Subject | Portuguese | Greek |
gen. | Acordo Europeu sobre o Regime da Circulação das Pessoas entre os Países Membros do Conselho da Europa | Ευρωπαϊκή Συμφωνία "περί κανονισμού κυκλοφορίας ατόμων μεταξύ χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης" |
social.sc. | Acordo Provisório Europeu sobre os Regimes de Segurança Social relativos à Velhice, Invalidez e Sobrevivência | Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας" |
social.sc. | Acordo Provisório Europeu sobre Segurança Social, à exceção dos Regimes relativos à Velhice, Invalidez e Sobrevivência | Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις την κοινωνικήν ασφάλειαν, εξαιρουμένων των τομέων του γήρατος, της αναπηρίας και των επιζώντων" |
tax. | agricultor sujeito ao regime forfetário | κατ' αποκοπήν φορολογούμενος γεωργός |
tax. | agricultor sujeito ao regime forfetário | αγρότης του κατ' αποκοπήν καθεστώτος |
tax., agric. | agricultor sujeito ao regime forfetário | κατ΄ αποκοπήν γεωργός |
gen. | aplicar um regime diferente ou abolir o regime de segredo | εφαρμόζει άλλη διαβάθμιση ασφαλείας ή αίρει το απόρρητο |
commer., fin. | apurar um regime | λήγει η ισχύς ενός καθεστώτος |
life.sc. | carga sólida de regime | στερεοπαροχή διαίτης ισορροπίας |
law, agric. | colocação das ovelhas em regime de pensionato | εκμίσθωση προβατίνων |
social.sc., health. | Comissão administrativa para a coordenação dos regimes de segurança social | Διοικητική Επιτροπή για το Συντονισμό των Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης |
gen. | Comité Consultivo do regime comum aplicável às exportações | Συμβουλευτική επιτροπή περί θεσπίσεως κοινού καθεστώτος εξαγωγών |
gen. | Comité Consultivo do regime comum aplicável às importações | Συμβουλευτική επιτροπή για το κοινό καθεστώς εισαγωγών |
gen. | Comité Consultivo do regime comum aplicável às importações de certos países terceiros | Συμβουλευτική επιτροπή για το κοινό καθεστώς εισαγωγών από ορισμένες τρίτες χώρες |
social.sc., health. | Comité consultivo para a coordenação dos regimes de segurança social | Συμβουλευτική Επιτροπή για το Συντονισμό των Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης |
econ., fin., polit. | Comité de Regimes Aduaneiros Económicos | Επιτροπή Τελωνειακών Διαδικασιών με Οικονομικές Επιπτώσεις |
gen. | Comité do regime comum aplicável as importações de produtos têxteis de determinados países terceiros, não abrangidas por acordos, protocolos ou outros convénios bilaterais | Επιτροπή για τους κοινούς κανόνες σχετικά με τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από ορισμένες τρίτες χώρες τα οποία δεν καλύπτονται από διμερείς συμφωνίες, πρωτόκολλα ή άλλους διακανονισμούς |
gen. | Comité do regime de aperfeiçoamento económico passivo dos têxteis | Επιτροπή οικονομικού καθεστώτος παθητικής τελειοποίησης, στον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών |
earth.sc., mech.eng. | compressão em regime de vapores saturados sobreaquecidos | ξηρή αναρρόφηση |
earth.sc., mech.eng. | compressão em regime húmido | υγρή αναρρόφηση |
gen. | condição de elegibilidade para o regime de ajudas | κριτήριο να μπορούν να επωφεληθούν του καθεστώτος επενδυτικών ενισχύσεων |
gen. | conhecimentos sujeitos a um regime de segredo | γνώσεις που έχουν υπαχθεί σε διαβάθμιση ασφαλείας |
law, industr. | contrato de utilização de bens imóveis em regime de uso e fruição a tempo repartido | σύμβαση χρήσης ακινήτου υπό το καθεστώς της χρονομεριστικής ιδιοκτησίας |
law, industr. | contrato de utilização de bens imóveis em regime de uso e fruição a tempo repartido | σύμβαση χρονομεριστικής χρήσεως |
law, IT | contribuição para o regime de pensões | συνταξιοδοτική εισφορά |
gen. | Convenção e Estatuto sobre o Regime Internacional dos Portos Marítimos | Σύμβαση και Κανονισμός "περί διεθνούς καθεστώτος θαλασσίων λιμένων" |
commer. | Convenção internacional para a simplificação e harmonização dos regimes aduaneiros | Διεθνής σύμβαση για την απλούστευση και την εναρμόνιση των τελωνειακών καθεστώτων |
commer. | Convenção internacional para a simplificação e harmonização dos regimes aduaneiros | Σύμβαση του Κυότο |
tax. | Convenção Internacional para a Simplificação e Harmonização dos Regimes Aduaneiros | διεθνής σύμβαση για την απλούστευση και την εναρμόνιση των τελωνειακών καθεστώτων |
tax. | Convenção Internacional para a Simplificação e Harmonização dos Regimes Aduaneiros | σύμβαση του Κυότο |
tax. | Convenção Internacional para a Simplificação e Harmonização dos Regimes Aduaneiros | Διεθνής σύμβαση για την απλούστευση και εναρμόνιση των τελωνειακών καθεστώτων |
tax. | Convenção internacional relativa à simplificação e harmonização dos regimes aduaneiros | Διεθνής σύμβαση για την απλούστευση και εναρμόνιση των τελωνειακών καθεστώτων |
tax. | Convenção internacional relativa à simplificação e harmonização dos regimes aduaneiros | διεθνής σύμβαση για την απλούστευση και την εναρμόνιση των τελωνειακών καθεστώτων |
tax. | Convenção internacional relativa à simplificação e harmonização dos regimes aduaneiros | σύμβαση του Κυότο |
tax., transp. | Convenção relativa ao regime aduaneiro dos contentores utilizados no transporte internacional | Σύμβαση σχετικά με το τελωνειακό καθεστώς των εμπορευματοκιβωτίων που χρησιμοποιούνται σε διεθνείς μεταφορές στο πλαίσιο της συνεκεμετάλλευσης |
tax., transp. | Convenção relativa ao regime aduaneiro dos contentores utilizados no transporte internacional | Σύμβαση για τις συνεκμεταλλέυσεις εμπορευματοκιβωτίων |
gen. | Convenção sobre a Lei Aplicável aos Regimes Matrimoniais | Σύμβαση για την τέλεση και την αναγνώριση της εγκυρότητας των γάμων |
gen. | Convenção sobre o Regime Fiscal dos Veículos Automóveis Estrangeiros | Σύμβαση "περί του φορολογικού καθεστώτος των ξένων αυτοκινήτων" |
gen. | código comunitário relativo ao regime de passagem de pessoas nas fronteiras | κώδικας σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα |
gen. | código comunitário relativo ao regime de passagem de pessoas nas fronteiras | κώδικας συνόρων του Σένγκεν |
