DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Finances containing vægt | all forms | exact matches only
DanishGreek
de nye euromønters diameter, tykkelse, vægt, farve, sammensætning og randδιάμετρος, πάχος, βάρος, απόχρωση, σύνθεση του κράματος και στεφάνη των νέων κερμάτων σε ευρώ
ikke-automatisk vægtόργανο ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας
ikke-automatisk vægtμη αυτόματη συσκευή ζύγισης
national centralbanks vægt i fordelingsnøglenστάθμιση που δίδεται σε μια εθνική κεντρική τράπεζα στην κλείδα κατανομής
nettovægt eller vægtκαθαρό βάρος
omregning til levende vægtτιμή αφορολόγητου ζώντος βάρους
vare, der sælges i løs vægtπροϊόν που πωλείται χύμα
varigheds-vægtet matchet positionθέση αντιστοιχισμένη σταθμισμένη βάσει του δείκτη διάρκειας
varigheds-vægtet umatchet positionθέση μη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη βάσει του δείκτη διάρκειας
vægt med flere vejeområderόργανο με περισσότερες περιοχές ζύγισης
vægt med kun ét vejeområdeόργανο με μία περιοχή ζύγισης
vægt med prisetiketteόργανο με δυνατότητα έκδοσης ετικετών με τις τιμές των προϊόντων
vægt med prisetiketteτιμογραφικός ζυγός
vægtet gennemsnitlig dag-til-dag renteμέσο σταθμικό επιτόκιο καταθέσεων overnight
vægtet gennemsnitlig levetidσταθμισμένη μέση διάρκεια ζωής
vægtet gennemsnitlig løbetidσταθμισμένη μέση ληκτότητα
vægtet gennemsnitlig restlevetidσταθμισμένη μέση διάρκεια ζωής
vægtet gennemsnitsafkast af porteføljeσταθμισμένη μέση απόδοση χαρτοφυλακίου
vægtet gennemsnitsrenteμέσο σταθμικό επιτόκιο καταθέσεων overnight
vægtet matched positionαντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση
vægtet unmatched positionμη αντιστοιχισμένη σταθμισμένη θέση