Subject | Swedish | Greek |
mater.sc., el. | abonnent med kort utnyttjandetid | καταναλωτής χαμηλού συντελεστού φορτίου |
mater.sc., el. | abonnent med kort utnyttjandetid | καταναλωτής με χαμηλό συντελεστή φόρτισης |
mater.sc., el. | abonnent med kort utnyttjningstid | καταναλωτής με χαμηλό συντελεστή φόρτισης |
mater.sc., el. | abonnent med kort utnyttjningstid | καταναλωτής χαμηλού συντελεστού φορτίου |
mater.sc., el. | abonnent med lång utnyttjandetid | καταναλωτής υψηλού συντελεστού φορτίου |
mater.sc., el. | abonnent med lång utnyttjandetid | καταναλωτής με υψηλό συντελεστή φόρτισης |
mater.sc., el. | abonnent med lång utnyttjningstid | καταναλωτής με υψηλό συντελεστή φόρτισης |
mater.sc., el. | abonnent med lång utnyttjningstid | καταναλωτής υψηλού συντελεστού φορτίου |
commun., IT | abonnent-och ledningsövervakning | εποπτεία συνδρομητή και αρτηρίας |
commun., IT | anropande abonnent med prioritet | καλών συνδρομητής με προτεραιότητα |
commun., IT | avvisad abonnent-fil | αρχειοφάκελος απορριπτόμενων σειριακών αριθμών |
commun., IT | avvisad abonnent-fil | αρχείο απορριπτόμενων σειριακών αριθμών |
commun., IT | delvis avstängd abonnent | ημιπεριορισμένος συνδρομητής |
commun. | fast abonnent | σταθερός συνδρομητής |
commun. | lokal abonnent-switch | μεταγωγέας τοπικής γραμμής |
commun. | MCMC-abonnent | συνδρομητής MCMC |
IT | modulpar för analog abonnent | ζεύγος δομικών ενοτήτων αναλογικών συνδρομητών |
IT | numret saknar abonnent | ο αριθμός δεν υπάρχει |
commun., IT | PABX-abonnent | συνδρομητής αυτόματου συνδρομητικού κέντρου |
commun., IT | privat abonnent | οικιακός συνδρομητής |
tech., el. | provkoppel av typ abonnent till abonnent | δοκιμαστική κλήση τύπου συνδρομητή προς συνδρομητή |
stat., commun., scient. | påringad abonnent | ο καλούμενος |
stat., commun., scient. | påringad abonnent | ο καλούμενος συνδρομητής |
commun., IT | påringande abonnent | καλών |
commun., IT | påringande abonnent | συνδρομητής |
stat., commun., scient. | påringande abonnent | ο καλών |
stat., commun., scient. | påringande abonnent | ο καλών συνδρομητής |
commun. | vidarekoppling vid icke nåbar abonnent | προώθηση κλήσης σε περίπτωση μη προσιτού συνδρομητή |