gen. | declaração relativa ao regime linguístico | δήλωση για τη χρήση γλωσσών |
law, environ., ecol. | Directiva 2003/87/CE do Parlamento Europeu e do Conselho, de 13 de Outubro de 2003, relativa à criação de um regime de comércio de licenças de emissão de gases com efeito de estufa na Comunidade e que altera a Directiva 96/61/CE do Conselho | Οδηγία ΕΔΕ |
law, environ., ecol. | Directiva 2003/87/CE do Parlamento Europeu e do Conselho, de 13 de Outubro de 2003, relativa à criação de um regime de comércio de licenças de emissão de gases com efeito de estufa na Comunidade e que altera a Directiva 96/61/CE do Conselho | Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου |
law | dissolução do regime matrimonial | λύση του καθεστώτος που διέπει τις γαμικές σχέσεις |
econ. | diversos elementos do regime dos preços e das intervenções | διάφορα στοιχεία του καθεστώτος τιμών και παρεμβάσεων |
earth.sc., mech.eng. | ensaio de entrada em regime de abaixamento de temperatura | δοκιμή ψύξης |
law, fin. | entidade de direito público que opera sob o regime do direito privado | νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου,το οποίο λειτουργεί υπό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου |
gov. | Estatuto dos Funcionários da União Europeia e Regime Aplicável aos Outros Agentes da União | κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών |
gov. | Estatuto dos Funcionários da União Europeia e Regime Aplicável aos Outros Agentes da União | κανονισμός περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ένωσης |
gen. | execução em regime de administração direta | εκτέλεση έργου με αυτεπιστασία |
nat.sc., agric. | expedição em regimes | μεταφορά σε δέματα |
agric. | flexibilização do regime de intervenção | χαλάρωση του καθεστώτος παρέμβασης |
nat.sc., agric. | fruta em regime | συγκεντρωμένοι καρποί |
gen. | Grupo de coordenação para o regime comunitário de controlo das exportações de produtos e tecnologias de dupla utilização | Συντονιστική ομάδα για το κοινοτικό συστήματος ελέγχου των εξαγωγών ειδών και τεχνολογίας διπλής χρήσης |
tax. | harmonização dos regimes fiscais | εναρμόνιση των καθεστώτων μεταφοράς των ζημιών για φορολογικούς λόγους |
fin., tax. | importação com regime preferencial | εισαγωγή με προτιμησιακό καθεστώς |
law, industr. | imóvel a ceder em regime de locação financeira | ακίνητο που θα εκχωρηθεί με leasing |
econ. | instaurar um regime de quotas de produção | καθορίζει σύστημα ποσοστώσεων της παραγωγής |
gen. | introdução no regime de intervenção comunitária | υπαγωγή στην κοινοτική παρέμβαση |
gen. | legislação belga relativa ao regime de assistência na doença e na invalidez | βελγική νομοθεσία σε θέματα ασφαλίσεως υγείας-αναπηρίας |
law, fin., tax. | lei sobre o regime económico e fiscal das ilhas Canárias | νόμος για το οικονομικό και φορολογικό καθεστώς για τις Καναρίους Νήσους |
gen. | mecanismos para a negociação e para a celebração de acordos relativos a questões monetárias ou ao regime cambial | μεθόδευση διαπραγματεύσεων και σύναψης συμφωνιών για νομισματικά ή συναλλαγματικά θέματα |
econ. | mercadorias admitidas em regime de livre prática | εμπορεύματα που παραδίδονται κατευθείαν στην ελεύθερη κυκλοφορία μέσω των τελωνείων |
commer., polit. | mercadorias sujeitas a um regime aduaneiro | εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί σε τελωνειακό καθεστώς |
agric. | mudança de regime alimentar | αλλαγή σιτηρεσίου |
agric. | mudança de regime alimentar | αλλαγή διαίτης |
econ. | mudança de regime político | αλλαγή πολιτικού καθεστώτος |
law | o regime da propriedade nos Estados-membros | το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη |
law, fin. | o regime de certos bens em segunda mão | καθεστώς ορισμένων μεταχειρισμένων αντικειμένων |
law, fin. | o regime dos bens em segunda mão | καθεστώς μεταχειρισμένων αντικειμένων |
law, fin. | o regime dos objetos de arte, objetos de coleção e antiguidades | καθεστώς αντικειμένων τέχνης,αρχαιολογικών αντικειμένων και αντικειμένων για συλλογές |
tax. | o regime especial das pequenas empresas | ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων |
gen. | o regime especial de associação definido na parte IV do presente Tratado | το ιδιαίτερο καθεστώς συνδέσεως που ορίζεται στο τέταρτο μέρος της συνθήκης |
gen. | o regime especial de associação é aplicável aos países e territórios ultramarinos | για τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη ισχύει το ιδιαίτερο καθεστώς συνδέσεως |
fin. | o regime geral de pagamentos dos Estados-membros | η γενική κατάσταση των πληρωμών των Kρατών μελών |
gen. | o regime linguístico das instituições da Comunidade | το γλωσσικό καθεστώς των οργάνων της Kοινότητος |
econ. | o regime nacional | το εθνικό καθεστώς |
fin. | o tratamento pautal resultante do regime comunitário | η δασμολογική μεταχείριση που προκύπτει από το κοινοτικό καθεστώς |
econ. | ordenar à Alta Autoridade que instaure um regime de quotas | επιβάλλει στην Aνωτάτη Aρχή την καθιέρωση καθεστώτος ποσοστώσεων |
econ. | os preços obtidos sob o regime nacional de preços garantidos | οι τιμές που επετεύχθησαν υπό το εθνικό καθεστώς εγγυημένων τιμών |
econ. | os regimes de auxílios existentes nos Estados-membros | τα καθεστώτα ενισχύσεων που υφίστανται στα Kράτη μέλη |
econ. | os regimes gerais de auxílios com finalidade regional | το γενικό καθεστώς ενισχύσεων περιφερειακής πολιτικής |
earth.sc. | oscilador de corante funcionando em regime pulsante | παλμικός ταλαντωτής χρωστικής ουσίας |
law, commer. | participação num edifício em regime de time sharing | χρονομερίδιο σε κτίριο |
tax. | país com regime fiscal privilegiado | χώρα με χαμηλό φορολογικό συντελεστή |
nat.sc., agric. | pequeno regime | δέσμη καρπών |
earth.sc., transp. | potência em regime nominal | ισχύς στην ονομαστική ταχύτητα |
earth.sc., transp. | pressão de regime de um freio contínuo de ar comprimido | πίεση λειτουργίας συνεχούς πέδης πεπιεσμένου αέρα |
