DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Economics containing Holz | all forms | exact matches only
GermanGreek
Holz auf dem Stammαναπτυσσόμενοι κορμοί δένδρων
Holz-AusschussEπιτροπή Ξυλείας
Holz von einwandfreien Lieferernξυλεία που προέρχεται από εκμεταλλεύσεις που θεωρούνται βιώσιμες
verdichtetes Holzσυγκολλητό ξύλο
Wert der Bodenschätze,das Holz auf dem Stamm und die Ernte auf dem Halmαξία των αποθεμάτων ορυκτού πλούτου,άκοπης ξυλείας και εσοδείας πριν από τη συγκομιδή