DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Finances containing udbuds | all forms
DanishGreek
begrænset frit udbudκλειστός διαγωνισμός εκτιμήσεως προσφορών
begrænset udbudκλειστός διαγωνισμός εκτιμήσεως προσφορών
begrænset udbud - hasteprocedureκατεπείγουσα κλειστή διαδικασία
begrænset udbud ved handel på fixingμειωμένη ζήτηση
deltage i udbudσυμμετοχή στο διαγωνισμό
efterspørgslen højere end udbuddetυπερζήτηση τίτλων
geografisk afgrænset offentligt frit udbudπροκήρυξη ανοικτού διαγωνισμού, που πραγματοποιείται σε γεωγραφικά καθορισμένη περιοχή
iværksættelse af udbudτεχνική και οικονομική μελέτη
lange værdipapirer i løbende udbudσυνεχής προσφορά κινητών αξιών
mini-udbudμίνι διαγωνισμός
offentligt udbudδημοπρασία
prækommercielt udbudπρο-εμπορικές δημόσιες συμβάσεις
registrering af nyemission uden udbud af hele emissionenσύστημα προσφοράς μετοχών
udbud af allerede udstedte værdipapirerδημόσια προσφορά στη δευτερεύουσα αγορά
udbud af ton-kilometer pr. ansatλόγος "προσφερόμενο τονοχιλιόμετρο ανά υπάλληλο"
udbud til salgπροσφορά προς πώληση