DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Chemistry containing m | all forms | exact matches only
DanishGreek
brænding m.vandret flammeοριζόντιο ψήσιμο
flise m.en rundet kantπλακίδιο με στρογγυλεμένο άκρο
fuge parallelt m.trappeμε διάταξη παράλληλη στη σκάλα
fuge parallelt m.trappeløbμε διάταξη παράλληλη στη σκάλα
M-faktorπολλαπλασιαστικός συντελεστής
M0O3μολυβδαινικός ανυδρίτης
M.S.-kolonneστήλη MS
M.S.-kolonneμοριακό κόσκινο
pudset m.stålpudsebrætλειασμένο στρώμα κονιάματος
tavle m.farveprøverκατάλογος δειγμάτων,καρτέλλα δειγμάτων
5-tert-butyl-2,4,6-trinitro-m-xylenβουτυλο-2,4,6-τρινιτρο-μ-ξυλένιο μοσχοξυλένιο