DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Food industry containing B | all forms
DanishGreek
E 150 bκαυστικό θειώδες καραμελόχρωμα ; Ε 150 β
E 927 bκαρβαμίδιο ; Ε 927 β
E 160 bανάττο, μπιξίνη, νορμπιξίνη ; Ε 160 β
E 553 bτάλκης ; Ε 553 β; τάλκης χωρίς αμίαντο ; Ε 553 β
E 479 bθερμικώς οξειδωμένο σογιέλαιο που έχει αντιδράσει με μονο- και διγλυκερίδια λιπαρών οξέων ; Ε 479 β
E 470 bάλατα μαγνησίου λιπαρών οξέων ; Ε 470 β
E161bξανθοφύλλη