Subject | Portuguese | Greek |
econ. | admissão a exame | συμμετοχή στις εξετάσεις |
gen. | aparelho para exame automático de documentos | συσκευές για μηχανική επαλήθευση εγγράφων |
gen. | aparelho para exame automático de documentos | συσκευές για μηχανική εξέταση κειμένων |
med. | aparelho para exame oftalmológico | συσκευή για την εξέταση της όρασης |
industr., construct. | aparelho para exame radiológico | συσκευή ακτινολογικής εξέτασης |
med. | aparelho para exame visual | συσκευή για την εξέταση της όρασης |
law | autoridade de exame | εξεταστική αρχή |
med. | cadeira para exame radiológico | πολυθρόνα για ακτινολογική εξέταση |
nat.sc. | caixa iluminada para exame à transparência | φωτοτράπεζα διαφανοσκόπησης |
nat.sc. | caixa iluminada para exame à transparência | φωτοτράπεζα για έρευνες με φωτισμό εκ των όπισθεν |
transp., industr. | certificado de exame "CE de tipo" | βεβαίωση "τύπου ΕΚ" |
transp., industr. | certificado de exame "CE de tipo" | βεβαίωση εξέτασης τύπου ΕΚ |
health., ed., school.sl. | certificado de exame de Estado de médico | πιστοποιητικό κρατικών εξετάσεων ιατρικής |
med. | colheita de exsudado para exame bacteriológico | βακτηριολογική δερματική λήψη |
med. | colheita de material para exame micológico | μυκητολογική δερματική λήψη |
health., ed. | comissão de exame de Estado | κρατική εξεταστική επιτροπή |
econ., health., chem. | Comité Científico Consultivo para o Exame da Toxicidade e da Ecotoxicidade dos Compostos Químicos | επιστημονική συμβουλευτική επιτροπή για την εξέταση της τοξικότητας και της οικοτοξικότητας των χημικών ενώσεων |
econ., health., chem. | Comité Científico Consultivo para o Exame da Toxicidade e da Ecotoxicidade dos Compostos Químicos | Επιστημονική Συμβουλευτική Επιτροπή για την Εξέταση της Τοξικότητας και της Οικοτοξικότητας των Χημικών Ουσιών |
law | comité para o procedimento de exame | επιτροπή διαδικασίας εξέτασης |
med. | conclusão do exame | συμπέρασμα της εξετάσεως |
gen. | conferência de exame e de prorrogação do tratado | διάσκεψη για την εξέταση και την παράταση ισχύος της συνθήκης |
transp., UN | Conferência encarregada do exame do Código de Conduta das Conferências Marítimas | Διάσκεψη σχετικά με την εξέταση του Κώδικα Συμπεριφοράς των Θαλασσίων Διασκέψεων |
transp. | Convenção n° 73 da OIT relativa aos exames médicos dos marítimos | Σύμβαση IMO αριθ.73 για τις ιατρικές εξετάσεις των ναυτικών |
social.sc. | Convenção relativa ao Exame Médico de Aptidão de Crianças e Adolescentes para o Emprego em Trabalhos Não-Industriais | Σύμβαση "περί της ιατρικής εξετάσεως ικανότητος των παιδιών και νεαρών προσώπων δι'απασχόλησιν εις τας μη βιομηχανικάς εργασίας" |
social.sc. | Convenção relativa ao Exame Médico de Aptidão dos Adolescentes para o Emprego nos Trabalhos Subterrâneos nas Minas | Σύμβαση "περί της ιατρικής εξετάσεως της ικανότητος των νεαρών προσώπων δι'απασχόλησιν εις υπογείους εργασίας εις τα ορυχεία" |
social.sc. | Convenção relativa ao Exame Médico de Aptidão para o Emprego na Indústria das Crianças e dos Adolescentes | Σύμβαση "περί της ιατρικής εξετάσεως της ικανότητος των παιδιών και των νεαρών προσώπων δι'απασχόλησιν εις την βιομηχανίαν" |
health. | Convenção relativa ao Exame Médico dos Trabalhadores Marítimos | Σύμβαση "περί ιατρικής εξετάσεως ναυτικών" |
health., transp. | convenção relativa aos exames médicos dos marítimos | Σύμβαση για τις ιατρικές εξετάσεις των ναυτικών |