econ., market. | prestador de serviços em regime de exclusividade | φορέας παροχής υπηρεσιών κατ'αποκλειστικότητα |
econ., market. | prestador de um serviço em regime de monópolio | φορέας μονοπωλιακής παροχής υπηρεσιών |
gen. | prever um regime especial para os estrangeiros | προβλέπουν ειδικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς υπηκόους |
life.sc. | previsão de regimes fluviais | πρόγνωσις διαίτης ποταμών |
agric. | preços-limiar de desencadeamento do regime de ajudas | τιμή κατωφλίου ενεργοποίησης του καθεστώτος ενισχύσεως |
fin. | produto submetido ao regime dos direitos niveladores agrícolas | προïόν που υπόκειται στο καθεστώς των γεωργικών εισφορών |
econ. | produto sujeito ao regime de monopólio | προϊόν που υπόκειται στο μονοπωλιακό καθεστώς |
law | proprietários em regime de comunhão geral de bens | κάτοχοι εξ αδιαιρέτου |
social.sc. | Protocolo Adicional ao Acordo Provisório Europeu sobre os Regimes de Segurança Social relativos à Velhice, Invalidez e Sobrevivência | Πρωτόκολλο "προσηρτημένον εις την Προσωρινήν Ευρωπαϊκήν Συμφωνίαν την αφορώσαν τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας" |
social.sc. | Protocolo Adicional ao Acordo Provisório Europeu sobre Segurança Social, à exceção dos Regimes relativos à Velhice, Invalidez e Sobrevivência | Πρωτόκολλο "προσηρτημένον εις την Προσωρινήν Ευρωπαϊκήν Συμφωνίαν την αφορώσαν την κοινωνικήν ασφάλειαν, εξαιρουμένων των τομέων του γήρατος, της αναπηρίας και των επιζώντων" |
law, tax. | provisão inicialmente constituída em regime de isenção de imposto | κεφάλαιο που αρχικά σχηματίσθηκε με απαλλαγή από το φόρο |
social.sc. | reforma dos regimes de pensões | μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος |
gen. | 28.º regime | 28ο καθεστώς |
social.sc. | Regime aberto de prestações a longo prazo | ανοικτό σύστημα μακροπρόθεσμων παροχών |
commer., polit. | regime aduaneiro apurado | ολοκληρωμένο τελωνειακό καθεστώς |
econ. | regime aduaneiro da UE | τελωνειακό καθεστώς της ΕΕ |
econ. | regime aduaneiro de exportação | τελωνειακό καθεστώς εξαγωγής |
econ. | regime aduaneiro suspensivo | καθεστώς τελωνειακής αναστολής |
fin., agric. | regime agrimonetário | γεωργονομισματικό καθεστώς |
fin. | regime agromonetário | γεωργονομισματικό καθεστώς |
agric. | regime agromonetário | καθεστώς γεωργικών ισοτιμιών |
law, insur. | regime agrícola | ασφάλιση αγροτών |
gen. | regime alimentar | σύστημα σίτησης |
law, transp. | regime APK | ρύθμιση APK |
fin. | regime aplicável aos bens de equipamento para a promoção das exportações | καθεστώς προώθησης των εξαγωγών που αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά |
gov. | Regime aplicável aos Outros Agentes da União Europeia | Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων; καθεστώς λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων |
econ. | regime autoritário | αυταρχικό καθεστώς |
gen. | regime autónomo CECA | αυτόνομο καθεστώς ΕΚΑΧ |
fin. | regime cambial | συναλλαγματικό καθεστώς |
econ., market. | regime coercivo de concessão de licenças em bloco | αναγκαστική εκμετάλλευση περισσοτέρων προïόντων |
gen. | regime comercial autónomo | αυτόνομο οικονομικό καθεστώς |
commer., polit. | regime comercial bilateral | διμερές εμπορικό καθεστώς |
fin., insur., sec.sys. | regime complementar de pensões | σύστημα επαγγελματικής σύνταξης |
fin., insur., sec.sys. | regime complementar de pensões | επαγγελματικό καθεστώς συνταξιοδότησης |
fin., insur., sec.sys. | regime complementar de pensões | επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
fin., insur., sec.sys. | regime complementar de pensões | επαγγελματικό σύστημα |
social.sc. | regime complementar de reforma | συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
social.sc. | regime complementar de reforma | επικουρικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
social.sc. | regime complementar facultativo de segurança social | επικουρικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως |
fin., IT | regime comum aplicavel às exportaçoes | κοινό καθεστώς εξαγωγών |
fin., tax. | regime comum aplicável às importações | κοινό καθεστώς εισαγωγών |
gov., insur., sec.sys. | Regime comum de assistência na doença | κοινό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης |
gov., insur., sec.sys. | Regime comum de assistência na doença | κοινονικό σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως |
gov., insur., sec.sys. | Regime comum de assistência na doença | Κοινό καθεστώς ασφάλισης ασθενείας |
gov., insur., sec.sys. | Regime comum de assistência na doença | Κοινό Καθεστώς Υγειονομικής Ασφάλισης |
law, fin. | regime comum de reembolso | κοινό καθεστώς επιστροφής |
gov., insur., sec.sys. | Regime comum de seguro de doença | Κοινό Καθεστώς Υγειονομικής Ασφάλισης |
gov., insur., sec.sys. | Regime comum de seguro de doença | κοινονικό σύστημα υγειονομικής ασφαλίσεως |
gov., insur., sec.sys. | Regime comum de seguro de doença | Κοινό καθεστώς ασφάλισης ασθενείας |
gov., insur., sec.sys. | Regime comum de seguro de doença | κοινό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης |
fin., IT | regime comum de trocas comerciais | κοινό καθεστώς συναλλαγών |
tax. | regime comum forfetário dos produtores agrícolas | κοινό κατ'αποκοπήν φορολογικό καθεστώς γεωργών |
tax. | regime comum forfetário dos produtores agrícolas | κοινό κατ' αποκοπήν καθεστώς αγροτών |
fin. | regime comunitário das franquias aduaneiras | κοινοτικό καθεστώς τελωνειακών ατελειών |
fin., agric. | regime comunitário de ajudas à reforma antecipada na agricultura | κοινοτικό καθεστώς παροχής ενισχύσεων στην πρόωρη συνταξιοδότηση των γεωργών |
agric. | regime comunitário de ajudas às medidas florestais na agricultura | κοινοτικό καθεστώς ενισχύσεως για τα δασικά μέτρα στον τομέα της γεωργίας |
gen. | regime comunitário de assistência na doença | ασφαλιστικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης των Κοινοτήτων |
agric. | regime comunitário de incentivo à cessação da atividade agrícola | κοινοτικό καθεστώς ενθάρρυνσης της παύσης της γεωργικής δραστηριότητας |
