Portuguese | Greek |
a Comunidade pode estar em juízo | η Kοινότης δύναται να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου |
a decisão em nada prejudica a decisão do Tribunal sobre o fundo da causa | η απόφαση ουδόλως προδικάζει την απόφαση του δικαστηρίου επί της κυρίας υποθέσεως |
Acordo de Haia, de 6 de novembro de 1925, relativo ao depósito internacional de desenhos e modelos industriais, revisto em Londres, em 2 de junho de 1934 | συμφωνία της Χάγης της 6ης Νοεμβρίου 1925 για τη διεθνή κατάθεση βιομηχανικών σχεδίων και προτύπων,που αναθεωρήθηκε στο Λονδίνο στις 2 Ιουνίου 1934 |
Acordo de Madrid de 14 de abril de 1891, relativo ao registo internacional de marcas de fábrica ou de comércio, revisto em Bruxelas, em 14 de dezembro de 1900, em Washington, em 2 de junho de 1911, em Haia, em 6 de novembro de 1925 e em Londres, em 2 de junho de 1934 | συμφωνία της Μαδρίτης της 14ης Απριλίου 1891 για τη διεθνή καταχώριση βιομηχανικών ή εμπορικών σημάτωνμε μεταγενέστερες αναθεωρήσεις |
Acordo em matéria de Patentes Comunitárias | Συμφωνία για τα κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
Acordo Interinstitucional de 20 de Dezembro de 1994 Método de trabalho acelerado tendo em vista a codificação oficial dos textos legislativos | Διοργανική συμφωνία της 20ής Δεκεμβρίου 1994 που αφορά την ταχεία μέθοδο εργασίας για την επίσημη κωδικοποίηση νομοθετικών κειμένων |
acordo nos termos do qual os acionistas minoritários se comprometem a atuar em comum | συμφωνία με την οποία δεσμεύονται να ενεργούν κατά τον ίδιο τρόπο |
Acordo relativo aos procedimentos em matéria de licenças de importação | Συμφωνία για τις διαδικασίες έκδοσης αδειών εισαγωγής |
Acordo sobre as dívidas externas alemãs, assinado em Londres em 27 de fevereiro de 1953 | Συμφωνία για το εξωτερικό γερμανικό χρέος,που υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου 1953 |
acréscimo dos prazos processuais em razão da distância | παρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως |
adaptação de decisões em matéria de obrigação alimentar | προσαρμογή δικαστικών αποφάσεων με αντικείμενο υποχρέωση διατροφής |
adquirir em comum o controlo de | αποκτώ από κοινού τον έλεγχο |
advogado que assistir ou representar uma parte | πληρεξούσιος δικηγόρος |
agir em nome e por conta próprios | ενεργώ εξ ιδίου ονόματος και για ίδιο λογαριασμό |
agir na qualidade de mandatário em matéria de marcas | ενεργώ ως πληρεξούσιος σε θέματα σημάτων |
alegações de infração ou de má administração na aplicação do direito comunitário | καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου |
analisar alegações de infração ou de má administração | εξετάζω καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης |
aplicação complementar do direito nacional em matéria de contrafação | συμπληρωματική εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε θέματα παραποίησης |
aplicação complementar do direito nacional em matéria de contrafação | συμπληρωματική εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε θέματα απομίμησης |
aplicável a qualquer acordo ou categoria de acordos | εφαρμοστέα σε κάθε συμφωνία ή κατηγορία συμφωνιών |
as disposições por força das quais o regulamento é adotado, precedidas da expressão "Tendo em conta" | διατάξεις δύναμει των οποίων εκδίδεται ο κανονισμός προηγουμένης της φράσεως "έχοντας υπόψη" |
associação em participação | αφανής εταιρία |
atestar a integridade da pessoa em causa | αποδεικνύω την εντιμότητα ενός συγκεκριμένου προσώπου |
atividade criminosa em geral do grupo | γενική εγκληματική δραστηριότητα της ομάδας |
Atlas Judiciário Europeu em Matéria Civil | Ευρωπαϊκός Δικαστικός Άτλας για αστικές υποθέσεις. |
ato adotado em sua execução | πράξη που θεσπίζεται για την εκτέλεση |
autoridade em matéria de concorrência | αρχή ανταγωνισμού |
auxílio judiciário mútuo em matéria penal | αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων |
ação civil com fundamento em várias marcas | αστική αγωγή επί τη βάσει περισσότερων του ενός σημάτων |
ação comum em áreas pertencentes ao domínio da política externa e de segurança | κοινή δράση στους τομείς που εμπίπτουν στην εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας |
ação em matéria de responsabilidade extracontratual | αξίωση λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης |
ações conexas pendentes em tribunais diferentes | συναφείς υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων |
ações de formação em matéria de direito | κατάρτιση δικαστών |
Base de dados especializada em legislação sobre a informação | Βάση δεδομένων ειδικευμένη στο δίκαιο της πληροφορικής |
boas práticas do auxílio judiciário mútuo em matéria penal | ορθή πρακτική κατά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων |
centro de estudos para a aplicação do direito comunitário em matéria penal e administrativa | Κέντρο μελετών για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε ποινικά και οικονομικά θέματα |