social.sc. | Convenção sobre o Exame Médico dos Adolescentes Trabalhos não Industriais, 1946 | Σύμβαση "περί της ιατρικής εξετάσεως ικανότητος των παιδιών και νεαρών προσώπων δι'απασχόλησιν εις τας μη βιομηχανικάς εργασίας" |
social.sc. | Convenção sobre o Exame Médico dos Adolescentes Trabalhos Subterrâneos, 1965 | Σύμβαση "περί της ιατρικής εξετάσεως της ικανότητος των νεαρών προσώπων δι'απασχόλησιν εις υπογείους εργασίας εις τα ορυχεία" |
social.sc. | Convenção sobre o Exame Médico dos Adolescentes Indústria, 1946 | Σύμβαση "περί της ιατρικής εξετάσεως της ικανότητος των παιδιών και των νεαρών προσώπων δι'απασχόλησιν εις την βιομηχανίαν" |
gen. | Convenção sobre o Exame Médico Obrigatório das Crianças e dos Jovens Empregados a bordo dos Navios | Σύμβαση "περί υποχρεωτικής ιατρικής εξετάσεως παίδων και εφήβων εργαζομένων επί πλοίων" |
law | custos do exame técnico | δαπάνες της τεχνικής εξέτασης |
gen. | dependendo do grau de exposição,são aconselhados exames médicos periódicos | ανάλογα με το βαθμό έκθεσης συνιστάται τακτική ιατρική εξέταση |
ed. | despesas de inscrição e de exame | τέλη εγγραφής και εξέταστρα |
polit., law | despesas do exame pericial | έξοδα πραγματογνωμοσύνης |
gen. | divisão de exame dos requisitos formais | τμήμα εξέτασης των τυπικών προϋποθέσεων |
commun. | ensaio de exame de tipo | δοκιμή εξέτασης τύπου |
earth.sc. | espelho para exame de canalizações | καθρέφτης για την εξέταση των αποχετευτικών δικτύων |
earth.sc. | espelho para exame de chaminés | καθρέφτης για την εξέταση καπνοδόχων |
law | exame analítico do acervo | αναλυτική εξέταση |
gen. | exame anual do nível das remunerações | ετήσια εξέταση του επιπέδου αποδοχών |
life.sc. | exame ao microscópio | μικροσκοπική εξέταση |
law | exame aprofundado de factos complexos | ενδελεχής έρευνα περίπλοκων πραγματικών περιστάσεων |
med. | exame auricular | εξέταση των αυτιών |
med. | exame auricular | εξέταση ακοής |
gen. | exame-avaliação | ανασκόπιση και αξιολόγηση |
med. | exame bacteriológico da pele e mucosas | βακτηριολογική εξέταση δέρματος και βλεννογόνων |
med. | exame bacteriológico da urina | κυτταροβακτηριολογική εξέταση των ούρων |
transp. | exame "CE" de tipo | εξέταση "ΕΚ" του τύπου |
law, tech. | exame CE de tipo | εξέταση τύπου ΕΟΚ |
law | exame centralizado dos pedidos de patentes | συγκεντρωτική εξέταση των αιτήσεων ευρεσιτεχνίας |
med. | exame citobacterilógico do exsudado vaginal | κυτταροβακτηριολογική εξέταση κολπικών λήψεων |
med. | exame citobacteriológico da urina | επιχρίσματα ούρων |
med. | exame citobacteriólogico da expetoração | κυτταροβακτηριολογική εξέταση υλικών απόχρεμψης |
med. | exame citológico, bacteriológico e micológico da pele | κυτταροβακτηριολογική και μυκητολογική εξέταση του δέρματος |
med. | exame citoquímico e bacteriológico de um líquido orgânico | χημική και κυτταροβακτηριολογική εξέταση υγρού του οργανισμού |
med. | exame clínico | κλινική εξέταση |
med. | exame com intubação gástrica | δοκιμασία με γαστρική διασωλήνωση |
agric. | exame comparativo | συγκριτική εξέταση |
health. | exame completo | προσυμπτωματικός έλεγχος |
health. | exame completo | τσέκ-άπ |
law | exame da oposição | εξέταση της ανακοπής |
nat.sc., agric. | exame das alterações em matéria de cheiro | εξέταση των ανωμαλιών στην οσμή |
law | exame das condições de depósito | εξέταση των προϋποθέσεων της αίτησης |
law | exame das condições relacionadas com a qualidade do titular | εξέταση των προϋποθέσεων που έχουν σχέση με την ιδιότητα του δικαιούχου |
