DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Environment containing B | all forms | exact matches only
GermanGreek
andere Abfaelle mit anorganischen Chemikalien, z. B. Laborchemikalien a. n. g., Feuerloeschpulver¶λλα απόβλητα που περιέχουν ανόργανες χημικές ουσίες, π.χ χημικά εργαστηρίων μη άλλως προδιαγεγραμμένα, σκόνες πυροσβεστήρων
andere Abfaelle mit organischen Chemikalien, z. B. Laborchemikalien a. n. g.¶λλα απόβλητα που περιέχουν, οργανικές χημικές ουσίες, π.χ χημικά εργαστηρίων μη προδιαγραφόμενα άλλως
Anlage-B-Landχώρα του Παραρτήματος Β
b)Eindämmungσυγκράτηση
gesundheitliche Folge einer erhöhten UV-B-Strahlungεπίδραση της αυξημένης ακτινοβολίας UV-B στην υγεία
R 142b1,1,1-χλωροδιθφοροαιθάνιο
R 142b1,1,1-διφθοροχλωροαιθάνιο
R 142bδιφθορομονοχλωροαιθάνιο
UV-B-Strahlungακτινοβολία UV-B
Übereinkommen von BernΣύμβαση για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης