DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject General containing Grund | all forms | exact matches only
GermanGreek
auf Grund des Dienstverhaeltnissesλόγω της σχέσεως εργασίας
auf Grund des Statuts geschaffene Einrichtungόργανο που προβλέπεται από τον κανονισμό
auf Grund dienstlicher Erfordernisse oder auf Grund von Betriebssicherheitsvorschriftenανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες ή τις απαιτήσεις των κανόνων ασφαλείας στον τόπο της εργασίας
Aufenthaltsgenehmigung aus humanitären Gründenάδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους
aufsichtsrechtlicher Grundλόγος προληπτικής εποπτείας
Auswahlverfahren auf Grund von Befaehigungsnachweisen oder Pruefungenδιαγωνισμός βάσει τίτλων ή εξετάσεων
Behandlung von Erkrankungen aus sozialen Gründenθεραπεία κοινωνικών ασθενειών
das Beschäftigungsverhältnis kann aus disziplinarischen Gründen fristlos gekündigt werdenη σύμβαση εργασίας μπορεί να λυθεί χωρίς προειδοποίηση για πειθαρχικούς λόγους
der Liberalisierungsstand,der auf Grund der vom Rat gefassten Beschluesse erreicht worden istτο επίπεδο ελευθερώσεως που έχει επιτευχθεί κατ'εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου
mit Gründen versehene Stellungnahmeαιτιολογημένη γνώμη
mit Gründen versehener Berichtαιτιολογημένη έκθεση
neun Mitglieder,die auf Grund ihrer allgemeinen Befaehigung ausgewaehlt werdenεννέα μέλη που επιλέγονται βάσει των γενικών τους προσόντων
ohne triftigen Grund ablehnenαρνούμαι χωρίς βάσιμο λόγο
Person,der der Aufenthalt aus humanitären Gründen gestattet wirdπρόσωπο στο οποίο έχει δοθεί άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους
soweit auf Grund des Artikels 136 nicht Sonderregelungen getroffen werdenμε την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων των θεσπιζομένων δυνάμει του άρθρου 136
unbezahlter Urlaub aus zwingenden persönlichen Gründenάδεια χωρίς αποδοχές για σοβαρούς προσωπικούς λόγους
Urlaub aus persönlichen Gründenάδεια για προσωπικούς λόγους
Zusammenfassung der Gründeσυνοπτική αιτιολογική έκθεση