gen. | exame das não-conformidades | εξέταση συμβατικών ασυμφωνιών |
gen. | exame das ofertas | ανάλυση προσφορών |
fin. | exame das políticas comerciais | εξέταση της εμπορικής πολιτικής |
law, ed. | exame de admissão | εισαγωγική εξέταση |
law, ed. | exame de admissão | εισαγωγικές εξετάσεις |
ed. | exame de admissão à universidade | εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο |
lab.law. | exame de aptidão | εξέταση επαγγελματικής επάρκειας |
lab.law. | exame de aptidão | επαγγελματική εξέταση |
med. | exame de aptidão | ιατρική εξέταση ικανότητας για εργασία |
lab.law. | exame de aptidão profissional | δοκιμασία επαγγελματικών ικανοτήτων |
IT | exame de casos limite | εξέταση των ακραίων περιπτώσεων |
tech. | exame de conceção | επισκόπηση σχεδιασμού |
med. | exame de contraste radiológico | ραδιολογική εξέτασις με αδιαφανές μέσο |
law | exame de determinada causa | εξέταση ορισμένης υποθέσεως |
law | exame de determinado processo | εξέταση ορισμένης υποθέσεως |
work.fl. | exame de documentos preparatórios | ανασκόπηση εγγράφων στοιχείων |
ed. | exame de fim de aprendizagem artesanal | Τελικές Εξετάσεις Μαθητείας Χειροτεχνών |
agric. | exame de leite | ανάλυση γάλακτος |
agric. | exame de leite | έλεγχος γάλακτος |
agric. | exame de leite | ανάλυση του γάλακτος |
med. | exame de sangue | δοκιμασία αίματος |
agric., polit. | "exame de saúde" da reforma da PAC | διαγνωστικός έλεγχος της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής |
agric., polit. | "exame de saúde" da reforma da PAC | "Τσεκ απ" της κοινής γεωργικής πολιτικής |
med. | exame de sensibilidade aos contrastes | εξέταση της οπτικής αντίληψης των αντιθέσεων |
nat.sc., agric. | exame do esperma | έλεγχος σπέρματος |
gen. | exame do local | επισκόπηση της περιοχής εγκαταστάσεως |
gen. | exame do local | επισκόπηση της θέσεως εγκαταστάσεως |
med. | exame do muco cervical | εξέταση τραχηλικής βλέννας |
law, immigr. | exame do pedido de asilo | εξέταση αίτησης ασύλου |
law | exame do recurso | εξέταση της προσφυγής |
environ. | exame dos gases de combustão | εξέταση ανάλυση απαερίων καυσαερίων |
environ. | exame dos gases de combustão | εξέταση ανάλυση απαερίων (καυσαερίων) |
law | exame dos motivos absolutos de recusa | εξέταση των απόλυτων λόγων απαραδέκτου |
law | exame dos recursos | Εξέταση των προσφύγων |
forestr. | exame dos solos | εξέταση του εδάφους |
construct. | exame e aprovação prévia dos projetos de implantação no território | εξέταση και προηγούμενη έγκριση της τοποθεσίας όπου σχεδιάζεται να ανεγερθούν οι εγκαταστάσεις |
environ. | exame e controlo dos dispositivos de proteção | Eξέταση και έλεγχος των συσκευών προστασίας |
nat.sc., agric. | exame em cultura | εξέταση στην καλλιέργεια |
transp. | exame em profundidade | σε βάθος εξέταση |
transp., avia. | exame específico | εξέταση τύπου |
med. | exame extemporâneo | ταχεία βιοψία |
tax. | exame fiscal coordenado | συντονισμένη φορολογική εξέταση |
med. | exame genético no âmbito de medicina do trabalho | γενετική εξέταση στο πλαίσιο της επαγγελματικής ιατρικής |
health. | exame histopatológico | ιστοπαθολογική εξέταση |
law | exame limitado às alegações de facto | εξέταση περιοριζόμενη στα προβαλλόμενα επιχειρήματα |
med. | exame micológico da pele e anexos cutâneos | μυκητολογική εξέταση δέρματος και επιδερμικών παραγώγων |
met. | exame micrográfico | μικρογραφική εξέταση |
