Subject | Swedish | Greek |
comp., MS | absolut adress | πραγματική διεύθυνση |
comp., MS | absolut adress | απόλυτη διεύθυνση |
phys.sc. | absolut akustisk trycknivå | απόλυτη στάθμη ηχητικής πίεσης |
agric., chem. | absolut alkohol | απόλυτο οινόπνευμα |
agric., chem. | absolut alkohol | άνυδρη αλκοόλη; απόλυτη αλκοόλη |
med. | absolut alkohol | απόλυτος αλκοόλη |
stat., scient. | absolut avvikelse | απόλυτη απόκλιση |
IT, tech. | absolut bildkommando | απόλυτη οδηγία |
IT, tech. | absolut bildkommando | απόλυτη εντολή |
IT, dat.proc. | absolut cell | απόλυτο κελί |
IT, dat.proc. | absolut cell | απόλυτη κυψέλη |
IT, dat.proc. | absolut cellreferens | απόλυτη αναφορά κυψέλης |
comp., MS | absolut cellreferens | απόλυτη αναφορά κελιού |
met. | absolut densitet | απόλυτη πυκνότητα |
chem. | absolut detektionsgräns | απόλυτο όριο ανιχνεύσεως |
stat., scient. | absolut differens | απόλυτη διαφορά |
commun. | absolut effektnivå | απόλυτη στάθμη ισχύος |
el. | absolut effekttäthetsnivå | απόλυτη στάθμη πυκνότητας ισχύος |
market. | absolut ensamrätt | πλήρης αποκλειστικότητα |
el. | absolut fel | απόλυτο σφάλμα |
earth.sc., mech.eng. | absolut filtreringsgrad | βαθμός διηθήσεως |
earth.sc., mech.eng. | absolut filtreringsgrad | απόλυτη ικανότητα διηθήσεως |
earth.sc., mech.eng. | absolut filtreringsgrad | μέγιστη διάμετρος διερχόμενου σωματιδίου |
chem. | absolut filtreringsgrad | απόλυτη επιφανειακή συγκράτηση |
earth.sc., mech.eng. | absolut flödeslinje | απόλυτη ρευματική γραμμή,απόλυτη γραμμή ροής |
agric., tech. | absolut formkvot | απόλυτος συντελεστής μορφής |
agric., tech. | absolut formtal | μορφάριθμος άνωθεν του στηθιαίου ύψους |
stat. | absolut frekvens | συχνότητα τάξεως |
stat. | absolut frekvens | συχνότητα φατνίου |
stat. | absolut frekvens | απόλυτη συχνότητα |
tech. | absolut frekvensdeviation | απόκλιση συχνότητας |
commun., transp. | absolut främre och bakre lutning | απόλυτη κλίση |
life.sc., tech. | absolut fuktighet | απόλυτος υγρασία αέρος |
life.sc., tech. | absolut fuktighet | απόλυτη υγρασία |
el. | absolut fältstyrka | απόλυτη ένταση πεδίου |
el. | absolut fördröjning | απόλυτη καθυστέρηση |
stat., tech. | absolut genomsnittlig avvikelse | μέση απόλυτη απόκλιση |
econ., account. | absolut gräns | υποχρεωτικό όριο |
met. | absolut hårdhet | απόλυτη σκληρότητα |
el. | absolut högsta belastning | απόλυτες μέγιστες τιμές |
el. | absolut högsta värde | Απολύτως μέγιστη τιμή |
commun., tech. | absolut höjdmätare | απόλυτο υψόμετρο |
health. | absolut hörtröskel | απόλυτο κατώφλι ακουστικότητας |
life.sc. | absolut instabilitet | απόλυτη αστάθεια |
IT, dat.proc. | absolut intervallreferens | αρχική διεύθυνση αναφερόμενης περιοχής |
IT | absolut koordinat | απόλυτη συντεταγμένη |
stat., tech. | absolut linjär medelavvikelse | μέση απόλυτη απόκλιση |
earth.sc. | absolut luminanströskel | απόλυτο κατώφλι φωτισμού |
IT | absolut läge | απόλυτος εντοπισμός |
comp., MS | absolut länk | απόλυτη σύνδεση |
nat.sc. | absolut magnitud | απόλυτο μέγεθος |
law, market. | absolut majoritet | απόλυτη πλειοψηφία δύο τρίτων |
econ. | absolut majoritet | απόλυτη πλειοψηφία |
gen. | absolut majoritet | με απόλυτη πλειοψηφία |
polit. | absolut majoritet av de avgivna rösterna | απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων |
polit. | absolut majoritet av de avgivna rösterna | απόλυτη πλειοψηφία των εκπεφρασμένων ψήφων |
polit. | absolut majoritet av sina ledamöter | απόλυτη πλειοψηφία των μελών από τα οποία απαρτίζεται |
life.sc., agric. | absolut markfuktighet | απόλυτη υγρασία του εδάφους |
el. | absolut maximalt värde | Απολύτως μέγιστη τιμή |
el. | absolut medeleffektnivå | μέση απόλυτη στάθμη ισχύος |
tech. | absolut mätfel | απόλυτο λάθος ακρίβειας οργάνου μέτρησης |