cessão de empresas ou de partes de empresas | εκχώρηση επιχειρήσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων |
cidadão estrangeiro em trânsito | διερχόμενος αλλοδαπός |
citação em justiça | κλήση ενώπιον δικαστηρίου |
cláusula de restituição em espécie dos reservatórios | ρήτρα επιστροφής σε είδος εντός δοχείων |
cobrança das custas em execução forçada | είσπραξη των εξόδων με αναγκαστική εκτέλεση |
cobrança das despesas em execução coerciva | είσπραξη των εξόδων με αναγκαστική εκτέλεση |
cobrar, em seu proveito, uma taxa | εισπράττω προς όφελός μου ένα τέλος |
colocação das ovelhas em regime de pensionato | εκμίσθωση προβατίνων |
colocação de menores em perigo | έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο |
colocação em liquidação | θέση υπό καθεστώς εκκαθάρισης |
colonato em parceria | επίμορτη αγροληψία |
Comité Consultivo em matéria de Concentrações | Συμβουλευτική επιτροπή συγκεντρώσεων |
comité para a aplicação do regulamento relativo à competência, ao reconhecimento e à execução de decisões em matéria matrimonial e em matéria de responsabilidade parental | Επιτροπή για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας Κανονισμός "Βρυξέλλες II" |
comité para a execução do programa de ação comunitária de incentivo à cooperação entre os Estados-Membros em matéria de luta contra a exclusão social | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος δράσης για την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού |
comparecer em conferência para apresentar alegações | εμφανίζομαι ενώπιον του Δικαστηρίου εν συμβουλίω για να υποβάλω παρατηρήσεις |
compensar as despesas no todo ou em parte | συμψηφίζω ολικώς ή μερικώς τη δικαστική δαπάνη |
competente em termos de direito comum | αρμόδιος κοινού δικαίου |
competência em matéria de contrafação e de validade | αρμοδιότητα σε θέματα παραποίησης και εγκυρότητας |
competência em matéria de contrafação e de validade | αρμοδιότητα σε θέματα απομίμησης και εγκυρότητας |
competência em matéria prejudicial | προδικαστική αρμοδιότητα |
competência em razão da matéria | καθ' ύλην αρμοδιότητα (ratione materiae) |
competência em razão do território | κατά τόπο αρμοδιότητα (ratione loci) |
competência judiciária em matéria marítima | δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε υποθέσεις ναυτικού δικαίου |
competência para conhecer em primeira instância | αρμοδιότητα να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό |
compromisso internacional em matéria de luta contra o crime organizado | διεθνείς υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί στον τομέα της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος |
comutar a pena de morte em prisão | μετατρέπω την ποινή του θανάτου σε φυλάκιση |
condições em que os transportadores não residentes podem efetuar serviços de transporte num Estado-Membro | όροι υπό του οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ'αυτό |
consagração em convenção coletiva | αναγνώριση της συλλογικής σύμβασης εργασίας |
consentimento em ficar vinculado por um tratado | συναίνεση προς δέσμευση δια της συνθήκης |
constituição de uma empresa em nome individual sob a forma de sociedade | μετατροπή μιας ατομικής επιχείρησης σε εταιρεία |
constitução com realização em espécie | ίδρυση με εισφορές σε είδος |
consultor em franquia | σύμβουλος σε ζητήματα ενοποιημένης παρουσίας/franchising |
continuidade dos contratos celebrados em ECU | συνέχεια των συμβάσεων σε ECU |
contrato de utilização de bens imóveis em regime de uso e fruição a tempo repartido | σύμβαση χρήσης ακινήτου υπό το καθεστώς της χρονομεριστικής ιδιοκτησίας |
contrato de utilização de bens imóveis em regime de uso e fruição a tempo repartido | σύμβαση χρονομεριστικής χρήσεως |
contrato em curso | ισχύουσα συμφωνία |
contrato em que foi suprimida uma cláusula | ρήτρα που απαλείφθηκε από τη σύμβαση |
contribuinte com imposto em falta | παραβάτης φορολογούμενος |
contribuição em bens | εισφορές σε είδος |
contribuição em espécie disfarçada | συγκεκαλυμμένη συνεισφορά σε είδος |
Convenção de Haia, de 15 de abril de 1958, sobre a competência do foro contratual em caso de venda internacional de mercadorias | σύμβαση της Χάγης της 15ης Απριλίου 1958 για τη δικαιοδοσία του συμβατικού forum σε περίπτωση διεθνούς πωλήσεως κινητών προσωπικής χρήσεως |
Convenção de Viena sobre a Sucessão de Estados em matéria de Tratados | Σύμβαση της Βιέννης περί διαδοχής κρατών όσον αφορά τις συνθήκες |
Convenção Europeia para a Vigilância de Pessoas Condenadas ou Libertadas Condicionalmente | Σύμβαση "περί επιτηρήσεως των υφ'όρον καταδικασθέντων ή απολυθέντων προσώπων" |
Convenção Europeia que estabelece uma Lei Uniforme em matéria de Arbitragem | Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί ενιαίου νόμου σε θέματα διαιτησίας |
Convenção Europeia sobre a Notificação no Estrangeiro de Documentos em Matéria Administrativa | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την κοινοποίηση στο εξωτερικό εγγράφων διοικητικών θεμάτων |
