Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Danish
English
Finnish
French
Greek
Russian
Terms
for subject
Labor law
containing
f
|
all forms
Danish
Greek
EF
-aktion, for så vidt angår Kommissionens aktiviteter i forbindelse med analyse, forskning, samarbejde og aktioner på beskæftigelsesområdet
Κοινοτική δράση σχετικά με την ανάλυση, την έρευνα, τη συνεργασία και τη δράση της Επιτροπής στον τομέα της απασχόλησης
EF
-erhvervskort
ευρωπαϊκό επαγγελματικό δελτίο
EF
-erhvervskort
ευρωπαϊκή κάρτα επαγγέλματος
EF
-handlingsprogram på mellemlang sigt for lige muligheder for mænd og kvinder
Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών
EF
-initiativ om "Beskæftigelse og udvikling af menneskelige ressourcer"
Κοινοτική πρωτοβουλία "Απασχόληση και ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού"
rammepolitik for beskæftigelse i
EF
κοινοτικό πλαίσιο για την απασχόληση
retningslinjer for en
EF
-arbejdsmarkedspolitik
κατευθυντήριες γραμμές για Κοινοτική πολιτική αγοράς εργασίας
Get short URL