agric. | regime comunitário de licenças de pesca | κοινοτικό καθεστώς αδειών αλιείας |
law | regime comunitário de marcas | κοινοτικό καθεστώς σημάτων |
agric. | regime comunitário de proteção das variedades vegetais | σύστημα κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών |
fin. | regime comunitário de reduções pautais | κοινοτικό σύστημα δασμολογικών διευκολύνσεων |
gen. | regime comunitário de tributação sobre os veículos utilitarios comunitários | κοινοτικό καθεστώς φορολόγησης των οχημάτων των εγγεγραμένων στα κράτη μέλη |
earth.sc., mech.eng. | regime crítico | κρίσιμη ροή |
law, market. | regime da "continuição" | καθεστώς της "συνέχειας" |
tax. | regime da margem de lucro | καθεστώς του περιθωρίου κέρδους |
gen. | regime da matéria que as constitui | καθεστώς της συστατικής ύλης |
law | regime da pesca | το καθεστώς της αλιείας |
gen. | regime da precipitação | ομβροδίαιτα |
law, fin. | regime das deduções | καθεστώς των εκπτώσεων |
life.sc., el. | regime das ondas | κατάσταση κυματισμών |
fin. | regime das operações pessoais dos assalariados da empresa | κανόνες για τις προσωπικές πράξεις των υπαλλήλων |
fin. | regime das preferências pautais generalizadas | καθεστώς των γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων |
gen. | regime das prestações sociais | σύστημα κοινωνικών παροχών |
gen. | regime das profissões | επαγγελματικό καθεστώς |
fin. | regime das sociedades mistas | καθεστώς μεικτών εταιρειών |
fin. | regime das sucursais | κανόνας υποκαταστήματος |
agric. | regime de abandono definitivo de superfícies vitícolas | καθεστώς οριστικής εγκατάλειψης των αμπελουργικών εκτάσεων |
agric. | regime de abate | πρόγραμμα σφαγής |
agric. | regime de abate de manadas inteiras | πρόγραμμα σφαγής ολόκληρης αγέλης |
agric. | regime "de acesso corrente" | καθεστώς "συνήθους πρόσβασης" |
agric. | regime de "acesso mínimo" | ποσοστώσεις ελάχιστης πρόσβασης |
gen. | regime de acreditação | μηχανισμός διαπίστευσης |
fin. | regime de admissão temporária com isenção | καθεστώς προσωρινής εισαγωγής με απαλλαγή |
econ. | regime de ajuda | καθεστώς ενισχύσεων |
social.sc., agric. | regime de ajudas transitórias ao rendimento agrícola | Πρόγραμμα Ενισχύσεων στο Γεωργικό Εισόδημα |
fin. | regime de amortização acelerada | καθεστώς ταχείας απόσβεσης |
gen. | regime de aperfeiçoamento activo | καθεστώς ενεργητικής τελειοποίησης |
fin. | regime de aperfeiçoamento ativo | καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή |
fin. | regime de aperfeiçoamento ativo | καθεστώς τελειοποίησης για επαναξαγωγή |
fin. | regime de aperfeiçoamento passivo | καθεστώς της παθητικής τελειοποίησης |
fin. | regime de aperfeiçoamento passivo | καθεστώς τελειοποοίησης για επανεισαγωγή |
energ.ind. | regime de apoio | καθεστώς στήριξης |
agric. | regime de apoio aos produtores de culturas arvenses | καθεστώς στήριξης στους παραγωγούς αροτραίων καλλιεργειών |
fin. | regime de aquisição comunitário | κοινοτικές ρυθμίσεις αγοράς |
law, insur. | regime de assistência | καθεστώς Κοινωνικής Πρόνοιας |
fin., industr. | Regime de assistência ao início da atividade empresarial | καθεστώς ενίσχυσης για τη δημιουργία επιχειρήσεων |
fin. | regime de assistência mútua | καθεστώς αμοιβαίας συνδρομής |
agric. | regime de autofinanciamento | μέτρο αυτοχρηματοδότησης |
fin. | regime de autorização | σύστημα έγκρισης |
fin. | regime de autorização prévia | καθεστώς προηγούμενης έγκρισης |
fin. | regime de autorregulação | έλεγχος αυτορύθμισης |
fin. | regime de auxílio | πρόγραμμα ενισχύσεων |
fin. | Regime de Auxílio ao Pequeno Investimento em Setúbal | καθεστώς ενισχύσεων για μικρές επενδύσεις στη Setϊbal |
gen. | regime de auxílio nacional de finalidade regional | σύστημα εθνικής περιφερειακής ενίσχυσης |
econ., commer. | regime de auxílios | καθεστώς ενισχύσεων |
fin. | regime de auxílios a favor de microempresas | καθεστώς ενισχύσεων των πολύ μικρών επιχειρήσεων |
gen. | regime de auxílios com finalidade regional | καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων |
gen. | regime de auxílios com finalidade regional | καθεστώς ενίσχυσης με περιφερειακή σκοπιμότητα |
econ., polit., loc.name. | regime de auxílios regionais | καθεστώς ενίσχυσης με περιφερειακή σκοπιμότητα |
fin. | regime de auxílios regionais | καθεστώς παροχής ενίσχυσης στην περιφέρεια |
gen. | regime de auxílios regionais | καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων |
fin., social.sc. | regime de base obrigatório | υποχρεωτικό βασικό σύστημα |
fin. | regime de caderneta | καθεστώς βιβλιαρίου πιστώσεων |
fin., social.sc. | regime de capitalização | προχρηματοδοτούμενο σύστημα |
life.sc. | regime de chuva | καθεστώς βροχών |
fin., agric. | regime de compensação | καθεστώς αντιστάθμισης |
fin. | regime de compensação dos investidores | σύστημα αποζημίωσης επενδυτών |
econ. | Regime de Comércio de Licenças de Emissão da UE | σύστημα εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ |
fin. | regime de comércio fronteiriço | ρύθμιση για μεθοριακές εμπορικές συναλλαγές |
fin. | regime de concorrência | συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού |
fin. | regime de concorrência não falseada | καθεστώς ανόθευτου ανταγωνισμού |
gen. | regime de confinamento melhorado | επιδόσεις της βελτιωμένης συγκράτησης |
commer. | regime de contingentação | καθεστώς υπαγωγής σε ποσοστώσεις |
fin. | regime de contrapartidas | σύστημα αντισταθμίσεων |
agric. | regime de controlo aplicável à política comum das pescas | σύστημα ελέγχου της κοινής αλιευτικής πολιτικής |
agric. | regime de controlo aplicável à política comum das pescas | σύστημα ελέγχου για την κοινή αλιευτική πολιτική |
gen. | regime de controlo da tecnologia balística | Καθεστώς Περιορισμού της Τεχνολογίας Πυραύλων |
gen. | regime de controlo da tecnologia balística | Καθεστώς Ελέγχου της Τεχνολογίας Βλημάτων |
gen. | regime de controlo da tecnologia balística | καθεστώς ελέγχου της σχετικής με τα βλήματα τεχνολογίας |
