German | Greek |
a.c. | προ των γευμάτων |
a.c. | προ του γεύματος |
a)Durchwahl | απευθείας γραμμή,απευθείας πρόσβαση |
A-Fasern | α-ίνες |
A-Gestell | ικρίωμα σχήματος "A" |
A la carte | α λα καρτ |
a)Lärm | Θόρυβος |
a.m. | πρό μεσημβρίας |
a.m. | προ του μεσημβρινού φαγητού |
a.p. | πρόσθιο-οπίσθιο |
A-Punkt-Vermerk | σημείωμα σημείου "Α" |
aktiv an einer Übung Beteiligter | συμμετέχων στις ασκήσεις |
an Bord genommen | τοποθετημένο στο σκάφος |
an das Erasmus-Modell angelehnte europäische Initiative zum Austausch junger Offiziere während der Grundausbildung | ευρωπαϊκό Erasmus |
an den Alleinbietenden veräussert | πώληση στον υποβάλλοντα τη μοναδική προσφορά |
Anforderungen an den Informationsaustausch | απαιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών |
Angebot an qualifizierten Arbeitskräften | προσφορά εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού |
Angleichung an die Preistafel | ευθυγράμμιση επί των τιμοκαταλόγων |
Anpassung der Arbeitskräfte an die industriellen Wandlungsprozesse | προσαρμογή των εργαζομένων στις μεταβολές της βιομηχανίας |
anti-A Agglutinin | αντι-Α συγκολλητίνη |
Anti-A1-Antiserum | αντιορός αντι-Α1 |
Asylantrag an der Grenze | αίτηση ασύλου που υποβάλλεται στα σύνορα |
Atemschutzgerät mit A/P2-Filter für organische Dämpfe und schädlichen Staub | αναπνευστικό φίλτρο τύπου A/P2 για οργανικούς ατμούς και επιβλαβείς σκόνες |
Bedingung für die Verweisung an die nationalen Behörden | όροι παραπομπής στις εθνικές αρχές |
Behälter an einem gut gelüfteten Ort aufbewahren | το δοχείο να διατηρείται σε καλά αεριζόμενο μέρος |
Behälter an einem gut gelüfteten Ort aufbewahren | Σ9 |
Behälter an einem kühlen,gut gelüfteten Ort aufbewahren | διατηρείται σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος |
Behälter an einem kühlen,gut gelüfteten Ort aufbewahren | Σ3/9 |
Behälter dicht geschlossen an einem gut gelüfteten Ort aufbewahren | το δοχείο διατηρείται ερμητικά κλεισμένο και σε καλά αεριζόμενο μέρος |
Behälter dicht geschlossen an einem gut gelüfteten Ort aufbewahren | Σ7/9 |
Beteiligung an Ausschreibungen | συμμετοχή στο διαγωνισμό |
Beteiligung an Ausschreibungen | συμμετοχή σε διαγωνιστική διαδικασία |
Beteiligung an den gemeinsamen Unternehmen | συμμετοχή σε κοινές επιχειρήσεις |
Beteiligung der Gemeinschaft an der Finanzierung der Aktionen | κοινοτική συμμετοχή στη χρηματοδότηση των ενεργειών |
Bruch eines Kreislaufes infolge von Schaden an einer Durchfuehrung | ρήξη ενός κυκλώματος λόγω αστοχίας εξαρτήματος διελεύσεως |
die Abgeordneten sind weder an Auftraege noch an Anweisungen gebunden | οι αντιπρόσωποι δεν δεσμεύονται από οδηγίες ούτε δέχονται επιτακτική εντολή |
die Aufforderung an die anderen Voelker,sich diesen Bestrebungen anzuschliessen | καλώντας τους άλλους λαούς να συμμετάσχουν στην προσπάθειά τους |
die bei der Vorbereitung von oder im Anschluss an Operationen anfallenden gemeinsamen Kosten | κοινά έξοδα που προκύπτουν για την προετοιμασία των επιχειρήσεων ή κατόπιν αυτών |
die Kommission hoert den Ausschuss an | η Eπιτροπή συμβουλεύεται την επιτροπή |
die Kommission richtet entsprechende Empfehlungen an die betreffenden Mitgliedstaaten | για τον σκοπό αυτόν η Eπιτροπή απευθύνει συστάσεις προς τα ενδιαφερόμενα Kράτη μέλη |
die Mitglieder koennen an allen Sitzungen teilnehmen | τα μέλη της Eπιτροπής δύνανται να μετέχουν σε όλες τις συνεδριάσεις |
die Mitteilung dieser Handlung an den Klaeger | η κοινοποίηση της πράξεως αυτής στον προσφεύγοντα |
die Pruefung wird erforderlichenfalls an Ort und Stelle durchgefuehrt | ο έλεγχος ενεργείται εν ανάγκη επί τόπου |
Dienststelle Auslieferung an die übrigen Organe | Υπηρεσία Διανομής "`Αλλα όργανα" |
E 450a | δισόξινο πυροφωσφορικό νάτριο ; Ε 450 i ; Ε 450 α i |
E 450 a iii | πυροφωσφορικό νάτριο ; Ε 450 iii ; Ε 450 α iii |
E 450 a iv | πυροφωσφορικό κάλιο ; Ε 450 v ; Ε 450 α iv |
Einkommen aus dem Eigentum an inmateriellen Werten | εισόδημα από άυλα αγαθά |
Entschließung im Anschluß an eine Erklärung | ψήφισμα μετά από δήλωση |
Fließen,Schütteln,o.ä.kann zu elektrostatischer Aufladung führen | ως αποτέλεσμα ροής,αναταραχής,κτλ.,μπορεί να παραχθούν ηλεκτροστατικά φορτία |
Forderung an den Pensionsgeber | απαίτηση κατά του εκχωρούντος |
Forderungen an Kreditinstitute | απαιτήσεις κατά πιστωτικών ιδρυμάτων |
Forderungen an Kunden | απαιτήσεις κατά πελατών |
