμετοχή των αλλοδαπών στη δημόσια ζωή |
Unterschiede im Entwicklungsstandard der verschiedenen Regionen und den Rückstand der am stärksten benachteiligten Gebiete verringern | μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών |
Zustellungsanschrift am Ort des Gerichtssitzes | προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στην έδρα του Πρωτοδικείου |
Zustellungsanschrift am Ort des Gerichtssitzes | προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στην έδρα του Δικαστηρίου |
Übereinkommen über den Beitritt der Republik Österreich zu dem am 19. Juni 1990 in Schengen unterzeichneten Übereinkommen zur Durchführung des Übereinkommens von Schengen vom 14. Juni 1985 zwischen den Regierungen der Staaten der Benelux-Wirtschaftsunion, der Bundesrepublik Deutschland und der Französischen Republik betreffend den schrittweisen Abbau der Kontrollen an den gemeinsamen Grenzen | Συμφωνία προσχωρήσεως της Αυστριακής Δημοκρατίας στη Σύμβαση εφαρμογής της από 14.6.85 Συμφωνίας του Σένγκεν μεταξύ των Κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Μπενελούξ, της ΟΔΓ και της Γαλ. Δημ. σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 19.6.90, στην οποία προσεχώρησαν η Ιτ. Δημ., το Βασ. της Ισπ., η Πορτ. Δημ. και η Ελλ. Δημ. με Συμφωνίες οι οποίες υπεγράφησαν 27.11.90, 25.6.91 και 6.11.92 αντίστοιχα |
Übereinkommen über den Beitritt des Königreichs Dänemark zu dem am 19. Juni 1990 in Schengen unterzeichneten Übereinkommen zur Durchführung des Übereinkommens von Schengen vom 14. Juni 1985 betreffend den schrittweisen Abbau der Kontrollen an den gemeinsamen Grenzen | Συμφωνία προσχωρήσεως του Βασιλείου της Δανίας στη Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 19η Ιουνίου 1990 |