DictionaryForumContacts

   Danish
Terms for subject Finances containing åben | all forms | exact matches only
DanishGreek
ab fabrikστο εργοστάσιο
ab fabrikεμπόρευμα παραδοτέο στο εργοστάσιο
ab kajστην αποβάθρα
ab kajπαραδοτέο εκ της αποβάθρας
ab skibπαραδοτέο εκ του πλοίου "ex ship"
ab skibεκ του πλοίου
aftale med åben renteσύμβαση αvoικτoύ επιτoκίoυ
fakturapris ab fabrikτιμή τιμολογίου στη θύρα του εργοστασίου
leveret ab kaj told betaltπαραδοτέο εκ της αποβάθρας
leveret ab kaj told betaltστην αποβάθρα
leveret ab skibεκ του πλοίου
leveret ab skibπαραδοτέο εκ του πλοίου "ex ship"
åben investeringsforeningαμοιβαίο κεφάλαιο ανοιχτού τύπου
åben investeringsforeningεταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου,κυμαινόμενου κεφαλαίου
åben kontraktανοιχτά συμβόλαια
åben nettopositionκαθαρή ανοικτή θέση
åben nettoposition i ECUκαθαρή ανοικτή θέση σε Ecu
åben overførselανοικτή μεταφορά
åben valutapositionανοικτή συναλλαγματική θέση
åbent depotλογαριασμός κινητών αξιών προς διαχείριση
åbent depotλογαριασμός ασφαλούς φύλαξης
åbent pantebrevανοικτή υποθήκη