DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject Finances containing 1 | all forms
GermanGreek
Abkommen über die Aufstellung eines Teils des Gemeinsamen Zolltarifs betreffend die Waren der Liste G im Anhang 1 des Vertrags zur Gründung der Europäischen Wirtschaftsgemeinschaft = Abkommen von RomΣυμφωνία περί καθορισμού τμήματος του Κοινού Δασμολογίου σχετικού με τα προϊόντα του πίνακα Ζ του προσαρτημένου στη συνθήκη ΕΟΚ
Bargeld/M1Bargeldabflußkoeffizientτραπεζογραμμάτια και κέρματα/Μ1δείκτης χρήματος
Daten auf Spur 1δεδομένα καναλιού 1
Eisenbahnfahrpreis 1. Klasseτιμή του σιδηροδρομικού εισιτηρίου πρώτης θέσεως
Geldvolumen M1προσφορά χρήματος Μ1
Gemeinschaftsinitiative zur Verbesserung der Vorbereitung von Unternehmen auf den Binnenmarkt in EFRE-Ziel 1-Gebietenκοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με την προετοιμασία των επιχειρήσεων στην προοπτική της ενιαίας αγοράς
Kategorie-1-SicherheitΠεριουσιακό στοιχείο πρώτης βαθμίδας
M1 = Bargeld und SichteinlagenΜ1 = νομισματική κυκλοφορία και καταθέσεις όψεως
M1/M3LiquiditätskoeffizientΜ1/Μ3συντελεστής ρευστότητας
Nichterledigung des Versandscheins T 1μη εξόφληση του παραστατικού T1
PIB/M1EinkommenskreislaufgeschwindigkeitΑΕγχΠ/Μ1ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος
1:20-Regelλόγος 1/20
Umtausch im Verhältnis 1:1ανταλλαγή ενός προς ένα
Umtausch im Verhältnis 1:1ανταλλαγή ενός έναντι ενός
Versandanmeldung T 1δήλωση αποστολής T1
Zeitpunkt der Registrierung des Versandpapiers T 1ημερομηνία καταχώρησης της δήλωσης T1