gen. | Regime de Controlo da Tecnologia dos Mísseis | Καθεστώς ελέγχου της τεχνολογίας πυραύλων |
gen. | regime de controlo da tecnologia necessária à produção de mísseis | Καθεστώς Ελέγχου της Τεχνολογίας Βλημάτων |
gen. | regime de controlo da tecnologia necessária à produção de mísseis | Καθεστώς Περιορισμού της Τεχνολογίας Πυραύλων |
gen. | regime de controlo da tecnologia necessária à produção de mísseis | καθεστώς ελέγχου της σχετικής με τα βλήματα τεχνολογίας |
gen. | Regime de Controlo de Tecnologia de Mísseis | Καθεστώς Περιορισμού της Τεχνολογίας Πυραύλων |
gen. | Regime de Controlo de Tecnologia de Mísseis | καθεστώς ελέγχου της σχετικής με τα βλήματα τεχνολογίας |
gen. | Regime de Controlo de Tecnologia de Mísseis | Καθεστώς Ελέγχου της Τεχνολογίας Βλημάτων |
fin. | regime de controlo na importação | καθεστώς ελέγχου κατά την εισαγωγή |
med. | regime de Cooper | δίαιτα Cooper |
agric. | regime de cortes sucessivos em faixas alternadas | Μέθοδος αναγέννησης με εναλλασσόμενες αποψιλωτικές υλοτομίες κατά λωρίδες |
fin. | regime de crédito à importação | καθεστώς εισαγωγικών πιστώσεων |
fin. | regime de créditos sobre os direitos de importação | καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασµών |
gen. | regime de câmbios | καθεστώς συναλλαγματικών ισοτιμιών |
fin., cust. | regime de depósito | καθεστώς αποθήκευσης |
agric. | regime de desbastes | κανονισμός αραιώσεως |
agric. | regime de desidratação | Κατάσταση αφυδάτωσης |
chem., el. | regime de destilação | συνθήκες απανθράκωσης |
chem., el. | regime de destilação | συνθήκες απόσταξης |
chem., el. | regime de destilação | συνθήκες απαερίωσης |
econ. | regime de diferenciação do preço | καθεστώς διαφοροποίησης της τιμής |
gov. | regime de direito privado de assistência complementar na doença | ιδιωτική συμπληρωματική ασφάλιση ασθενείας |
fin. | regime de domínio da produção | καθεστώς ελέγχου της παραγωγής |
fin., tax. | regime de draubaque | σύστημα επιστροφής δασμών |
fin., tax. | regime de draubaque | καθεστώς επιστροφής δασμών |
fin., health., agric. | regime de efetivos autorizados para exportação | εξαγωγικό καθεστώς πιστοποιημένων αγελών |
law | regime de entrega | καθεστώς παράδοσης |
fin. | regime de entreposto | καθεστώς της αποταμίευσης |
gen. | regime de entreposto aduaneiro | καθεστώς τελωνειακής αποταμίευσης |
gen. | regime de entreposto aduaneiro | καθεστώς τελωνειακής αποθήκευσης |
tax. | regime de entreposto não aduaneiro | καθεστώς αποθήκευσης εκτός της τελωνειακής αποταμίευσης |
law | regime de Estado costeiro | καθεστώς παράκτιου κράτους |
law, fin. | regime de exceção legal | σύστημα εκ του νόμου εξαίρεσης |
econ. | regime de exploração agrícola | σύστημα εκμετάλλευσης |
life.sc. | regime de exploração dos fundos marinhos | καθεστώς εκμετάλλευσης του θαλάσσιου βυθού |
chem. | regime de fim de carga | συνθήκες τέλους φόρτισης |
econ. | regime de financiamento da UE | καθεστώς της χρηματοδότησης της ΕΕ |
tax. | regime de fiscalidade indireta sem controlos nas fronteiras | καθεστώς έμμεσης φορολογίας χωρίς ελέγχους στα σύνορα |
med. | regime de formula livre | δίαιτα μη καθορισμένης μορφής |
earth.sc., transp. | regime de funcionamento | ταχύτητα λειτουργίας |
earth.sc., transp. | regime de funcionamento | στροφές λειτουργίας |
gen. | regime de funcionamento contínuo | συνεχής παραγωγή |
agric. | regime de "general licence" | σύστημα "general licence" |
econ. | regime de habitação periódica | χρονομεριστική ιδιοκτησία |
med. | regime de hospitalização | θέση |
econ., market. | regime de importação discricionário | διακριτική έκδοση αδειών εισαγωγής |
law, fin. | regime de importação discricionário | διακριτική έκδοση αδείας εισαγωγής |
fin. | regime de incentivos | σύστημα κινήτρων |
tax. | regime de incentivos fiscais | καθεστώς φορολογικών κινήτρων |
fin. | Regime de Incentivos às Microempresas | καθεστώς ενισχύσεων των πολύ μικρών επιχειρήσεων |
law, fin. | regime de integração fiscal | καθεστώς της φορολογικής ολοκλήρωσης |
fin., tax. | regime de isenção do imposto sobre o rendimento | καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήµατος |
econ., market. | regime de licenças discricionárias | διακριτική έκδοση αδειών |
agric. | regime de limitação de garantia | καθεστώς περιορισμού της εγγυήσεως |
law | regime de lingua oficial | καθεστώς της επίσημης γλώσσας |
econ. | regime de livre prática | ελεύθερη κυκλοφορία |
tax., account. | regime de lucro presumido | καθεστώς φορολογίας των κατ'αποκοπήν κερδών |
gen. | regime de notificação prévia | καθεστώς προηγούμενης κοινοποίησης |
earth.sc., mech.eng. | regime de oscilações | συχνότητα δόνησης |
econ. | regime de pagamento único | καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης |
fin., agric. | regime de pagamentos pela comercialização de carne de bovino | πρόγραμμα αποζημιώσεων για την εμπορία βοείου κρέατος |
fin., lab.law. | regime de participação dos trabalhadores | σύστημα συμμετοχής του εργαζομένου |
law, lab.law. | regime de participação dos trabalhadores | σύστημα συμμετοχής των εργαζομένων |
fin., social.sc., lab.law. | regime de participação dos trabalhadores no capital | καθεστώς συμμετοχής των εργαζομένων στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων |
econ. | regime de partido único | μονοκομματισμός |
fin., social.sc. | regime de pensão complementar dos assalariados | σύστημα συμπληρωματικής ασφάλισης μισθωτών |
fin. | regime de pensões | καθεστώς συντάξεων γήρατος |
gov. | regime de pensões | συνταξιοδοτικό καθεστώς |
gov., insur., social.sc. | regime de pensões por repartição | μη κεφαλαιοποιητικό σύστημα |
gov., insur., social.sc. | regime de pensões por repartição | διανεμητικό σύστημα |
immigr. | regime de pequeno tráfego fronteiriço | καθεστώς τοπικής διασυνοριακής κυκλοφορίας |
agric. | regime de perequação dos custos de armazenagem | σύστημα αντισταθμίσεως των εξόδων αποθεματοποιήσεως |
fin., tax. | regime de preferências pautais | προτιμησιακό τελωνειακό καθεστώς |
social.sc., health. | regime de prestações de invalidez | σύστημα παροχών αναπηρίας |
