Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Albanian
Amharic
Arabic
Armenian
Assamese
Azerbaijani
Basque
Bengali
Bosnian
Bosnian cyrillic
Bulgarian
Catalan
Chinese
Chinese Taiwan
Chinese simplified
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Filipino
Finnish
French
Galician
Georgian
German
Greek
Gujarati
Hausa
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Igbo
Indonesian
Inuktitut
Irish
Italian
Japanese
Kannada
Kazakh
Khmer
Kinyarwanda
Konkani
Korean
Kyrgyz
Lao
Latvian
Lithuanian
Luxembourgish
Macedonian
Malay
Malayalam
Maltese
Maori
Marathi
Nepali
Norwegian Bokmål
Odia
Pashto
Persian
Polish
Punjabi
Quechuan
Romanian
Russian
Serbian
Serbian Latin
Sesotho sa leboa
Sinhala
Slovak
Slovene
Spanish
Swahili
Swedish
Tamil
Tatar
Telugu
Thai
Tswana
Turkish
Turkmen
Ukrainian
Urdu
Uzbek
Vietnamese
Welsh
Wolof
Xhosa
Yoruba
Zulu
Terms
for subject
General
containing
local
|
all forms
|
exact matches only
Portuguese
Greek
acidente ocorrido no
local
de trabalho e acidente ocorrido no trajeto para o trabalho
εργατικό ατύχημα ή ατύχημα καθ'οδόν από ή προς τον τόπο εργασίας
agente de desenvolvimento
local
e regional
τοπικός και περιφερειακός αναπτυξιακός φορέας
alteração do
local
geográfico de afetação
αλλαγή τόπου υπηρεσίας
aquecimento
local
τοπική θέρμανση
Assembleia
local
Τοπική συνέλευση
Assembleia Regional e
Local
Euro-Mediterrânica
Ευρωμεσογειακή Περιφερειακή και Τοπική Συνέλευση
associação de autoridades
locais
ένωση τοπικής αυτοδιοίκησης
autarquia
local
΄Οργανο Τοπικής Αυτοδιοίκησης
autarquia
local
κύριος οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
autoridade
local
κύριος οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
Carta Europeia de Autonomia
Local
Ευρωπαϊκός Χάρτης της τοπικής αυτονομίας
clima
local
τοπικό κλίμα
coletividades regionais e
locais
οργανισμοί περιφερειακής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης
comité
local
τοπική επιτροπή
comité organizador
local
τοπική οργανωτική επιτροπή
condicionamento
local
de amostras
προετοιμασία δειγμάτων επιτόπου
Conferência Tecnológica Permanente das Autarquias
Locais
Europeias
Μόνιμη Τεχνολογική Διάσκεψη Ευρωπαϊκών Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης
Congresso dos Poderes
Locais
e Regionais da Europa
Κογκρέσο των Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης
Congresso dos Poderes
Locais
e Regionais da Europa
Κογκρέσο Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών της Ευρώπης
Conselho Consultivo das Coletividades Regionais e
Locais
de Direito Público
Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Οργανισμών Περιφερειακής και Τοπικής Αυτοδιοίκησης
conservar o recipiente num
local
bem ventilado
Σ9
conservar o recipiente num
local
bem ventilado
το δοχείο να διατηρείται σε καλά αεριζόμενο μέρος
controlo no
local
επιτόπιος έλεγχος
controlo no próprio
local
επιτόπου έλεγχος
controlo no próprio
local
επιτόπιος έλεγχος
cooperação consular
local
em matéria de vistos
τοπική συνεργασία Σένγκεν
cooperação descentralizada a favor das comunidades
locais
αποκεντρωμένη συνεργασία υπέρ τοπικών κοινοτήτων
cooperação Schengen
local
τοπική συνεργασία Σένγκεν
decisores
locais
οι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο οι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο
desenvolver relações de parceria diretas e duradouras entre entidades
locais
da Europa e da América Latina
Ανάπτυξη άμεσων και μόνιμων εταιρικών σχέσεων μεταξύ τοπικών φορέων της ΕΕ και της Λατινικής Αμερικής
despesas do funcionário deslocado até ao
local
de execução da tarefa cometida
έξοδα μετακινήσεως
efeitos
locais
de um projétil
τοπικές συνέπειες από εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο
efetuar sondagens em anel à volta dos
local
previsto para o poço
εκτελούμεν γεωτρήσεις κυκλικώς περί την προβλεπομένην θέσιν του φρέατος
entidade ou autoridade
local
οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
entregar num
local
autorizado para recolha de resíduos
Σ56
entregar num
local
autorizado para recolha de resíduos
να μη διοχετευθεί σε δίκτυο υπονόμων ή στο περιβάλλον.Να διατεθεί σε εγκεκριμένο χώρο συλλογής αποβλήτων
exame do
local
επισκόπηση της περιοχής εγκαταστάσεως
exame do
local
επισκόπηση της θέσεως εγκαταστάσεως
falta de residência habitual no Estado em cujo território está situado o seu
local
de afetação
μη συνήθης κατοικία στο κράτος διορισμού
fatores ligados à interação entre o
local
e a central
παράγοντες αλληλεπιδράσεως εγκαταστάσεως-περιβάλλοντος
fiscalização no próprio
local
επιτόπιος έλεγχος
fiscalização no próprio
local
επιτόπου έλεγχος
grupo de peritos para a melhoria da informação no âmbito da segurança, da higiene e da saúde no
local
de trabalho
Ομάδα εμπειρογνωμόνων δελτίωση της πληροφόρησης στον τομέα της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας στους χώρους εργασίας
Grupo de Trabalho "Política
Local
"
Ομάδα Εργασίας "Τοπική πολιτική"
Grupo de Trabalho "Representantes
Locais
Eleitos"
Ομάδα εργασίας "Εκπρόσωποι τοπικής αυτοδιοίκησης"
iniciativa de desenvolvimento
local
πρωτοβουλία τοπικής ανάπτυξης
iniciativa
local
de emprego
τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης
iniciativa
local
para o emprego
τοπική πρωτοβουλία για την απασχόληση
Iniciativas
locais
de desenvolvimento e de emprego
Τοπικές πρωτοβουλίες ανάπτυξης και απασχόλησης
inscrição no
local
εγγραφή επί τόπου
jornada fora do
local
habitual de trabalho
ημέρα εκτός έδρας
local
de afetação
τόπος διορισμού
local
de afetação oficial do funcionário notado
θέση στην οποία έχει επίσημα τοποθετηθεί ο κρινόμενος
local
de atividade da Instituição
υπηρεσιακός χώρος του Οργάνου
local
de emissão
τόπος έκδοσης
local
de pagamento
θέση χρεώσεως
local
de trabalho
πόστο
local
de trabalho provisório
προσωρινός τόπος εργασίας
local
do abate
τόπος σφαγής
local
do congresso
χώρος συνεδριάσεων
local
do congresso
χώρος συνεδρίου
local
do sinistro
τόπος ατυχήματος
manter o recipiente bem fechado em
local
bem ventilado
Σ7/9
manter o recipiente bem fechado em
local
bem ventilado
το δοχείο διατηρείται ερμητικά κλεισμένο και σε καλά αεριζόμενο μέρος
Ministro-Adjunto do Ministério da Educação, encarregado da Juventude e Desportos, e do Ministério do Ambiente, encarregado da Reforma do Poder
Local
e da Gestão do Tráfego Urbano
Υφυπουργός Παιδείας με ειδική αρμοδιότητα για τη Νεολαία και τον Αθλητισμό και Υφυπουργός Περιβάλλοντος με ειδική αρμοδιότητα για την τοπική κυβερνητική μεταρρύθμιση και τη διαχείριση της αστικής κυκλοφορίας
Ministro-Adjunto dos Assuntos Europeus e do Desenvolvimento
Local
da Presidência do Conselho
Υφυπουργός του Υπουργείου Προεδρίας
Taoiseach
υπεύθυνος για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις και την Τοπική Ανάπτυξη
missão de substituição das forças policiais
locais
υποκατάσταση των τοπικών αστυνομικών δυνάμεων
método baseado na população do
local
