DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Politics containing am | all forms | exact matches only
GermanGreek
Alkoholeinfluss am Steuerανάρμοστη οδήγηση κατόπιν κατανάλωσης οινοπνεύματος
Alkoholeinfluss am Steuerοδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος
am Ende der Verhandlung die mündliche Verhandlung für geschlossen erklärenκηρύσσω τη λήξη της προφορικής διαδικασίας μετά το πέρας των συζητήσεων
am Rande gelegenes Gebietπεριφερειακή περιοχή
Dienststelle Gesundheits- und Sicherheitsvorsorge am ArbeitsplatzΥπηρεσία για την πρόληψη στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων στο χώρο εργασίας
Dienststelle Gesundheits- und Sicherheitsvorsorge am ArbeitsplatzΥπηρεσία πρόληψης
Referat Prävention und Wohlergehen am ArbeitsplatzΜονάδα Πρόληψης και Ευεξίας στον Χώρο Εργασίας
Trunkenheit am Steuerανάρμοστη οδήγηση κατόπιν κατανάλωσης οινοπνεύματος
Trunkenheit am Steuerοδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος