DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Technology containing f | all forms
DanishGreek
Det Blandede Udvalg: EF-Australien gensidig anerkendelse af overensstemmelsesvurdering, -certificering og -mærkningΜεικτή επιτροπή ΕΚ-Αυστραλίας αμοιβαία αναγνώριση σχετικά με την αξιολόγηση πιστότητας, τα πιστοποιητικά και τη σήμανση πιστότητας
EF-attest for første typeafprøvningβεβαίωση "EK" αρχικής δοκιμής τύπου
EF-certificering af referencematerialeπιστοποίηση ΕΚ για ένα υλικό αναφοράς
EF-overensstemmelseserklæring fra fabrikantenδήλωση πιστότητας "EK" του κατασκευαστή
EF-overensstemmelsesmærke baseret på attestering udført af et autoriseret organσήμα πιστότητας "EK" βασιζόμενο σε πιστοποίηση από αναγνωρισμένο οργανισμό
EF-overensstemmelsesmærke baseret på fabrikantens overensstemmelseserklæringσήμα πιστότητας "EK" βασιζόμενο στη δήλωση του κατασκευαστή
EF-typeattestπιστοποιητικό πιστότητας "EK"