e na dispersão atmosférica
μέθοδος συνδυάζουσα πληθυσμικά χαρακτηριστικά και χαρακτηριστικά ατμοσφαιρικής διασποράς της περιοχής
método baseado no fator do
local
e do setor
μέθοδος συντελεστών τομέως και περιοχής
método do fator demográfico do
local
μέθοδος πληθυσμικού συντελεστού περιοχής
observações no
local
στατικές παρατηρήσεις/επιτηρήσεις
organização cívica de âmbito
local
e municipal
οργάνωση συμμετοχής των πολιτών στον τοπικό και δημοτικό βίο
Organização
local
Τοπική οργάνωση
pessoal afeto ao
local
προσωπικό επί τόπου του έργου
plano de desenvolvimento da democracia
local
σχέδιο Lodé
plano de desenvolvimento da democracia
local
σχέδιο για την ανάπτυξη της τοπικής δημοκρατίας
posto fronteiriço
local
προσωπικό μεθοριακού σταθμού
Programa de Apoio à Cooperação entre as Autarquias
Locais
da Europa e as dos Países Terceiros Mediterrânicos
PTM
Πρόγραμμα στήριξης της συνεργασίας μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης της Ευρώπης και των ίδιων οργανισμών των Τρίτων Μεσογειακών Χωρών
ΤΜΧ
Programa de apoio à cooperação entre as coletividades
locais
da Europa e as dos países terceiros mediterrânicos
Πρόγραμμα στήριξης της συνεργασίας μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης της Ευρώπης και των ίδιων οργανισμών των Τρίτων Μεσογειακών Χωρών
Programa de apoio à cooperação entre as coletividades
locais
da Europa e as dos países terceiros mediterrânicos
PTM
Πρόγραμμα στήριξης της συνεργασίας μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης της Ευρώπης και των ίδιων οργανισμών των Τρίτων Μεσογειακών Χωρών
ΤΜΧ
Programa de Ação no domínio da Segurança, da Higiene e da Saúde no
Local
de Trabalho
Πρόγραμμα δράσης στο τομέα της ασφάλειας,της υγιεινής και της προστασίας της υγείας στο χώρο εργασίας
proteção dos trabalhadores no
local
de trabalho
προστασία των εργαζομένων στο χώρο της εργασίας
Protocolo Adicional à Carta Europeia de Autonomia
Local
sobre o Direito de Participar nos Assuntos das Autarquias Locais
Πρόσθετο πρωτόκολλο στον ευρωπαϊκό χάρτη τοπικής αυτονομίας σχετικά με το δικαίωμα συμμετοχής στις υποθέσεις των τοπικών συνεταιρισμών
reclassificação dos agentes
locais
ανακατάταξη των τοπικών υπαλλήλων
reconhecimento do
local
αναγνώριση στο πλαίσιο ενεργειών διάσωσης
reforço das capacidades das polícias
locais
ενίσχυση των ικανοτήτων των τοπικών αστυνομικών δυνάμεων
Regulamentação sobre as condições de emprego dos agentes
locais
κανόνες για τον καθορισμό των όρων εργασίας των τοπικών υπαλλήλων
se necessário,o controlo será feito no próprio
local
ο έλεγχος ενεργείται εν ανάγκη επί τόπου
Secretário de Estado da Administração
Local
e do Ordenamento do Território
Αναπληρωτής Υπουργός Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Χωροταξίας
secção
local
τοπικό τμήμα
secção
local
τοπική επιτροπή
segurança no
local
de trabalho
ασφάλεια στους χώρους εργασίας
serviços
locais
τοπικές υπηρεσίες
sinalização no
local
de trabalho
σήμανση ασφαλείας στον τόπο εργασίας
subsídio por adstrição ao
local
de trabalho e ao domicílio
επίδομα επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή στην οικία
supervisor
local
τοπικός επιθεωρητής
supervisor
local
περιφερειακός επιθεωρητής
técnica de desenvolvimento
local
τεχνική τοπικής ανάπτυξης
União Internacional das Autoridades
Locais
Διεθνής'Ενωση Τοπικών Αρχών
usos
locais
τοπικές συνήθειες
ventilação
local
τοπικός απαγωγός
Órgão executivo
local
Τοπικό εκτελεστικό όργανο
Get short URL