DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Chemistry containing los | all forms
DanishGreek
Børst løse partikler bort fra huden.Αφαιρέστε προσεκτικά τα σωματίδια που έχουν μείνει στο δέρμα.
Børst løse partikler bort fra huden. Skyl under koldt vand/anvend våde omslag.Αφαιρέστε προσεκτικά τα σωματίδια που έχουν μείνει στο δέρμα. Πλύντε με άφθονο δροσερό νερό/τυλίξτε με βρεγμένους επιδέσμους.
løs del til rørlægningσύνδεσμος σωλήνων
løs del til rørlægningτεμάχιο σύνδεσης
løst terrænασταθές έδαφος
skive af løse,hele lagελεύθερος δίσκος λείανσης
værktøj med løse deleκαλούπι με κινητά μέρη