DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Environment containing partir | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
eletricidade gerada a partir de recursos energéticos renováveisηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
eletricidade produzida a partir de fontes de energia renováveisηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας
fornecimento de oxigénio a partir da superfície da águaτροφοδοσία σε/με οξυγόνο από την επιφάνεια του νερού/ύδατος
poluição pelos nitratos a partir de fontes difusasρύπανση που οφείλεται σε νιτρικές ενώσεις από διάχυτες πηγές
resíduos do fabrico de cimento, cal e gesso e de artigos fabricados a partir delesΑπόβλητα από την παραγωγή τσιμέντου, υδρασβέστου, ασβεστοκονιάματος και αντικειμένων και προϊόντων που κατασκευάζονται από αυτά
resíduos do fabrico de cimento, cal e gesso e de artigos fabricados a partir delesαπόβλητα από την παραγωγή τσιμέντου,υδρασβέστου,ασβεστοκονιάματος και αντικειμένων και προϊόντων που κατασκευάζονται από αυτά