social.sc. | regime de prestações sujeito a condição de recursos | σύστημα παροχών που χορηγούνται με βάση τους πόρους ζωής του δικαιούχου |
econ. | regime de preço mínimo à entrada | ελάχιστη τιμή κατά την είσοδο |
agric. | regime de preços de entrada degressivos | σύστημα φθινουσών τιμών εισόδου |
econ. | regime de preços em vigor | καθεστώς των εφαρμοζομένων τιμών |
fin. | regime de preços únicos | καθεστώς ενιαίων τιμών |
law, agric. | regime de propriedade | δουλεία |
law | regime de propriedade | καθεστώς ιδιοκτησίας |
econ. | regime de propriedade do solo | καθεστώς γεωκτησίας |
agric. | Regime de proteção comunitária das variedades vegetais | σύστημα κοινοτικών δικαιωμάτων επί φυτικών ποικιλιών |
gen. | regime de proteção contra riscos de doença | καθεστώς υγειονομικής ασφάλισης |
law | regime de prova | απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους |
agric. | regime de prémios | καθεστώς επιδοτήσεων |
agric. | regime de quotas | σύστημα των ποσοστώσεων |
agric. | regime de quotas | καθεστώς ποσοστώσεων |
fin. | regime de reaprovisionamento com franquia | καθεστώς αντικατάστασης με ατέλεια |
econ., fin. | regime de reciprocidade | καθεστώς αμοιβαιότητας |
econ., fin. | regime de reciprocidade | ρήτρα αμοιβαιότητας |
social.sc., lab.law. | regime de reforma | καθεστώς αποχώρησης |
social.sc. | regime de reforma antecipada | κανόνες πρόωρης συνταξιοδότησης |
social.sc., lab.law. | regime de reforma flexível | ελαστική συνταξιοδότηση |
gen. | regime de remuneração | καθεστώς αποδοχών |
gen. | regime de remunerações | καθεστώς αποδοχών |
law, fin. | regime de rendimento de capital | κανόνες περί κεφαλαιακών κερδών |
law, fin. | regime de restrição do direito a dedução | περιοριστικό καθεστώς του δικαιώματος προς έκπτωση |
fin. | regime de retorno | καθεστώς των επανεισαγομένων |
nat.sc. | regime de ROSSBY | κατάσταση ROSSBY |
law, h.rghts.act. | regime de segurança especial | ειδικό καθεστώς ασφάλειας |
law, social.sc. | regime de segurança social | σύστημα κοινωνικής ασφάλισης |
law, insur. | regime de seguro | ασφαλιστικό καθεστώς |
fin., social.sc. | regime de seguro de pensão | σύστημα ασφάλισης συντάξεων |
fin. | regime de seguro de responsabilidade | πρόγραμμα ασφάλειας/ευθύνης |
fin., social.sc. | regime de seguro facultativo | σύστημα προαιρετικής συνεχίσεως της ασφαλίσεως |
social.sc. | regime de seguro generalizado de velhice | γενικό σύστημα ασφάλισης γήρατος |
law | regime de semiliberdade | καθεστώς προσωρινής εξόδου |
law, fin. | regime de sociedades principais e filiais | φορολογικό καθεστώς της μητρικής και των θυγατρικών εταιρειών |
law, fin. | regime de sociedades principais e filiais | καθεστώς μεταξύ μητρικών και θυγατρικών εταιρειών |
law, fin. | regime de sociedades principais e filiais | φορολογικό προνόμιο |
law, fin. | regime de sociedades principais e filiais | έκπτωση εισπραχθέντων μερισμάτων |
agric. | regime de subsídio compensatório | καθεστώς εξισωτικών αποζημιώσεων |
agric. | regime de subsídio compensatório | καθεστώς αντισταθμιστικής αποζημίωσης |
fin. | regime de subvenções ao desenvolvimento do mercado de exportação | καθεστώς επιχορηγήσεων για την ανάπτυξη των εξαγωγικών αγορών |
fin., tax. | regime de suspensão | καθεστώς αναστολής προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης |
fin., tax. | regime de suspensão | σύστημα αναστολής |
fin., tax. | regime de suspensão | καθεστώς αναστολής |
energ.ind. | regime de tarifas de aquisição | σύστημα τιμολογίων τροφοδότησης |
fin. | regime de titularização com múltiplos vendedores | πρόγραμμα τιτλοποίησης με πολλούς πωλητές |
commer., polit. | regime de transformação sob controlo aduaneiro | καθεστώς μεταποίησης υπό τελωνειακό έλεγχο |
tax. | regime de transição aplicável aos meios de transporte em segunda mão | μεταβατικό καθεστώς που εφαρμόζεται στα μεταχειρισμένα μεταφορικά μέσα |
fin. | regime de transição de dotações | σύστημα μεταφοράς |
fin., tax. | regime de trânsito aduaneiro | τελωνειακό καθεστώς διαμετακόμισης |
law, transp. | regime de trânsito aeroportuário | διέλευση μέσω αερολιμένων |
gen. | regime de trânsito aeroportuário | καθεστώς διέλευσης από τα αεροδρόμια |
fin. | regime de trânsito comunitário interno | καθεστώς εσωτερικής κοινοτικής διαμετακόμισης |
fin. | Regime de trânsito internacional por caminho de ferro | Σύμβαση TIF |
fin. | Regime de trânsito internacional por caminho de ferro | καθεστώς της διεθνούς διαμετακόμισης δια σιδηροδρόμων |
law | regime derrogatório | καθεστώς παρεκκλίσεως |
law | regime do alto-mar | από κοινού κατεχόμενοι φυσικοί πόροι |
earth.sc., mech.eng. | regime do fluxo | κατάσταση ροής |
fin. | regime do imposto comunitário | κοινοτικό σύστημα επιβολής φόρου |
law, fin. | regime do imposto sobre o valor acrescentado | σύστημα φόρου επί της προστιθέμενης αξίας |
gen. | regime do leite escolar | πρόγραμμα για τη διανομή γάλακτος στα σχολεία |
law, fin. | regime do lucro consolidado | καθεστώς του ενοποιημένου κέρδους |
law, fin. | regime do lucro mundial | καθεστώς του "παγκοσμίου κέρδους" |
gen. | regime do neutro | σύνδεση ουδέτερου σημείου |
law, tax. | regime do quociente conjugal | καθεστώς του συζυγικού πηλίκου |
life.sc. | regime do vento | αιολική κλιματολογία |
life.sc. | regime do vento | αιολικά χαρακτηριστικά |
law | regime dos bens entre cônjuges | καθεστώς των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων |
law | regime dos bens matrimoniais | καθεστώς των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων |
med. | regime dos direitos niveladores | καθεστώς των εισφορών |
fin. | regime dos direitos niveladores e dos encargos na exportaçao | καθεστώς των εισφορών και των φορολογικών επιβαρύνσεων κατά την εξαγωγή |
fin. | regime dos entrepostos aduaneiros | καθεστώς της τελωνειακής αποταμίευσης |
fin. | regime dos montantes reguladores | καθεστώς των ρυθμιστικών ποσών |
fin. | regime dos preços e das intervençoes | καθεστώς τιμών και παρεμβάσεων |
econ. | regime económico | οικονομικό σύστημα |