Convenção Europeia sobre a Obtenção no Estrangeiro de Informações e Provas em Matéria Administrativa | Σύμβαση για τη συλλογή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων στην αλλοδαπή για διοικητικές υποθέσεις |
Convenção Internacional de Bruxelas, de 27 de maio de 1967, para a unificação de certas normas em matéria de transporte marítimo de bagagens de passageiros | διεθνής σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Μαΐου 1967 για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων θαλάσσιας μεταφοράς αποσκευών επιβατών |
Convenção internacional para a unificação de certas normas relativas à competência civil em matéria de abalroação, assinada em Bruxelas em 10 de maio de 1952 | Διεθνής σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τη δικαιοδοσία αστικών δικαστηρίων σε υποθέσεις συγκρούσεως πλοίων,που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες στις 10 Μαΐου 1952 |
Convenção internacional para a unificação de certas normas sobre o arresto de navios de mar, assinada em Bruxelas em 10 de maio de 1952 | Διεθνής σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τη συντηρητική κατάσχεση πλοίων,που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες στις 10 Μαΐου 1952 |
Convenção para a unificação de certas normas relativas ao transporte aéreo internacional e o protocolo adicional, assinados em Varsóvia em 12 de outubro de 1929 | Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές και πρόσθετο πρωτόκολλο,που υπογράφτηκαν στη Βαρσοβία στις 12 Οκτωβρίου 1929 |
Convenção relativa aos danos causados a terceiros à superfície por aeronaves estrangeiras, assinada em Roma em 7 de outubro de 1952 | Σύμβαση σχετικά με τις ζημίες που προκαλούνται στους τρίτους στην επιφάνεια από αλλοδαπά αεροσκάφη,που υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 7 Οκτωβρίου 1952 |
Convenção relativa à Adesão da República da Áustria, da República da Finlândia e do Reino da Suécia à Convenção relativa à Competência Judiciária e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial, bem como ao Protocolo relativo à sua Interpretação pelo Tribunal de Justiça | Σύμβαση για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και στο Πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκαν από τη Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, από τη Σύμβαση για την προσχώρηση... |
Convenção relativa à citação e à notificação dos atos judiciais e extrajudiciais em matérias civil e comercial nos Estados-Membros da União Europeia | Σύμβαση για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
Convenção relativa à Competência Judiciária, ao Reconhecimento e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial | Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
Convenção relativa à Competência Judiciária, ao Reconhecimento e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial | Σύμβαση του Λουγκάνο |
Convenção relativa à competência judiciária e à execução das decisões em matéria civil e comercial | σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
Convenção relativa à competência judiciária e à execução das decisões em matéria civil e comercial | Σύμβαση των Βρυξελλών |
Convenção relativa à competência judiciária e à execução das decisões em matéria civil e comercial | σύμβαση περί διεθνούς δικαιοδοσίας και εκτελέσεως των αποφάσεων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων |
convenção relativa à competência judiciária e à execução das decisões em matéria matrimonial | Σύμβαση όσον αφορά τη δικαστική αρμοδιότητα και την εκτέλεση των αποφάσεων σε θέματα γάμου |
Convenção relativa à Competência Judiciária e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial | Σύμβαση του Λουγκάνο |
Convenção relativa à Competência Judiciária e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial | Σύμβαση του exequatur |
Convenção relativa à Competência Judiciária e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial Lugano,16 de setembro de 1988 | Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
Convenção relativa à Competência Judiciária e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial | Παράλληλη Σύμβαση |
Convenção relativa à Competência Judiciária e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial | Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις παγιωμένη μορφή |
Convenção relativa à Competência Judiciária e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial | Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
Convenção relativa à Competência Judiciária e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial | Σύμβαση των Βρυξελλών |
Convenção sobre a citação e notificação no estrangeiro de atos judiciais e extrajudiciais em matéria civil e comercial | σύμβαση σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων στην αλλοδαπή σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
Convenção sobre a Cobrança Internacional de Alimentos em benefício dos Filhos e de outros Membros da Família | Σύμβαση για την είσπραξη, σε διεθνές επίπεδο, απαιτήσεων διατροφής παιδιών και άλλων μορφών οικογενειακής διατροφής |
