DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Environment containing effektiv | all forms | exact matches only
DanishGreek
Flerårigt program for teknologiske aktioner til fremme af ren og effektiv udnyttelse af fast brændselΠολυετές πρόγραμμα τεχνολογικών δράσεων για την προώθηση της αντιρρυπαντικής και αποδοτικής χρησιμοποίησης των στερεών καυσίμων
økologisk effektivt centerκέντρο που λειτουργεί με οικολογικά κριτήρια