econ., market. | exame multilateral do litígio | πολυμερής διαδικασία εξέτασης της διαφοράς |
econ. | exame médico | ιατρική εξέταση |
med. | exame médico de aptidão | ιατρική εξέταση ικανότητας για εργασία |
gen. | exame médico para contratação | ιατρική εξέταση κατά την πρόσληψη |
gen. | exame médico periódico | περιοδική ιατρική εξέταση |
gen. | exame médico preventivo | προληπτική ιατρική εξέταση |
med. | exame neuroftalmológico | νευροοφθαλμολογικός έλεγχος |
med. | exame oficial das variedades | επίσημη εξέταση των ποικιλιών |
law | exame oficioso dos factos | αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών |
law | exame oficioso dos factos pelo Instituto | εξέταση των πραγματικών περισταστικών από το Γραφείο αυτεπαγγέλτως |
IT | exame oftalmológico | οφθαλμολογική εξέταση |
agric., fish.farm., food.ind. | exame organoléptico | οργανοληπτικός έλεγχος |
agric. | exame organoléptico | οργανοληπτική εξέταση |
chem. | exame organolético | οργανοληπτική αξιολόγηση |
agric. | exame organolético | οργανοληπτικός έλεγχος |
med. | exame parasitológico das fezes | παρασιτολογική εξέταση κοπράνων |
health. | exame patológico | παθολογικές εξετάσεις |
gen. | exame pela direção | ανασκόπιση της διοικήσεως |
h.rghts.act., UN | Exame Periódico Universal | καθολική περιοδική εξέταση |
market. | exame pormenorizado | λεπτομερής λογιστική ανάλυση |
health. | exame post mortem | μετά θάνατον αυτοψία |
med. | exame preliminar | προκαταρκτική εξέταση |
lab.law. | exame profissional | επαγγελματικές εξετάσεις |
fin. | exame prévio | εξέταση εκ των προτέρων |
gen. | exame prévio à entrada ao serviço | εξέταση προ της θέσεως σε λειτουργία |
energ.ind., el. | exame pós-irradiação | εξέταση μετά την ακτινοβόληση |
med. | exame radiológico | ραδιολογική εξέταση |
med. | exame radiológico do trânsito intestinal com carmim | δοκιμασία καρμινίου |
med. | exame radiológico do trânsito intestinal com salazopirina | δοκιμασία σαλαζοπυρίνης |
el. | exame técnico | τεχνικός έλεγχος |
gen. | exame técnico | τεχνική εξέταση |
patents. | exame técnico da variedade vegetal | τεχνική εξέταση της φυτικής ποικιλίας |
med. | exame urodinâmico | ουροδυναμική διερεύνηση |
med. | exame vestibular | εξέταση της αίθουσας |
agric. | exame virológico | ιολογική εξέταση |
met. | exame visual | οπτική εξέταση |
tech. | exame visual | μακροσκοπική εξέταση |
mater.sc. | exame volumétrico | εξέταση σε βάθος |
R&D. | exame ético | δεοντολογική εξέταση |
law | exames periciais | διενέργεια πραγματογνωμοσύνης |
law | exames periciais | διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης |
law | exemplar de exame | αντίγραφο εξέτασης |
ed. | exigência para o exame | απαίτηση |
tech. | filme que serve ao exame dos resultados | ταινία χρησιμοποιούμενη για την ανάλυση των αποτελεσμάτων της δοκιμής |
ed. | instituir exames | καθιερώνω εξετάσεις |
law, ed. | júri de exame | εξεταστική επιτροπή |
med. | lente para exame da vista | γυαλιά για την εξέταση της όρασης |
med. | lente para exame dos órgãos visuais | γυαλιά για την εξέταση της όρασης |
med. | luva de exame | γάντι εξέτασης |
med. | lâmpada de UV para exame do cristalino | λάμπα με υπεριώδεις ακτίνες για την εξέταση του καταράκτη |
econ., market. | Mecanismo de Exame das Políticas Comerciais | Μηχανισμός ελέγχου εμπορικών πολιτικών |
law, fin. | Mecanismo de Exame das Políticas Comerciais | μηχανισμός ελέγχου εμπορικών πολιτικών |