Convenção sobre a Lei Aplicável em matéria de Acidentes de Circulação Rodoviária | Σύμβαση για το εφαρμοστέο Δίκαιο στα τροχαία ατυχήματα |
Convenção sobre a responsabilidade dos armadores de navios nucleares e protocolo adicional, feita em Bruxelas em 25 de maio de 1962 | Σύμβαση σχετικά με την ευθύνη των φορέων εκμεταλλεύσεως πυρηνικών πλοίων και πρόσθετο πρωτόκολλο,που υπογράφτηκαν στις Βρυξέλλες στις 25 Μαΐου 1962 |
convenção sobre a transmissão dos atos judiciários e extrajudiciários em matéria civil e comercial | Σύμβαση για τη διαβίβαση δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
Convenção sobre o limite da responsabilidade para os créditos marítimos, assinada em Londres em 19 de novembro de 1976 | σύμβαση για τον περιορισμό της ευθύνης για αξιώσεις ναυτικού δικαίου,που υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 19 Νοεμβρίου 1976 |
Convenção sobre o Reconhecimento e Execução de Sentenças Estrangeiras em Matéria Civil e Comercial | Σύμβαση για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
conversão da renda em capital | μετατροπή της προσόδου σε κεφάλαιο |
conversão de dívidas em capital social | μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο |
cooperação comunitária em matéria de proteção civil | κοινοτική συνεργασία στον τομέα της πολιτικής άμυνας |
cooperação em domínios não abrangidos pelas quatro liberdades | συνεργασία εκτός του πλαισίου των τεσσάρων ελευθεριών |
cooperação em matéria de formação entre estabelecimentos de ensino ou de formação profissional e empresas | συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων στον τομέα της κατάρτισης |
cooperação em matéria de luta contra o terrorismo | αντιτρομοκρατική συνεργασία |
criminalidade em meio urbano | εγκληματικότητα των πόλεων |
cumprimento da pena em meio aberto | εκτέλεση των ποινών εκτός φυλακής |
Código de conduta em matéria de acesso do público aos documentos da Comissão e do Conselho | Κώδικας συμπεριφοράς όσον αφορά την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής και του Συμβουλίου |
Código de Gestão em matéria de Segurança Internacional | διεθνής κώδικας ασφαλούς διαχείρισης |
Código de Gestão em matéria de Segurança Internacional | διεθνής κώδικας διαχείρισης της ασφάλειας |
Código de Gestão em matéria de Segurança Internacional | κώδικας ISM |
Código Internacional de Gestão em Matéria de Segurança | διεθνής κώδικας ασφαλούς διαχείρισης |
Código Internacional de Gestão em Matéria de Segurança | διεθνής κώδικας διαχείρισης της ασφάλειας |
Código Internacional de Gestão em Matéria de Segurança | κώδικας ISM |
código internacional para a gestão em segurança da exploração dos navios e a prevenção da poluição | διεθνής κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη ρύπανσης του περιβάλλοντος |
código internacional para a gestão em segurança da exploração dos navios e a prevenção da poluição | Διεθνής κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή ναυσιπλοΐα και την πρόληψη της ρύπανσης |
dar em penhor a terceiro | σύσταση ενεχύρου υπέρ τρίτου |
data de receção do montante do pagamento em numerário | ημερομηνία είσπραξης των μετρητών |
data em que cessa a suspensão da instância | ημερομηνία επαναλήψεως της διαδικασίας |
dação em cumprimento | μεταβίβαση αντί πληρωμής (datio in solutum) |
decidir em plenário | αποφασίζω σε ολομέλεια |
decidir em plenário | αποφασίζω εν ολομελεία |
decidir em sessão plenária | αποφασίζω εν ολομελεία |
decidir em sessão plenária | αποφασίζω σε ολομέλεια |
decisão em ação de contrafação | απόφαση για παραποίηση |
decisão em ação de contrafação | απόφαση για απομίμηση |
decisão em matéria de obrigação alimentar | απόφαση ως προς υποχρεώσεις διατροφής |
decisão individual em matéria civil | ατομική απόφαση αστικού δικαίου |
decisão ou despacho proferidos em audiência pública | ανάγνωση της αποφάσεως ή διατάξεως σε δημόσια συνεδρίαση |
decisão proferida em matéria civil por um tribunal criminal | απόφαση που εκδόθηκε σε αστικό θέμα από ποινικό δικαστήριο |
decisão transitada em julgado | οριστική απόφαση |
decisão transitada em julgado | τελεσίδικη απόφαση |
deficiência em matéria de transposição | μη μεταφορά οδηγίας στο εθνικό δίκαιο |
deficiência em matéria de transposição | μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο |
deficiência em matéria de transposição | ελλείψεις στο θέμα της μεταφοράς νομοθεσίας |
depósito do instrumento de ratificação, de aceitação ou de aprovação | υποβολή εγγράφων κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης |
depósito dos instrumentos de ratificação, aceitação ou aprovação | κατάθεση των εγγράφων επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης |
desenvolvimento económico e social sustentável dos países em vias de desenvolvimento | σταθερή και διαρκής οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών |
designar um mandatário ad litem dentro da área de jurisdição do tribunal em que tiver apresentado o requerimento | ορίζω αντιπρόσωπο ad litem στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως |
despacho em que se especifiquem os factos a provar | διάταξη που καθορίζει τα θέματα αποδείξεως |
determinar que, em circunstâncias excecionais, cada uma das partes suporte as suas próprias despesas | αποφασίζω ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα,λόγω συνδρομής εξαιρετικών λόγων |
dever de cumprir a sua missão em consciência e com toda a imparcialidade | υποχρέωση να εκπληρώσουν το έργο τους ευσυνείδητα και αμερόληπτα |
difusão e valorização dos resultados das atividades em matéria de investigação, de desenvolvimento tecnológico e de demonstração comunitários | διάδοση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων στον τομέα της κοινοτικής έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης |
difusão e valorização dos resultados das atividades em matéria de investigação, de desenvolvimento tecnológico e de demonstração comunitários | διάδοση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων στον τομέα της κοινοτικής έρευνας,τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης |
dilação em razão de distância | προθεσμίες λόγω αποστάσεως |
direito de prioridade invocado em apoio dessa marca | προβαλλόμενο δικαίωμα προτεραιότητας για το σήμα |
direito de propriedade em relação à variedade | δικαίωμα ιδιοκτησίας επί της ποικιλίας |
direito em linha | ηλεκτρονικό δίκαιο |
direito em matéria de proteção dos consumidores | δίκαιο σε θέματα προστασίας των καταναλωτών |
direito em matéria de sexualidade | δικαιώματα για σεξουαλικά θέματα |
direito em relação ao Instituto | δικαίωμα κατά του Γραφείου |
direito em vias de aquisição | προσδοκία δικαιώματος |
direito internacional em matéria de direitos humanos | διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων |
direito processual em vigor | ισχύουσα διαδικασία |
direito à livre escolha em matéria de informação | πληροφοριακή αυτοδιάθεση |
diretiva do Conselho que estabelece normas mínimas em matéria de acolhimento dos requerentes de asilo nos Estados-Membros | οδηγία σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο |
discriminação em razão da idade | διακρίσεις λόγω ηλικίας |
discriminação em razão da nacionalidade | διάκριση λόγω ιθαγενείας |
discriminação em razão do sexo | διακριτική μεταχείριση λόγω φύλου |
discriminação em razão do sexo | διάκριση λόγω φύλου |
discriminação indireta em razão de nacionalidade | έμμεση διακριτική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας |
dividendo nominal em dinheiro | ονομαστικό μέρισμα σε μετρητά |
dividendo pago em numerário | μέρισμα σε μετρητά |
documento em apoio do requerimento | στοιχείο προς στήριξη της αιτήσεως |
documento ou quaisquer outro elemento relativo ao processo | στοιχείο που έχει σχέση με την υπόθεση |
domínio geográfico da atividade das empresas em causa | γεωγραφική έκταση των δραστηριοτήτων των συγκεκριμένων επιχειρήσεων |
durante os dois anos após a entrada em vigor do presente Tratado | κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών από την έναρξη της ισχύος της παρο29σης συνθήκης |
durante um período inicial de cinco anos,a contar da data da entrada em vigor do presente Tratado | κατά τη διάρκεια μιας πρώτης περιόδου πέντε ετών από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης |
dívida global bruta, em valor nominal | συνολικό ακαθάριστο χρέος,στην ονομαστική του αξία |
e as outras pessoas coletivas de direito público ou privado | και τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου |
efeito retroativo da extinção ou da nulidade | αναδρομικό αποτέλεσμα της έκπτωσης ή της ακυρότητας |
efeitos considerados subsistentes em relação às partes em litígio | αποτελέσματα που θεωρούνται ότι διατηρούν την ισχύ τους έναντι των διαδίκων |
eleger domicílio dentro da área de jurisdição em que tiver apresentado o requerimento | κάνω επιλογή κατοικίας στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως |
eleger domícilio no Estado em causa | διορισμός αντικλήτου στο συγκεκριμένο κράτος |
em caso de ausência ou de impedimento do presidente | σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου |
em caso de colisão com um direito anterior de um terceiro | συγκρουόμενο προηγούμενο δικαίωμα τρίτου |
em caso de demissão ou morte | σε περίπτωση παραίτησης,απαλλαγής από τα καθήκοντα ή θανάτου |
em caso de revelia do requerido | σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου |
em caso de urgência | σε επείγουσες περιπτώσεις |
em conformidade com os seus respetivos processos constitucionais | σύμφωνα με τις συνταγματικές διαδικασίες τους |
em conformidade com os seus respetivos processos constitucionais | σύμφωνα προς τους αντίστοιχους καταστατικούς κανονισμούς τους |
em consciência e com toda imparcialidade | ευσυνείδητα και αμερόληπτα |
em consulta com | συσκεπτόμενο με |
em derrogação | κατά παρέκκλιση |
em derrogação de | κατά παρέκκλιση |
em derrogação de | κατά παρέκκλιση από |
