DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Economy containing setores | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
a situação económica geral e a situação do setor em causaη γενική οικονομική κατάσταση και η κατάσταση του σχετικού τομέως
apoio ao setor privadoστήριξη του ιδιωτικού τομέα
apoio orçamental ao setor da saúdeβοήθεια του προϋπολογισμού στον τομέα της υγείας
aquisições e vendas de bens e serviços do setor das administrações públicasαγορές και πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών από τον τομέα του δημοσίου
Centro de desenvolvimento do setor privadoκέντρο για την ιδιωτική ανάπτυξη
consumo intermédio de serviços bancários não discriminados por setor utilizadorενδιάμεση ανάλωση τραπεζικών υπηρεσιών που δεν έχουν ταξινομηθεί κατά τομέα χρήσης
contas de setoresλογαριασμοί των τομέων
contas dos setores empregadoresλογαριασμοί του τομέα των εργοδοτών
contribuições sociais efetivas por setor destinatário e por tipo de contribuiçõesπραγματικές κοινωνικές εισφορές κατά τομέα προορισμού και κατά είδος
convenção coletiva ao nível de um setor de atividadeσυλλογική σύμβαση σε επίπεδο τομέα δραστηριότητας
despesas emprego do setor das administrações públicas por funções e operaçõesδαπάνεςχρήσειςτου τομέα του δημοσίου κατά σκοπό και κατά είδος συναλλαγής
empresas do setor privadoεπιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα
enquadramento aplicável aos auxílios ao setor das fibras sintéticasπλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των συνθετικών ινών
financiamento do setor imobiliárioχρηματοδότηση της αγοράς ακινήτων
informações contabilísticas por setores χρηματοοικονομικές πληροφορίες κατά τομέα
interveniente do setor turísticoβασικός συντελεστής του τουριστικού τομέα
liquidez do setor interno não bancárioρευστότητα του εγχώριου μή τραπεζικού τομέα
não discriminados por setorχωρίς ταξινόμηση κατά τομέα
parceria setor público/setor privadoσύμπραξη / κοινοπραξία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
participação a longo prazo no setor industrialμακροπρόθεσμη συμμετοχή στο βιομηχανικό τομέα
poupança dos setores a que pertencem os trabalhadoresαποταμίευση των τομέων στους οποίους ανήκουν οι εργοδότες
prestações sociais por setor de proveniência e por tipo de prestaçõesκοινωνικές παροχές κατά τομέα προέλευσης και κατά είδος
profissional do setor imobiliárioεπιχείρηση που δραστηριοποιείται στην αγορά ακινήτων
Projetos-piloto para promover as ligações entre PME através da implementação de métodos modernos de gestão e de novas tecnologias no setor do comércio e distribuiçãoΔοκιμαστικά σχέδια για την προώθηση των σχέσεων μεταξύ των ΜΜΕ, μέσω της εφαρμογής σύγχρονων μεθόδων διαχείρισης και νέων τεχνολογιών στον τομέα του εμπορίου και της διανομής
ramo do setor comercial ou industrialκλάδος του εμπορικού ή βιομηχανικού τομέα
ramos e setores produtoresτομείς και κλάδοι παραγωγής
repartição por setor dos diferentes tipos de reservas técnicas de segurosκατανομή κατά τομείς των διαφόρων τύπων τεχνικών ασφαλιστικών αποθεματικών
rácio do défice do setor público em relação ao PIBλόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕγχΠ
rácio do défice do setor público em relação ao PIBμέσος λόγος του ελλείμματος του ευρύτερου κυβερνητικού τομέα προς το ΑΕΠ
saldos dos ativos e passivos financeiros dos diferentes setores da economia nacionalκαθαρές μεταβολές των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων όλων των άλλων τομέων της εθνικής οικονομίας
setor agrícolaγεωργικός τομέας
setor básicoβασικός τομέας
setor com excesso de capacidadeβιομηχανία με πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα
setor credorπιστωτικός τομέας
setor de atividadeκλάδος οικονομικής δραστηριότητας
setor de atividadeοικονομικός κλάδος
setor de atividadeοικονομικός τομέας
setor de atividade do mutuárioτομέας δραστηριότητας του δανειολήπτη
setor de atividade económicaοικονομικός κλάδος
setor de atividade económicaοικονομικός τομέας
setor de baseβασικός τομέας
setor de bens não transacionáveisτομέας των μη εμπορεύσιμων αγαθών
setor de bens transacionáveisτομέας των εμπορεύσιμων αγαθών
setor devedorχρεωστικός τομέας
setor económicoοικονομικός κλάδος
setor económicoκλάδος οικονομικής δραστηριότητας
setor económicoοικονομικός τομέας
setor expostoεμπορεύσιμος τομέας
setor expostoμη προστατευμένος τομέας
setor exposto à concorrência internacionalμη προστατευμένος τομέας
setor exposto à concorrência internacionalεμπορεύσιμος τομέας
setor mobiliário concorrencialανταγωνιστικός τομέας των ακινήτων
setor não comercialμη εμπορικός τομέας
setor não concorrencialμη εμπορικός τομέας
setor primárioπρωτογενής τομέας
setor privilegiadoευνοούμενος τομέας
setor protegidoμη εμπορεύσιμος τομέας
setor protegidoπροστατευμένος τομέας
setor protegido da concorrência internacionalπροστατευμένος τομέας
setor protegido da concorrência internacionalμη εμπορεύσιμος τομέας
setor quaternárioτεταρτογενής τομέας
setor secundárioδευτερογενής τομέας
setor terciárioτριτογενής τομέας
setores da economia nacionalτομείς της εθνικής οικονομίας
soma dos saldos das contas de ramos ou das contas de setoresεξισωτικά μεγέθη των λογαριασμών των κλάδων ή των λογαριασμών των τομέων
subdivisão da economia em setoresυποδιαίρεση της οικονομίας κατά τομείς
um setor intimamente ligado ao conjunto da economiaτομέας στενά συνδεδεμένος με το σύνολο της οικονομίας
âmbito dos setores institucionaisθεσμικά πλαίσια των τομέων
índice do setor terciárioτομεακός δείκτης επιπέδου 3
índice do setor terciárioκλαδικός δείκτης επιπέδου 3