law, insur. | regime especial | ειδικό ασφαλιστικό καθεστώς |
law, insur. | regime especial | ειδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως |
tax. | regime especial aplicável ao ouro para investimento | ειδικό καθεστώς για τον επενδυτικό χρυσό |
tax. | regime especial aplicável ao ouro para investimento | ειδικό καθεστώς επενδυτικού χρυσού |
tax. | regime especial aplicável aos bens em segunda mão, aos objectos de arte e de colecção e às antiguidades | ειδικό καθεστώς που εφαρμόζεται στα μεταχειρισμένα αγαθά και στα αντικείμενα καλλιτεχνικής, συλλεκτικής ή αρχαιολογικής αξίας |
tax. | regime especial das vendas em leilão | ειδικό καθεστώς για τις πωλήσεις σε δημοπρασία |
fin. | regime especial de incentivo | ειδικό καθεστώς ενθάρρυνσης |
commer., polit., fin. | regime especial de incentivo ao desenvolvimento sustentável e à boa governação | Ειδικό καθεστώς κινήτρων για την αειφόρο ανάπτυξη και τη χρηστή διακυβέρνηση |
social.sc. | regime especial de segurança social dos trabalhadores independentes | ειδικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των μη μισθωτών |
law, insur., lab.law. | regime especial de trabalhadores não assalariados | ειδικό σύστημα για μη μισθωτούς |
tax. | regime especial dos serviços prestados por via electrónica | ειδικό καθεστώς για υπηρεσίες που παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα |
tax. | regime especial dos sujeitos passivos revendedores | ειδικό καθεστώς των υποκειμένων στο φόρο μεταπωλητών |
fin. | regime específico | ειδικό καθεστώς |
commer., patents. | regime europeu de direitos de autor | Ευρωπαϊκό καθεστώς για τα πνευματικά δικαιώματα |
social.sc. | Regime fechado de prestações a longo prazo | κλειστό σύστημα μακροπρόθεσμων παροχών |
tax. | regime fiscal | σύστημα φορολόγησης |
tax. | regime fiscal | φορολογικές διατάξεις |
tax. | regime fiscal | φορολογικό σύστημα |
tax. | regime fiscal | φορολογικό καθεστώς |
econ., commer. | regime fiscal automático | αυτόματο καθεστώς φορολογικών ενισχύσεων |
econ., tax. | regime fiscal comum das fusões, cisões e entradas de ativos | κοινό φορολογικό καθεστώς συγχωνεύσεων,διασπάσεων και εισφορών στοιχείων ενεργητικού |
tax. | regime fiscal das perdas | φορολογικό καθεστώς των ζημιών |
tax. | regime fiscal privilegiado | προνομιακό φορολογικό καθεστώς |
agric. | regime fitossanitário | φυτοϋγειονομικό καθεστώς |
fin. | regime fixo de compensação | κατ'αποκοπή καθεστώς αντιστάθμισης |
law, agric. | regime florestal | δασικό δίκαιο |
law, agric. | regime florestal | δασική νομοθεσία |
agric. | regime florestal | σύστημα δασοκαλλιέργειας |
earth.sc., mech.eng. | regime fluvial | ποτάμια ροή σε ανοιχτά κανάλια |
law, fin., tax. | regime forfetário | κατ΄ αποκοπήν καθεστώς |
law, fin., tax. | regime forfetário | καθεστώς κατ'αποκοπή |
agric. | regime fundiário | σύστημα εκμετάλλευσης |
law, health. | regime geral de assistência sanitária | σύστημα πρωτοβάθμιας περίθαλψης |
fin. | regime geral de circulação e de detenção dos produtos | γενικό καθεστώς κυκλοφορίας και κατοχής προϊόντων |
fin. | regime geral de detenção | γενικό καθεστώς για την κατοχή προϊόντων |
law, social.sc. | regime geral de segurança social | γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης |
law, fin., social.sc. | regime geral de seguro de velhice | νόμος για τη γενικευμένη ασφάλιση γήρατος |
law, fin., social.sc. | regime geral de seguro para viúvas e órfãos | γενικό σύστημα ασφάλισης χηρών και ορφανών |
law, fin., social.sc. | regime geral de seguro para viúvas e órfãos | γενική ασφάλιση χηρών και ορφανών |
construct. | regime hidráulico | υδρολογικό καθεστώς |
econ., market., commun. | regime internacional | καθεστώς της διεθνούς ταχυδρομικής Υπηρεσίας |
earth.sc., mech.eng. | regime interno do ciclo de temperatura | εσωτερικές συνθήκες |
fin. | regime intracomunitário | ενδοκοινοτικό καθεστώς |
fin. | regime jurídico | δικαιοδοσία |
law | regime jurídico externo | εξωτερική νομική θέση |
law | regime jurídico interno | εσωτερική υλική θέση |
law | regime jurídico interno | εσωτερική νομική θέση |
law | regime linguístico | διατάξεις σχετικά με τη γλώσσα της διαδικασίας |
gen. | regime linguístico | γλωσσικό καθεστώς |
law | regime matrimonial | γαμική σχέση |
agric. | regime migratório das unidades populacionais de peixes | μετανάστευση των αποθεμάτων ιχθύων |
econ. | regime militar | στρατιωτικό καθεστώς |
law, health. | regime médico de medicina de grupo | διάταγμα περί ιατρικής Group Practice Scheme |
law | regime nacional de proteção | εθνικό καθεστώς προστασίας |
tax. | regime nacional de tributação do rendimento das empresas | εθνικό σύστημα φορολογίας των επιχειρήσεων |
fin., tax. | regime nas fronteiras | καθεστώς στα σύνορα |
earth.sc., transp. | regime normal | κανονική ταχύτητα |
law, fin. | regime normal da aplicação do imposto sobre o valor acrescentado | κανονικό καθεστώς εφαρμογής του φόρου προστιθέμενης αξίας |
agric. | regime normal de importação | βασικό καθεστώς εισαγωγής |
tax. | regime normal do IVA | κανονικό φορολογικό καθεστώς |
social.sc. | regime não contributivo da segurança social | καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης χωρίς εισφορές |
econ. | regime parlamentar | κοινοβουλευτικό πολίτευμα |
fin. | regime pautal não discriminatório | δασμολογικό καθεστώς χωρίς διακρίσεις |
fin., polit. | regime pautal preferencial | προτιμησιακό δασμολογικό καθεστώς |
econ. | regime penitenciário | καθεστώς των φυλακών |
earth.sc., mech.eng. | regime permanente | σταθερή κατάσταση |
earth.sc., mech.eng. | regime permanente | κατάσταση ηρεμίας |
phys.sc., energ.ind., el. | regime permanente | μόνιμη κατάσταση |
tech. | regime permanente | κατάσταση μονίμου λειτουργίας |
agric. | regime permanente de controlo da renovação da frota | μόνιμο καθεστώς ελέγχου της ανανέωσης του στόλου |
econ. | regime político | πολίτευμα |
econ. | regime presidencial | προεδρικό καθεστώς |
law | regime prisional | καθεστώς των φυλακών |
social.sc. | regime privado de reforma complementar | τομέας των παροχών ιδιωτικής συνταξιοδότησης |