em direito constante | βάσει του κειμένου δικαίου |
em fé do que | σε πίστωση αυτών |
em fé do que | εφ'ώ |
em fé do que | εις πίστωση των ανωτέρω |
em igualdade de circunstâncias | ισότιμα |
em matéria de responsabilidade não contratual | στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης |
em primeira instância | σε πρώτο βαθμό |
em primeira instância | πρωτοδίκως |
em relação a cada audiência será redigida uma ata | για κάθε συνεδρίαση τηρούνται πρακτικά |
em requerimento separado | με χωριστό δικόγραφο |
em tudo o que respeita ao exercício das suas funções | κατά την άσκηση των καθηκόντων τους |
em virtude de | δυνάμει |
em virtude de | κατόπιν |
em virtude de | βάσει |
emprego em part-time | εργασία μερικής απασχόλησης |
empresa cotada em bolsa | εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο |
empresa não constituída em sociedade | επιχείρηση μη ανώνυμης εταιρικής μορφής |
encarregado de conhecer em primeira instância | εκδικάζω σε πρώτο βαθμό |
entrada em capital | εισφορά κεφαλαίου |
entrada em espécie | εισφορές σε είδος |
entrada em funções | ανάληψη καθηκόντων |
entrada em vigor | θέση σε ισχύ |
entrada em vigor | έναρξη ισχύος |
entrada em vigor | έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων |
entrada em vigor do Tratado | αρχίζει να ισχύει η συνθήκη |
entrada mobiliária ou imobiliária | εισφορά σε κινητό ή ακίνητο |
entrar em funções | αναλαμβάνω τα καθήκοντά μου |
entrar em greve | συμμετέχω σε απεργιακή κινητοποίηση |
entrar em greve | απεργώ |
entrar em vigor | τίθεται σε ισχύ |
entrega em mão | παράδοση ιδιοχείρως |
equipas conjuntas em que participem representantes da Europol com funçôes de apoio | επιχειρησιακές δράσεις κοινών ομάδων, οι οποίες περιλαμβάνουν εκπροσώπους της Ευρωπόλ, ως υποστήριξη |
especialista em direito comparado | επιστήμονας εξειδικευμένος στο συγκριτικό δίκαιο |
estar em juízo | παρίσταμαι ενώπιον δικαστηρίου |
estar em juízo | είμαι διάδικος |
estrangeiro em situação irregular | παρανόμως διαμένων αλλοδαπός |
estrangeiro em situação regular | νομίμως διαμένων αλλοδαπός |
exclusividade em zona limítrofe | αποκλειστικότητα στις οριακές περιοχές |
exercício em grupo | συλλογική άσκηση του επαγγέλματος |
exercício em primeira instância da competência conferida ao Tribunal de Justiça | άσκηση σε πρώτο βαθμό των αρμοδιοτήτων που απονέμονται στο Δικαστήριο |
exigências em matéria de bem-estar dos animais | επιταγές της προστασίας των ζώων |
existência de caso fortuito ou de "força maior" | ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας |
exploração contrária à ordem pública ou aos bons costumes | εκμετάλλευση που αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη |
exploração em parceria | επίμορτη αγροληψία |
falsa declaração relativamente ao país ou ao local de origem | ψευδής δήλωση σχετικά με τη χώρα ή τον τόπο καταγωγής |
falta de uma testemunha ou de um perito que ocultou ou falseou a realidade dos factos | παράβαση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ο οποίος αποκρύπτει ή παραποιεί τα πραγματικά γεγονότα |
fazer valer os seus direitos em devido tempo | διεκδικώ τα δικαιώματά μου σε εύθετο χρόνο |
fiscalização com base em documentos | έλεγχος βάσει εγγράφων |
funcionário em atividade | δημόσιος υπάλληλος εν ενεργεία |
homologação em várias fases | έγκριση τύπου σε πολλαπλά στάδια |
identidade europeia em matéria de segurança e de defesa | ευρωπαϊκή ταυτότητα στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας |
imunidade dos ativos do Banco em relação a medidas restritivas | απαλλαγή των περιουσιακών στοιχείων από περιορισμούς |
imóvel a ceder em regime de locação financeira | ακίνητο που θα εκχωρηθεί με leasing |
incorrer em contrafação | προβαίνω σε παραχάραξη |
indemnização por perdas e danos em virtude de incumprimento contratual | αποζημίωση για τη μη εκτέλεση συμβάσεως |
indignidade de uma testemunha ou perito | ανεπιτηδειότητα μάρτυρα ή πραγματογνώμονα |
infração cometida perante um tribunal nacional com competência em matéria cível | έγκλημα αντίστοιχο με εκείνο που διαπράττεται ενώπιον εθνικού πολιτικού δικαστηρίου |
Instituições ou organismos da Comunidade | κοινοτικά όργανα και οργανισμοί |
intentar ação em tribunal | εγείρω αγωγή |
intentar ação em tribunal | ασκώ αγωγή |
intenção de induzir em erro | πρόθεση παραπλάνησης |
intercetar transmissões em tempo real e sem interrupção | παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο και καθ'όλο το εικοσιτετράωρο |
interesse em intervir | έχω συμφέρον να παρέμβω στη διαδικασία |
interesses em matéria de concorrência | συμφέροντα ως προς τον ανταγωνισμό |
interesses importantes em comum | σημαντικά κοινά συμφέροντα |
investimento em capital fixo | επένδυση παγίου κεφαλαίου |
irregularidade em detrimento do orçamento comunitário | παρατυπία εις βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού |
irregularidade ou falta de pagamento verificada | διαπιστωθείσες παρατυπίες ή μη καταβολή πληρωμής |
julgar em sessão plenária | εκδίκαση της υποθέσεως από την ολομέλεια |
