DictionaryForumContacts

   Czech
Terms for subject Transport containing řízení | all forms | exact matches only
CzechGreek
abnormální řízeníμη κανονικός έλεγχος
automatická hlasová informační služba koncové řízené oblastiφωνητική αυτόματη υπηρεσία πληροφοριών τερματικού
automatická informační služba koncové řízené oblasti datovým spojemαυτόματη υπηρεσία πληροφοριών τερματικού μέσω ζεύξης δεδομένων
automatická informační služba v koncové řízené oblastiυπηρεσία αυτόματων τερματικών πληροφοριών
automatická informační služba v koncové řízené oblastiαυτόματο σύστημα πληροφοριών τερματικού
doba výcviku ve dvojím řízeníχρόνος εκπαίδευσης σε διπλό χειρισμό
evropská síť řízení letového provozuΕυρωπαϊκό δίκτυο Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας
evropský systém řízení železničního provozuΕυρωπαϊκό Σύστημα Διαχείρισης της Σιδηροδρομικής Κυκλοφορίας
instrukce řízení letového provozuοδηγία ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας
integrované řízení pobřežních zónολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών
letadlo řízené počítačemαεροσκάφος ελεγχόμενο μέσω του υπολογιστή
letištní služba řízeníυπηρεσία ελέγχου αεροδρομίου
letištní služba řízeníεξυπηρέτηση ελέγχου αεροδρομίου
nevratný systém řízeníσύστημα ελέγχου μη αντιστρεπτής λειτουργίας
nevratný systém řízeníσύστημα μη αντιστρεπτού ελέγχου
nevratný systém řízeníμη αναστρέψιμο σύστημα ελέγχου
oblastní služba řízeníυπηρεσία ελέγχου περιοχής
oblastní služba řízeníεξυπηρέτηση ελέγχου περιοχής
odtržení řízeníαπεμπλοκή χειριστηρίων
rozsah výchylky řízeníέλεγχος πηδαλίου
služba řízení letového provozuυπηρεσία ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας
služba řízení letového provozuέλεγχος εναέριας κυκλοφορίας
služba řízení letového provozuεξυπηρέτηση ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας
stanoviště řízení letového provozuμονάδα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας
stanoviště řízení letového provozuμονάδα ΕΕΚ
světlomet pohyblivý v závislosti na řízeníφανός στροφής
systém automatického řízení letuαυτόματο σύστημα ελέγχου πτήσης
systém řízení bezpečnostiσύστημα διαχείρισης ασφαλείας
systém řízení letuσύστημα ελέγχου πτήσης
systém řízení letu pasivní při porušeσύστημα ελέγχου πτήσης με παθητική λειτουργία υπό αστοχία
systém řízení letu provozuschopný při porušeσύστημα ελέγχου πτήσης λειτουργικό σε αστοχία
vratný systém řízeníαναστρέψιμο σύστημα ελέγχου
Výbor NATO pro řízení letového provozuΕπιτροπή Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας
zkouška automatického řízeníρομποτική δοκιμή
úhel nastavení páky řízení motoruγωνία μοχλού ισχύος
řízené letištěελεγχόμενο αεροδρόμιο
řízení dopravyδιαχείριση της κυκλοφορίας
řízení letového provozuέλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας