DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Finances containing Quote | all forms | exact matches only
GermanGreek
automatische Quotenαυτόματες μερίδες
bei Einstellung der Milcherzeugung freiwerdende Quoteποσόστωση που απελευθερώνεται κατά την παύση της γαλακτοπαραγωγής
den nicht ausgenutzten Teil der Quote auf die Reserve uebertragenεπιστρέφω στο απόθεμα το μη χρησιμοποιηθέν τμήμα του μεριδίου
freier Zugang zu den zugeteilten Quotenελεύθερη πρόσβαση στο μερίδιο που έχει χορηγηθεί
IMF-Quoteποσοστό συμμετοχής στο ΔNT
IMF-Quoteμερίδιο στο ΔNT
IWF-Quoteμερίδιο στο ΔΝΤ' ποσοστό συμμετοχής στο ΔΝΤ
NPL-Quoteποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων
Quote Stuffingπρακτική συσσώρευσης εντολών
Restmenge einer urspruenglichen Quoteυπόλοιπο ενός αρχικού μεριδίου
Stand der tatsaechlichen Ausschoepfung der Quotenτο ποσοστό εξάντλησης των μεριδίων
urspruengliche Quoteαρχικό μερίδιο
zeitweilige Aussetzung der Quotenπροσωρινή αναστολή των ποσοστώσεων
Ziehung einer Quoteανάληψη μεριδίου
zusaetzliche Quoteσυμπληρωματικό μερίδιο