law, fin. | Mecanismo de Exame às Políticas Comerciais | μηχανισμός ελέγχου εμπορικών πολιτικών |
med. | mesa para exame clínico | τραπέζι για κλινικές εξετάσεις |
med. | mesa para exame radiológico | τραπέζι ακτινοσκόπησης |
med. | mesa para exame radiológico | ακτινολογικό τραπέζι |
med. | mesa para exame radiológico | τραπέζει για ακτινολογική εξέταση |
earth.sc. | microscópio especial para exame de pedras de relojoaria | μικροσκόπιο για την εξέταση των ρουμπινιών ωρολογοποιίας |
gen. | não início do processo de exame | παράλειψη κινήσεως της διαδικασίας εξετάσεως |
law | organismo de exame | γραφείο εξέτασης |
nat.res. | organismo de exame | Γραφείο Εξέτασης |
law | pagamento do exame pericial | κάλυψη των εξόδων της πραγματογνωμοσύνης |
gen. | pedido indeferido de exame de um processo | απορριφθείσα αίτηση για εξέταση υπόθεσης |
law | possibilidade de confiar um exame pericial a qualquer pessoa, corporação, comissão ou órgão | δυνατότητα αναθέσεως πραγματογνωμοσύνης σε οποιοδήποτε πρόσωπο,σώμα,γραφείο,επιτροπή ή όργανο |
med. | preparação opacificante para exames radiográficos | σκιατικό παρασκεύασμα για ακτινογραφικές εξετάσεις |
gen. | princípio do "duplo exame" | αρχή της διπλής εξέτασης |
gen. | procedimento de exame | διαδικασία εξέτασης |
econ., commer., polit. | procedimento de exame independente | διαδικασία ανεξάρτητης εξέτασης |
commer. | processo acelerado de exame prévio | ταχεία διαδικασία προηγούμενης εξέτασης |
law | processo de exame | διαδικασία εξέτασης |
agric. | processo de exame dos programas | διαδικασία εξέτασης του προγράμματος |
ed. | programa de exames universitários | πρόγραμμα πανεπιστημιακών εξετάσεων |
cultur. | prova para exame | διόρθωση της παρασημείωσης |
law | provisão que garanta o pagamento das despesas relativas ao exame pericial | προκαταβολή για την κάλυψη των εξόδων της πραγματογνωμοσύνης |
econ. | receção e exame das propostas | παραλαβή και εξέταση των προσφορών |
tech. | registo de exame ultrassónico exaustivo | πλήρη αρχεία στοιχείων ελέγχου με υπερήχους |
law | relatório de exame | έκθεση εξέτασης |
gen. | relatórios de exame | έκθεση εξέτασης |
law | requerimento de exame | αίτηση έρευνας του φακέλου |
med. | resultado de exame | αποτέλεσμα εξέτασης |
fin. | resultado do exame efetuado pela alfândega | διαπιστώσεις του τελωνείου |
law | revogação da atribuição de funções ao organismo de exame | ανάκληση της ανάθεσης στο οικείο γραφείο εξέτασης |
pharma., mech.eng. | sala de exame | αίθουσα εξετάσεων |
med. | sala de exames funcionais | εργαστήριο λειτουργικών δοκιμασιών |
insur. | seguro sem exame médico | ομαδική ασφάλιση ανικανότητας χωρίς ατομική ιατρική εξέταση |
med. | serviço de exame post mortem | υπηρεσία μεταθανάτιας εξέτασης |
law | sistema de patente sem exame | σύστημα ευρεσιτεχνίας χωρίς εξέταση |
med. | tabela de exame | εξεταστική κλίνη |
law | taxa de exame | τέλος εξέτασης |
law | taxa de exame do processo | τέλος για την έρευνα του φακέλου |
econ. | taxas para passaportes,exames e cartas de condução | παράβολα διαβατηρίων,παράβολα εξετάσεων και αδειών οδήγησης |
tech., met. | técnicas de impressão para exame ao microscópio eletrónico | τεχνικές αποτυπώσεων για την εξέταση των μικροδομών στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο |
econ., market. | Órgão de Exame das Políticas Comerciais | Οργανο ελέγχου εμπορικών πολιτικών |
law, fin. | Órgão de Exame das Políticas Comerciais | Οργανο Ελέγχου Εμπορικών Πολιτικών |