fin., insur., sec.sys. | regime profissional de pensões | επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα |
fin., insur., sec.sys. | regime profissional de pensões | επαγγελματικό καθεστώς συνταξιοδότησης |
fin., insur., sec.sys. | regime profissional de pensões | επαγγελματικό σύστημα |
fin., insur., sec.sys. | regime profissional de pensões | σύστημα επαγγελματικής σύνταξης |
fin., invest. | regime proporcionado de divulgação de informações | ανάλογο καθεστώς γνωστοποίησης |
fin., social.sc. | regime provisório de previdência comum às instituições das Comunidades | κοινό προσωρινό καθεστώς προνοίας των οργάνων των Κοινοτήτων |
gen. | regime provisório de previdência comum às instituições das comunidades | κοινό προσωρινό καθεστώς προνοίας των οργάνων των Κοινοτήτων |
fin. | regime quantitativo aplicável ao comércio | ποσοτική ρύθμιση που εφαρμόζεται στο εμπόριο |
law | regime que garanta que a concorrência não seja falseada no mercado interno | ένα καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό μέσα στην εσωτερική αγορά |
econ. | regime regional de auxílios ao investimento | σχέδιο περιφερειακών επενδυτικών ενισχύσεων |
med. | regime sem glúten | δίαιτα δίχως γλουτένη |
law, fin. | regime simplificado | απλοποιημένο καθεστώς |
law | regime supletivo legal | καθεστώς που καθορίζει ο νόμος |
fin., polit. | regime suspensivo | τελωνειακή διαδικασία αναστολής |
fin., polit. | regime suspensivo | τελωνειακό καθεστώς αναστολής |
fin., polit. | regime suspensivo | καθεστώς αναστολής |
agric. | regime temporário de retirada de terras | προσωρινό καθεστώς απόσυρσης γαιών |
earth.sc., mech.eng. | regime torrencial | χειμαρρώδης ροή σε ανοικτά κανάλια |
earth.sc., mech.eng. | regime transitório | μεταβατική κατάσταση |
tax. | regime transitório | μεταβατικό καθεστώς |
fin. | regime transitório de organização comum do mercado | μεταβατικό καθεστώς της κοινής οργάνωσης αγοράς |
tax. | regime transitório do IVA | μεταβατικό καθεστώς ΦΠΑ |
law | regime transitório nacional | εθνικό μεταβατικό καθεστώς |
fin. | regime uniforme de cobrança dos recursos próprios | ενιαίο σύστημα είσπραξης των ιδίων πόρων |
tax. | regime uniforme e definitivo de cobrança dos recursos próprios provenientes do Imposto sobre o Valor Acrescentado | ομοιόμορφο οριστικό καθεστώς είσπραξης των ιδίων πόρων που προέρχονται από το φόρο επί της προστιθεμένης αξίας |
earth.sc., mech.eng. | regime variável | μεταβλητή κατάσταση |
earth.sc., mech.eng. | regime variável | ασταθής κατάσταση |
social.sc. | Regime Voluntário de Pensões | σχέδιο εθελοντικής συνταξιοδότησης |
account. | regimes de pensões | συνταξιοδοτικά προγράμματα |
account. | regimes de pensões de prestações proporcionais | συνταξιοδοτικά προγράμματα χρηματικής αγοράς |
account. | regimes de reformas | προγράμματα συνταξιοδότησης |
account. | regimes de segurança social | προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης |
fin., IT | regimes preferenciais | προτιμησιακά καθεστώτα |
law, cust. | regulamentares e administrativas relativas ao regime das zonas francas | νομοθετικές,κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αφορούν το καθεστώς των ελεύθερων ζωνών |
law, cust. | regulamentares e administrativas relativas ao regime dos entrepostos aduaneiros | νομοθετικές,κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αφορούν το καθεστώς της τελωνειακής αποταμίευσης |
law, agric. | Regulamento do Parlamento Europeu e do Conselho que estabelece regras para os pagamentos diretos aos agricultores ao abrigo de regimes de apoio no âmbito da política agrícola comum | Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κανόνων για άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς βάσει καθεστώτων στήριξης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής |
gen. | retirar do regime de segurança social | αφαιρώ από το πακέτο του ταμείου ασθενείας |
law, insur. | régime complementar | καθεστώς συμπληρωματικής ασφάλισης |
agric. | sal de regime | άλας διαίτης |
law | ser protegido por um regime de direito | είμαι υπό την προστασία κανόνων δικαίου |
law | ser protegido por um regime de direito | προστατεύομαι από καθεστώς δικαίου |
law | sujeitos a um regime de segredo | υποβάλλονται σε καθεστώς απορρήτου |
law | suspensão da execução em aplicação do regime de prova | αναστολή εκτέλεσης επί δοκιμασία |
tax. | território com regime fiscal privilegiado | περιοχή χαμηλού φορολογικού συντελεστή |
gen. | teste/ensaio em regimes estabilizados | έλεγχος με σταθερές ταχύτητες |
med. | toma observada diretamente em regime de tratamento curto | βραχεία αντιφυματική θεραπεία με άμεση ιατρική επίβλεψη |
social.sc., empl. | trabalho em regime de voluntariado | εθελοντική εργασία |
social.sc. | trabalho em regime de voluntariado | αφιλοκερδής εθελοντική δράση |
social.sc. | tratamento em regime ambulatório | θεραπεία σε κέντρο εξωτερικής παραμονής |
social.sc. | tratamento em regime de internamento | θεραπεία εσωτερικής διαμονής |
fin. | tributação do regime simplificado | εκκαθάριση σύμφωνα με το κατ' αποκοπή σύστημα |
fin. | tributação do regime simplificado | εκκαθάριση κατ' αποκοπή |
earth.sc., mech.eng. | troca de calor em regime transitório | μεταβατική θερμική ροή |
agric. | um regime de diferente valorização do leite,conforme a utilização | διαφορετικό,ανάλογα με τη χρήση,καθεστώς εκτιμήσεως της αξίας του γάλακτος |
gen. | um regime destinado a garantir que a concorrência não seja falseada | καθεστώς που να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό |
law | utilização de objetos imobiliários em regime de fruição a tempo repartido | χρήση ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής ιδιοκτησίας |
commer., polit. | utilização do regime aduaneiro | χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος |
tax. | valor tributável no regime interno | βάση επιβολής του φόρου στο εσωτερικό καθεστώς |
earth.sc., environ. | vibração em regime estável | δόνηση σταθερής περιόδου |
agric. | vinho de regime | διαιτητικός οίνος |