earth.sc., life.sc. | absolut månadsmaximumtemperatur | απόλυτη μέγιστη μηνιαία θερμοκρασία |
earth.sc., life.sc. | absolut månadsminimumtemperatur | απόλυτη ελάχιστη μηνιαία θερμοκρασία |
stat., scient. | absolut mått | απόλυτο μέτρο |
insur. | absolut nettokostnad | τελική καθαρή ζημία |
commun. | absolut nivå | απόλυτη στάθμη ισχύος |
el. | absolut noggrannhet | απόλυτη ορθότητα |
phys.sc., tech. | absolut nollpunkt | απόλυτο μηδέν |
IT, dat.proc. | absolut notation | απόλυτη σημείωση |
law | absolut obehörighet | απόλυτη αναρμοδιότητα |
comp., MS | absolut pekdon | απόλυτη συσκευή κατάδειξης |
earth.sc., el. | absolut permeabilitet | απόλυτη διαπερατότητα |
phys.sc. | absolut permittivitet | επιτρεπτότητα |
phys.sc. | absolut permittivitet | απόλυτη επιτρεπτότητα |
comp., MS | absolut placering | απόλυτη τοποθέτηση |
commun. | absolut radiofrekvens | απόλυτη ραδιοσυχνότητα |
IT, dat.proc. | absolut radreferens | απόλυτη αναφορά γραμμής |
stat. | absolut risk | απόλυτος κίνδυνος ή απόλυτο ρίσκο |
law | absolut rätt | απόλυτο δικαίωμα |
life.sc. | absolut salthalt | απόλυτη αλατότητα |
el. | absolut selektivt reläskyddssystem | κατευθυντήριος προστασία διά της συγκρίσεως σημάτων |
law | absolut sista datum för fullgörande | αποκλειστική προθεσμία |
stat. | absolut skillnad | απόλυτη διαφορά |
commun., el. | absolut spänningsnivå | απόλυτη στάθμη τάσης |
earth.sc., life.sc. | absolut stabilitet | απόλυτη ευστάθεια |
health. | absolut sterilitet | μικροβιολογική στειρότητα |
life.sc. | absolut strömlinje | απόλυτοι τροχιαί |
earth.sc., mech.eng. | absolut strömningslinje | απόλυτη ρευματική γραμμή,απόλυτη γραμμή ροής |
comp., MS | absolut säkerhetsbeskrivning | απόλυτη περιγραφή ασφαλείας |
IT | absolut sökväg | απόλυτο όνομα διαδρομής |
comp., MS | absolut sökväg | απόλυτη διαδρομή |
IT, dat.proc. | absolut tabulering | απόλυτη στηλοθέτηση |
phys.sc. | absolut temperatur | θερμοδυναμική θερμοκρασία |
phys.sc. | absolut temperatur | απόλυτη θερμοκρασία |
transp., tech. | absolut topphöjd | απόλυτη οροφή |
nat.sc., industr., construct. | absolut torr ved | ξύλο αποξηραμένο σε κλίβανο |
nat.sc., industr., construct. | absolut torr ved | απόλυτα ξηρό ξύλο |
tech., mech.eng. | absolut tryck | απόλυτη πίεση |
comp., MS | absolut URL | απόλυτη διεύθυνση URL |
life.sc. | absolut virvelstyrka | απόλυτος στρόβιλος |
nat.sc. | absolut viskositet | δυναμικό ιξώδες |
nat.sc. | absolut viskositet | απόλυτο ιξώδες |
life.sc. | absolut vorticitet | απόλυτος στρόβιλος |
stat., scient. | absolut väntevärdesriktig estimator | απόλυτα αμερόληπτη εκτιμήτρια |
stat. | absolut väntevärdesriktig estimator | απόλυτααμερόληπτος εκτιμητής |
stat. | absolut värde | σε απόλυτες τιμές |
earth.sc., life.sc. | absolut årstemperatursvängning | απόλυτο ετήσιο θερμομετρικό εύρος |
IT, dat.proc. | delvis absolut referens | ημι-απόλυτη αναφορά |
IT, dat.proc. | icke-absolut koordinat | σχετική συντεταγμένη |
IT, dat.proc. | icke-absolut koordinat | μη απόλυτη συντεταγμένη |
life.sc. | konstant absolut rotationstrajektoria | τροχιά σταθερού απόλυτου στροβίλου |
transp. | körning med iakttagande av absolut bromssträcka | οδήγηση οχημάτων σε απόσταση διαστήματος απολύτου φρεναρίσματος |
polit. | med absolut majoritet av de avgivna rösterna | με την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων |
transp., mater.sc. | regulator för absolut tryck | διάταξη ελέγχου απόλυτης πίεσης |
stat. | studentiserad maximum absolut avvikelse | studentised μεγίστη απόλυτη απόκλιση |
tech. | summa av absolut mätfel och nollpunktsfel | ολικό λάθος ακρίβειας οργάνου μέτρησης |
earth.sc., life.sc. | ungefärlig absolut temperaturskala | προσεγγιστική απόλυτη θερμομετρική κλίμακα |