DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Transport containing P | all forms | exact matches only
GermanGreek
durchgehende Bremse in Stellung Pσυνεχής πέδη
F.I.P.Ένωση Διευκόλυνσης της Διεθνούς Μεταφοράς του Προσωπικού των Σιδηροδρόμων
G-P-Wechselventilβαλβίδα αλλαγής κατάστασης πέδησης
indizierte PS-Stundeατμόϊππος που καταγράφεται ανά ώρα
indizierte PS-Stundeίππος που καταγράφεται ανά ώρα
Last je PSφορτίο ανά μονάδα ισχύος
P+R-Platzστάθμευσις μετεπιβιβάσεως
P-Wagenόχημα ιδιωτικό
Steuer PSφορολογήσιμη ισχύς
Umstellvorrichtung "G-P"διάταξη αλλαγής του συστήματος "εμπορεύματα-επιβάτες"