Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Arabic
Basque
Belarusian
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Terms
for subject
Economy
containing
Handel
|
all forms
|
exact matches only
German
Greek
ambulanter
Handel
πλανόδιο εμπόριο
amtlicher
Handel
επίσημη αγορά
angegliederter
Handel
συνεργαζόμενο εμπόριο
Arbeitsgruppe Intra-AKP-
Handel
ομάδα εργασίας σχετικά με το εμπόριο μεταξύ χωρών AKE
Arbeitsgruppe Intra-AKP-
Handel
ομάδα εργασίας για το μεταξύ των χωρών ΑΚΕ εμπόριο
Ausschuss für
Handel
und Entwicklung
Επιτροπή για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη
Behinderung des rechtmäßigen
Handels
εμπόδιο στο νόμιμο εμπόριο
Beihilfe zugunsten des außergemeinschaftlichen
Handels
ενίσχυση εξαγωγών εκτός της Κοινότητας
Beziehung Landwirtschaft/
Handel
σχέση γεωργίας-εμπορίου
Extra-EU-
Handel
συναλλαγές εκτός της Ένωσης
fairer
Handel
θεμιτό εμπόριο
Förderung des
Handels
προώθηση των συναλλαγών
Gemischter Ausschuss für den
Handel
und die handelspolitische und wirtschaftliche Zusammenarbeit
μικτή επιτροπή για το εμπόριο και την εμπορική και οικονομική συνεργασία
gemäss den anständigen Gepflogenheiten in Gewerbe oder
Handel
σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία και το εμπόριο
Globalisierung des
Handels
εξάπλωση των συναλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο
Handel
innerhalb der Union
ενδοκοινοτικό εμπόριο
Handel
innerhalb der Union
ενδοκοινοτικές συναλλαγές
Handel
mit Agrarerzeugnissen
γεωργικές συναλλαγές
Handel
mit Tieren
κατάστημα ζώων συντροφιάς
Handel
nach Erzeugnissen
συναλλαγές κατά προϊόν
Handel
nach Ländergruppen
συναλλαγές κατά ομάδα χωρών
Handel
nach Ländern
συναλλαγές κατά χώρα
Handels
- und Entwicklungskonferenz der Vereinten Nationen
Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη
Handels
- und Entwicklungsrat
Συμβούλιο Εμπορίου και Ανάπτυξης
Handels
- und Verkehrsdienstleistungen
υπηρεσίες εμπορίου και μεταφορών
innergemeinschaftlicher
Handel
ενδοκοινοτικές συναλλαγές
innergemeinschaftlicher
Handel
ενδοκοινοτικό εμπόριο
integrierter
Handel
ολοκληρωμένο εμπόριο
Interimsabkommen über
Handel
und Handelsfragen
Ενδιάμεση συμφωνία για το εμπόριο και τα συνοδευτικά μέτρα
internationaler
Handel
διεθνές εμπόριο
Intra-EU-
Handel
συναλλαγές εντός της Ένωσης
Komplementarität des
Handels
συμπληρωματικότητα των συναλλαγών
koordinierter
Handel
διοικούμενο εμπόριο
Liberalisierung des
Handels
ελευθέρωση των συναλλαγών
Liberalisierung des
Handels
απελευθέρωση των συναλλαγών
Nord-Süd-
Handel
εμπορικές συναλλαγές Βορρά-Νότου
offener
Handel
ανοικτό εμπόριο
Ost-West-
Handel
εμπορικές συναλλαγές Ανατολής-Δύσης
Pilotprojekte zur Förderung der Kontakte zwischen KMU durch die Einführung neuer Technologien und moderner Managementmethoden im Sektor
Handel
und Vertrieb
Δοκιμαστικά σχέδια για την προώθηση των σχέσεων μεταξύ των ΜΜΕ, μέσω της εφαρμογής σύγχρονων μεθόδων διαχείρισης και νέων τεχνολογιών στον τομέα του εμπορίου και της διανομής
Protektionismus im internationalen
Handel
προστατευτισμός στο διεθνές εμπόριο
Rat für den
Handel
mit Waren
Συμβούλιο Εμπορευματικών Συναλλαγών
Regionalisierung des
Handels
περιφερειακή αποκέντρωση των συναλλαγών
Schwarzmeer-
Handels
- und Entwicklungsbank
Εμπορική και Αναπτυξιακή Τράπεζα του Ευξείνου Πόντου
selbstständiger
Handel
ανεξάρτητο εμπόριο
Spezialisierung des
Handels
εξειδίκευση των συναλλαγών
unerlaubter
Handel
παράνομη διακίνηση
Vorräte bei den Verwendern oder beim
Handel
αποθέματα που κρατούνται από τους χρήστες,τους χονδρέμπορους ή τους λιανοπωλητές
Wert der vom
Handel
weiterverkauften Waren in konstanten Preisen
αξία σε σταθερές τιμές των αγαθών που αγοράζονται για μεταπώληση από τους εμπορικούς κλάδους
Get short URL