DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Economy containing sao | all forms
PortugueseGreek
ativos transferíveis expressos em moeda nacional são considerados como depósitosμεταβιβάσιμα στοιχεία ενεργητικού εκφρασμένα σε εθνικό νόμισμα τα οποία θεωρούνται καταθέσεις
novas atividades economicamente sãsνέες και οικονομικώς υγιείς δραστηριότητες
os fundos assim obtidos são destinados a apoiar as empresasτα ποσά που συγκεντρώνονται κατ'αυτόν τον τρόπο διατίθενται για την υποστήριξη των επιχειρήσεων
preços a que são avaliados os fluxosτιμές στις οποίες αποτιμώνται οι ροές
qualidade , leal e comerciávelυγιής, ανόθευτη και εμπορεύσιμη ποιότητα
São BartolomeuΆγιος Βαρθολομαίος
São Cristóvão e NevisΆγιος Χριστόφορος και Νέβις
São MarinoΆγιος Μαρίνος
São MartinhoΆγιος Μαρτίνος
São Pedro e MiquelonΣεν Πιερ και Μικελόν
São Tomé e PríncipeΣάο Τομέ και Πρίνσιπε
São Vicente e GranadinasΆγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες
títulos a curto prazo que não são negociáveisβραχυπρόθεσμοι τίτλοι καταθέσεων που δεν είναι διαπραγματεύσιμοι