justiça em linha | ηλεκτρονική δικαιοσύνη |
legislação comunitária em matéria de ambiente | κοινοτική νομοθεσία για το περιβάλλον |
legislação em matéria de concorrência | νομοθεσία περί ανταγωνισμού |
legislação em vigor | απαίτηση του νόμου |
lei que revoga a lei sobre o registo da população em função da raça | Νόμος για την κατάργηση της καταχώρησης κατά φυλές |
lei relativa à previdência social para o sustento das pessoas em processo de readaptação | νόμος περί κοινωνικής βοήθειας με σκοπό τη συντήρηση ατόμων υπό επαναπροσαρμογή |
lei relativa às garantias estatais em matéria de capital de risco | νόμος για τις κρατικές εγγυήσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων |
Lei sobre a abolição de disposições fundiárias baseadas em critérios raciais | Νόμος για την κατάργηση των διατάξεων περί εγγείου ιδιοκτησίας που βασίζονται σε φυλετικά κριτήρια |
Lei sobre a cobertura de seguro em caso de acidente no trabalho | νόμος περί κατ'αποκοπήν αποζημιώσεως που καταβάλλεται δυνάμει ασφαλίσεως εργατικών ατυχημάτων κατά την εργασία |
Lei sobre as indemnizações por acidentes de trabalho pagas a trabalhadores que desempenharam funções oficiais em determinados casos | νόμος περί αποζημιώσεως κατά ατυχήματος για πρόσωπα που εκτελούν δημόσια καθήκοντα σε ορισμένες περιπτώσεις |
limitação em matéria de recolha | έλεγχος αποθήκευσης |
lista de peritos em matéria de resposta a situações de crise | κατάλογος εμπειρογνωμόνων στην αντιμετώπιση των κρίσεων |
litígio em matéria de contrafação | δίκη σε θέματα παραποίησης |
litígio em matéria de contrafação | δίκη σε θέματα απομίμησης |
litígio em matéria de validade das marcas comunitárias | δίκη σε θέματα εγκυρότητας κοινοτικών σημάτων |
mecanismo de alerta precoce em matéria de subsidiariedade | μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης όσον αφορά την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας |
mecanismo de criação de ECU em contrapartida de ouro e de dólares EUA | μηχανισμός δημιουργίας ECU έναντι χρυσού και δολλαρίων ΗΠΑ |
mediação em matéria penal | ποινική µεσολάβηση |
mediação em matéria penal | μεσολάβηση σε ποινικό θέμα |
mediação em processos penais | μεσολάβηση σε ποινικό θέμα |
mediação em processos penais | ποινική µεσολάβηση |
medida de proteção do comércio em caso de dumping ou de subvenções | μέτρο εμπορικής άμυνας σε περίπτωση ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων |
membro que compra em paralelo | μέλος που προβαίνει σε παράλληλες αγορές |
mercadorias em trânsito | εμπορεύματα σε transit |
mercadorias em trânsito | διερχόμενα εμπορεύματα |
mercadorias em viagem | διερχόμενα εμπορεύματα |
mercadorias em viagem | εμπορεύματα σε transit |
momento em que a litispendência passa a existir | δικονομικό δίκαιο |
momento em que ocorre um evento ou se pratica um ato | χρόνος επελεύσεως ενός γεγονότος ή διενέργειας μιας πράξεως |
na medida em que não sejam lesados os princípios | εφ'όσον δεν θίγονται οι αρχές |
necessidades em matéria de segurança | ανάγκες διασφάλισης |
necessidades em matéria de segurança | γενικά έξοδα για διασφάλιση |
no máximo, os três Estados-Membros com melhores resultados em termos de estabilidade dos preços | τα τρία το πολύ κράτη μέλη με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών |
nota de banco denominada em ECU | τραπεζογραμμάτιο Ecu |
nota de banco denominada em ECU | τραπεζογραμμάτιο ECU |
nota de banco denominada em moedas | τραπεζογραμμάτιο που εκφράζεται σε νομίσματα |
não pôr em prática as recomendações do Conselho | μην εφαρμόζω τις συστάσεις του Συμβουλίου |
não tomada em consideração das observações dirigidas pelo Estado | παράλειψη εξετάσεως των παρατηρήσεων που διατύπωσε το κράτος |
o BCE enviará anualmente ao Parlamento Europeu, ao Conselho, à Comissão e ainda ao Conselho Europeu um relatório sobre as atividades do SEBC e sobre a política monetária do ano anterior e do ano em curso | η ΕΚΤ απευθύνει ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του ΕΣΚΤ και για τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή,καθώς και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο |
o Estado que pretende adotar ou alterar disposições nacionais | το Kράτος που θέλει να θεσπίσει ή να τροποποιήσει τις εσωτερικές διατάξεις |
o montante das custas ou a determinação da parte a quem cabe o respetivo pagamento | καταλογισμός και ύψος της δικαστικής δαπάνης |
o montante das despesas ou a determinação da parte a quem cabe o respetivo pagamento | καταλογισμός και ύψος της δικαστικής δαπάνης |
O presente regulamento é obrigatório em todos os seus elementos e diretamente aplicável em todos os Estados-Membros | Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος |
o regime de certos bens em segunda mão | καθεστώς ορισμένων μεταχειρισμένων αντικειμένων |
o regime dos bens em segunda mão | καθεστώς μεταχειρισμένων αντικειμένων |
o regulamento é obrigatório em todos os seus elementos | ο κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του |
