Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Chinese Taiwan
Czech
Danish
Dutch
English
Greek
Hungarian
Indonesian
Lao
Macedonian
Maori
Nepali
Polish
Portuguese
Russian
Slovak
Slovene
Telugu
Ukrainian
Xhosa
Zulu
Terms
for subject
Commerce
containing
em
|
all forms
|
exact matches only
Portuguese
Greek
Comité Consultivo da defesa contra os entraves ao comércio que tenham efeitos no mercado comunitário
ou
no mercado de um país terceiro
Συμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εμποδίων στο εμπόριο που έχουν συνέπειες για την αγορά της Κοινότητας ή τρίτης χώρας
Comité para
a
aplicação do sistema de certificação do Processo de Kimberley para o comércio internacional de diamantes em bruto
Επιτροπή για την εφαρμογή του συστήματος πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ στο διεθνές εμπόριο ακατέργαστων διαμαντιών
cortes especiais de bovinos embalados
em
caixa de papelão
ειδικό τεμάχιο βοοειδούς σε χαρτοκιβώτιο
distribuição de leite para lactentes
em
supermercados
διανομή γάλακτος πρώτης ηλικίας σε μεγάλα καταστήματα
estatísticas europeias sobre os acidentes
em
casa e em atividades de lazer
Ευρωπαϊκές στατιστικές ατυχημάτων που συμβαίνουν στο σπίτι και κατά τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες
estatísticas europeias sobre os acidentes
em
casa e em atividades de lazer
κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης για τα ατυχήματα στα οποία ενέχονται καταναλωτικά προϊόντα
estatísticas europeias sobre os acidentes
em
casa e em atividades de lazer
Κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης σχετικά με τα οικιακά ατυχήματα και τα ατυχήματα κατά τις δραστηριότητες αναψυχής
estatísticas europeias sobre os acidentes
em
casa e em atividades de lazer
κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης ως προς τα οικιακά ατυχήματα και τα ατυχήματα κατά τις δραστηριότητες αναψυχής
factoring
em
sentido impróprio
πράξη αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων με δικαίωμα αναγωγής
factoring
em
sentido próprio
ανάληψη απαιτήσεων τρίτων
factoring
em
sentido próprio
διενέργεια πράξεων αναδόχου είσπραξης εμπορευματικών απαιτήσεων
factoring
em
sentido próprio
σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων
factoring
em
sentido próprio
φάκτορινγκ
Grupo de Peritos
em
Comércio Eletrónico
Ομάδα εμπειρογνωμόνων για το ηλεκτρονικό εμπόριο
organismo extrajudicial responsável pela resolução de litígios
em
matéria de consumo
εξωδικαστικός φορέας για τη διευθέτηση καταναλωτικών διαφορών
produto alimentar de baixo
ou
reduzido valor energético
είδος διατροφής χαμηλής ή μειωμένης θερμιδικής αξίας
produto similar
ou
produto diretamente concorrente
όμοιο προïόν ή απευθείας συναγωνιζόμενο αυτό
Programa das prioridades
em
maéria de segurança dos consumidores
πρόγραμμα προτεραιοτήτων σχετικά με την ασφάλεια των καταναλωτών
remessa postal
em
trânsito
ταχυδρομική αποστολή υπό διαμετακόμιση
sistema comunitário de informação sobre acidentes domésticos
e
em atividades de lazer
Ευρωπαϊκές στατιστικές ατυχημάτων που συμβαίνουν στο σπίτι και κατά τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες
sistema comunitário de informação sobre acidentes domésticos
e
em atividades de lazer
Κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης σχετικά με τα οικιακά ατυχήματα και τα ατυχήματα κατά τις δραστηριότητες αναψυχής
sistema comunitário de informação sobre acidentes domésticos
e
em atividades de lazer
κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης για τα ατυχήματα στα οποία ενέχονται καταναλωτικά προϊόντα
sistema comunitário de informação sobre acidentes domésticos
e
em atividades de lazer
κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης ως προς τα οικιακά ατυχήματα και τα ατυχήματα κατά τις δραστηριότητες αναψυχής
sistema comunitário de informação sobre os acidentes domésticos
e
em atividades de lazer
Ευρωπαϊκές στατιστικές ατυχημάτων που συμβαίνουν στο σπίτι και κατά τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες
sistema comunitário de informação sobre os acidentes domésticos
e
em atividades de lazer
Κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης σχετικά με τα οικιακά ατυχήματα και τα ατυχήματα κατά τις δραστηριότητες αναψυχής
sistema comunitário de informação sobre os acidentes domésticos
e
em atividades de lazer
κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης για τα ατυχήματα στα οποία ενέχονται καταναλωτικά προϊόντα
sistema comunitário de informação sobre os acidentes domésticos
e
em atividades de lazer
κοινοτικό σύστημα πληροφόρησης ως προς τα οικιακά ατυχήματα και τα ατυχήματα κατά τις δραστηριότητες αναψυχής
sistema de certificação do Processo de Kimberley para os diamantes
em
bruto
σύστημα πιστοποίησης της διαδικασίας Κίμπερλυ
Sistema Unificado de Resolução de Litígios
em
matéria de Patentes
ενοποιημένο σύστημα επίλυσης των διαφορών για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας
uma posição dominante no mercado comum
ou
numa parte substancial deste
δεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της
venda aos consumidores domésticos
ou
ao artesanato
πώληση για οικιακή κατανάλωση ή σε βιοτεχνίες
vinho de qualidade produzido
em
regiões determinadas
οίνος ποιότητας παραγόμενος εντός καθορισμένης περιοχής; οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή
volume das vendas
ou
das compras do comércio
όγκος των πωλήσεων ή των αγορών που πραγματοποιούνται από το χονδρικό και λιανικό εμπόριο
Get short URL