Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Portuguese
Russian
Spanish
Swedish
Terms for subject
Earth sciences
containing
v
|
all forms
|
exact matches only
Danish
Greek
C/
V
-meter
μετρητής C-V
C/
V
-måling
χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης
C/
V
-målingspunkt
θρόμβος χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης
C/
V
-målingspunkt
θρόμβος C-V
damp-
v
δgtandel
τίτλος ατμού
damp-
v
δgtandel
ξηρότητα ατμού
fokusering
v
.h.a.bølgelinse
εστíαση τÙπου φακών
højfrekvens C/
V
-måling
υψίσυχνη χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης
højfrekvens C/
V
-måling
υψίσυχνη C-V
III-
V
forbindelse
ημιαγωγóς σÙνθεσης III-V
inverteret
V
-fænomen
φαινόμενο αντίστροφου V
jordet C/
V
-måling
μέτρηση γειωμένης χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης
kondensator med
v
δskesamler
συμπυκνωτής συλλέκτης
kvasistatisk C/
V
-måling
οιονεί στατική χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης
l/
v
-detektor
ανιχνευτής 1/υ
p-
v
diagram
διάγραμμα P-V
p-
v
diagram
διάγραμμα πίεσης-όγκου
rampekvasistatisk C/
V
-måling
διακλιτική μέθοδος στατικής χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης
rampekvasistatisk C/
V
-måling
διακλιτική μέθοδος οιονεί στατικής C-V
stempelpumpe med cylindre i
V
form
αντλία εμβόλων με κυλίνδρους σε διάταξη "V"
svævende C/
V
-måling
μέτρηση γηστερούς χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης
V
-blok
μαγνητικό V
V
-dal
κοιλάδα σχήματος V
V
-formet lavtryk
ύφεση σε σχήμα V
V
-formseffekt
επίδραση διέδρου γωνίας
V
-formseffekt
επίδραση διέδρου
V
-klemspænding
τάση τερματικού
V
-netækvivalent
δικτύωμα
v
δske-damp blanding
μίγμα υγρού-ατμού
v
δskeledning
γραμμή υγρού
v
δskeledning
αγωγός υγρού
v
δskestandsglas
υδροδείκτης
v
δskestandsriser
δείκτης στάθμης υγρού
visuel nyttevirkning
V
σχετική φωτιστική απόδοση
Get short URL