Forderungen aus dem selbst abgeschlossenen Versicherungsgeschäft an Versicherungsnehmer | απαιτήσεις από πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες κατά κατόχων ασφαλιστικών συμβολαίων |
Forderungen aus dem selbst abgeschlossenen Versicherungsgeschäft an Versicherungsvermittler | απαιτήσεις από πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες κατά ασφαλειομεσιτών |
Gemeinschaftsinitiative "Anpassung der Arbeitnehmer an den industriellen Wandel" | Προσαρμογή του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανική αλλαγή |
Gemeinschaftsinitiative für die Anpassung kleiner und mittlerer Unternehmen an den Binnenmarkt | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά την προσαρμογή των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στην ενιαία αγορά |
horizontales Schweissen an senkrechter Wand | οριζόντια συγκόλληση σε τοιχώματα |
Höchstzulässige Konzentration an Radionukliden | μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση ραδιονουκλεΐδίων |
I/A-Punkt-Vermerk | σημείωμα σημείου "Ι/Α" |
integriertes Grenzschutzsystem an den Aussengrenzen | ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων |
Internationale Getreide-Übereinkunft von 1967 a) Weizenhandels-Übereinkommen b) Nahrungsmittelhilfe-Übereinkommen | Σύμβαση "περί βοηθείας εις τρόφιμα" |
Internationales Übereinkommen zur Harmonisierung der Warenkontrollen an den Grenzen | Διεθνής Σύμβαση για την εναρμόνιση των ελέγχων των εμπορευμάτων στα σύνορα |
Konferenz im Anschluss an das ASEAN-Ministertreffen | Συνδιάσκεψη που ακολούθησε τη συνεδρίαση των Υπουργών του ASEAN ; Διάσκεψη που ακολουθεί τη σύνοδο των Υπουργών ASEAN |
Kontrollbehörde an den Aussengrenzen | αρχές ελέγχου στα εξωτερικά σύνορα |
Mitteilung an die Betreiber | έκθεση ύστερα από επιθεώρηση |
N/A DE | θέμα του συζυγικού βίου |
N/A DE | οικογένεια μονογραμμικής καταγωγής |
Nachforschung oder Nachprüfung an Ort und Stelle | επιτόπια έρευνα ή εξακρίβωση |
Nationales Aktionsprogramm zur Anpassung an den Klimawandel | εθνικό πρόγραμμα δράσης για την προσαρμογή |
Nettoverlust an zivilem Kernmaterial | καθαρή απώλεια πυρηνικού υλικού ειρηνικών εφαρμογών |
Nichtzulassung zur Teilnahme an einem Auswahlverfahren | απόρριψη υποψηφιότητας |
nur im Originalbehälter an einem kühlen,gut gelüfteten Ort aufbewahren | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό μέρος |
nur im Originalbehälter an einem kühlen,gut gelüfteten Ort,aufbewahren | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό μέρος |
Person,die an einer ansteckenden Krankheit leidet | άτομο προσβεβλημένο από μία μεταδοτική ασθένεια |
Prüfung an Ort und Stelle | επιτόπου έλεγχος |
Regionen an den Binnen-und Außengrenzen der Gemeinschaft | εσωτερικές και εξωτερικές παραμεθόριες περιφέρειες της Κοινότητας |
rsorgungsbedarf der Gemeinschaft an... | οι ανάγκες εφοδιασμού της Kοινότητο σε... |
sich an den Lasten der Anpassung beteiligen | μετέχει στα βάρη της αναπροσαρμογής |
Situation im Anschluss an eine Krise | υπό συνθήκες µετά από κρίση |
Strukturbeihilfen an Landwirte | διαρθρωτικές ενισχύσεις στους γεωργούς |
Teilnahme an den Ausschreibungen | συμμετοχή σε προσκλήσεις υποβολής προσφορών |
Urheberrechte an einer Veroeffentlichung oder einer oeffentlichen Mitteilung | περιουσιακά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που απορρέουν από δημοσίευση ή δημόσια ανακοίνωση |
Urheberrechte an einer Veröffentlichung oder einer öffentlichen Mitteilung | περιουσιακά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που απορρέουν από μια δημοσίευση |
verbriefte und unverbriefte Forderungen an verbundene Unternehmen | απαιτήσεις από συνδεδεμένες επιχειρήσεις, είτε υπάρχει γι'αυτές παραστατικός τίτλος είτε όχι |
Vergraben an Land | ταφή στο έδαφος |
von dem Zeitpunkt an,zu dem der Klaeger von dieser Handlung Kenntnis erlangt hat | υπολογιζομένων από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως |
vorgeschriebene Bevorratung von A-Waffen | προκαθορισμένα πυρηνικά αποθέματα |
waagerechtes Schweissen an senkrechter Wand | οριζόντια συγκόλληση σε τοιχώματα |
Änderungvorschläge an den zuständigen Ausschuss überweisen | αποστέλλω προτάσεις τροποποιήσεως στην αρμόδια επιτροπή |
Übertragung der Entscheidungsbefugnis an... | μεταβίβαση της αρμοδιότητας αποφάσεως σε... |
Übertragung staatlicher Mittel an die Industrie | μεταφορά κρατικών πόρων προς ένα τομέα |