Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
English
German
Greek
Japanese
Russian
Terms
for subject
Health care
containing
A
|
all forms
|
exact matches only
Dutch
Greek
a
1-antitrypsine deficiëntie
έλλειψη α1-αντιθρυψίνης
A
gewogen geluidblootstelling
ηχοέκθεση στην Α-στάθμη ηχητικής πίεσης
A
gewogen geluidblootstelling
ηχοέκθεση στην Α-ηχοστάθμη
A
gewogen geluiddruk
Α-στάθμη ηχητικής πίεσης
A
gewogen geluiddruk
Α-ηχοστάθμη
dagelijks
A
gewogen geluidblootstelling
ημερήσια ηχοέκθεση στην Α-στάθμη ηχητικής πίεσης
dagelijks
A
gewogen geluidblootstelling
ημερήσια ηχοέκθεση στην Α-ηχοστάθμη
gelijkwaardig aanhoudend
A
-gewogen geluiddrukpeil
ισοδύναμη Α-σταθμισμένη συνεχής στάθμη ηχητικής πίεσης
hepatitis
A
ηπατίτιδα Α
influenza
A
H1N1
γρίπη A
H1N1
nieuwe influenza
A
H1N1
γρίπη από το νέο ιό Α
Η1Ν1
nieuwe influenza
A
H1N1
γρίπη ανθρώπου-χοίρου
nieuwe influenza
A
H1N1
βορειοαμερικανική γρίπη
nieuwe influenza
A
H1N1
v
γρίπη ανθρώπου-χοίρου
nieuwe influenza
A
H1N1
v
γρίπη από το νέο ιό Α
Η1Ν1
nieuwe influenza
A
H1N1
v
βορειοαμερικανική γρίπη
stralingsmedewerker categorie
A
εργαζόμενοι σε ραδιενεργό περιβάλλον-κατηγορία Α-
V&
A
inzake intrekking van aanvraag
ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την απόσυρση της αίτησης
V&
A
inzake weigering
ερωτήσεις και απαντήσεις σχετικά με την απόρριψη
verbod t.
a
.v.de betrokken diersoort
απαγόρευση που έχει σχέση με το συγκεκριμένο είδος
Get short URL