DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Economy containing Vorrate | all forms
GermanGreek
mengenmäβige Entwicklung der Vorräteμεταβολές του όγκου των αποθεμάτων
Vorräte bei den Produzentenαποθέματα που κρατούνται από τους παραγωγούς
Vorräte bei den Verwendern oder beim Handelαποθέματα που κρατούνται από τους χρήστες,τους χονδρέμπορους ή τους λιανοπωλητές
Vorräte von Marktordnungsstellenαποθέματα που κρατούνται από οργανισμούς για τη ρύθμιση της αγοράς
Waren,die in die Vorräte der Produzenten eingehenαγαθά που αποθεματοποιούνται από τους παραγωγούς τους
Wiederauffüllung der Vorräteανασύσταση αποθεμάτων