o Tribunal de Justiça reúne-se em sessão plenária | το Δικαστήριο συνεδριάζει εν ολομελεία |
o Tribunal de Justiça é competente para decidir com fundamento em cláusula compromissória | το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας |
o Tribunal delibera em conferência | οι διασκέψεις του Πρωτοδικείου γίνονται εν συμβουλίω |
o Tribunal delibera em conferência | οι διασκέψεις του Δικαστηρίου γίνονται εν συμβουλίω |
obrigações dos membros da FAO em matéria de consultas | υποχρέωση των μελών του FAO σε θέματα διαβουλεύσεων |
observar um prazo em relação ao Instituto | τηρώ μια προθεσμία έναντι του Γραφείου |
operação em cadeia efetuada entre sujeitos passivos | αλυσιδωτή πράξη πραγματοποιούμενη μεταξύ υποκειμένων στο φόρο |
organismo competente em máteria de variedades vegetais no Estado-membro | αρμόδια υπηρεσία ποικιλιών του κράτους μέλους |
Os destinatários doa presente ato são os Estados-Membros, em conformidadecom os Tratados. | Η παρούσα ΠΡΑΞΗ απευθύνεται στα κράτη μέλη. |
Os destinatários doa presente ato são os Estados-Membros, em conformidadecom os Tratados. | Η παρούσα ΠΡΑΞΗ απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες. |
os litígios em que a Comunidade seja parte | οι διαφορές στις οποίες η Kοινότης είναι διάδικος |
os regulamentos, directivas e decisões adoptados em conjunto pelo Parlamento Europeu e pelo Conselho | οι κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις που εκδίδονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο |
outro pedido fundado em factos novos | άλλη αίτηση βασιζόμενη σε νέα περιστατικά |
parte decisória de todos os acórdãos e despachos em processo de urgência | διατακτικό κάθε αποφάσεως και διατάξεως περί ασφαλιστικών μέτρων |
parte decisória de todos os acórdãos e despachos em processos de medidas provisórias | διατακτικό κάθε αποφάσεως και διατάξεως περί ασφαλιστικών μέτρων |
parte no processo referida em primeiro lugar | διάδικος του οποίου το όνομα αναγράφεται πρώτο |
partes que são países em desenvolvimento | ανάπτυξη της χώρας-συμβαλλόμενο μέρος |
participação em capital | εισφορά κεφαλαίου |
participação em indústria | εισφορά εργασίας |
participação num edifício em regime de time sharing | χρονομερίδιο σε κτίριο |
país em desenvolvimento membro | αναπτυσσόμενη χώρα μέλος |
países em vias de desenvolvimento mais desfavorecidos | πιο μειονεκτικές αναπτυσσόμενες χώρες |
pedido em reconvenção | ανταγωγή |
pedido em reconvenção | αίτηση ανταναιρέσεως |
pedido fundado em factos novos | αίτηση βασιζόμενη σε νέα περιστατικά |
pedidos em matéria de interpretação | αιτήσεις περί ερμηνείας |
penhor do montante em numerário | ενεχύραση της ασφάλειας σε μετρητά |
pensão alimentar sob a forma de prestação única em dinheiro | διατροφή υπό μορφή εφάπαξ χρηματικής καταβολής |
perito em propriedade industrial | εμπειρογνώμων σε θέματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας |
perito em relações profissionais | εμπειρογνώμων σε θέματα επαγγελματικών σχέσεων |
período em que podem ser transitadas as perdas | περίοδος μεταφοράς σε επόμενη φορολογική χρήση |
pessoas que agem em concertação | πρόσωπα που δρουν από κοινού |
peças e documentos em seu apoio | στοιχεία και έγγραφα προς υποστήριξη |
poderes em matéria de verificação | ελεγκτικές εξουσίες |
política em relação aos nacionais de países terceiros | πολιτική όσον αφορά τους υπηκόους τρίτων χωρών |
posição em primeira leitura | θέση σε πρώτη ανάγνωση |
possibilidade de invocação em litígio | δυνατότητα επικλήσεως διατάξεων οδηγίας |
posto em part-time | μερική απασχόληση |
prazo fixado em dias, semanas, meses ou anos | προθεσμία προσδιοριζόμενη σε ημέρες,εβδομάδες,μήνες ή έτη |
prazo para apresentação em juízo | προθεσμία κλήτευσης |
prazos especiais tendo em consideração as distâncias | προθεσμίες λόγω αποστάσεως |
princípio em matéria de constituição da prova | αρχή περί της συλλογής αποδεικτικών στοιχείων |
princípios e diretrizes da FAO em matéria de escoamento de excedentes | βασική αρχή και κατευθυντήρια οδηγία του FAO για τη διάθεση πλεονασμάτων |
procedimento de compra em balcão único | διαδικασία μονοαπευθυντικής αγοράς |
procedimento de compra em balcão único | διαδικασία άπαξ |
procedimento em caso de multiplicidade de queixosos | διαδικασία που ισχύει σε περίπτωση πολλών καταγγελλόντων |
processo em matéria cível | αστική υπόθεση |
processo em matéria de estado das pessoas e processos relativos aos efeitos conexos | διαδικασία σε υποθέσεις προσωπικής καταστάσεως των φυσικών προσώπων και διαδικασίες που αφορούν τα συναφή θέματα |
processo em matéria de interpretação | διαδικασία ερμηνείας |
processos com o mesmo objeto, que suscitem o mesmo problema de interpretação ou ponham em causa a validade do mesmo ato | υποθέσεις έχουσες το ίδιο αντικείμενο, εγείρουσες το ίδιο ζήτημα ερμηνείας ή στο πλαίσιο των οποίων αμφισβητείται το κύρος της ιδίας πράξεως |
produto intermutável ou substituível | εναλλάξιμο ή υποκατάστατο προϊόν |
produção de prova em contrário | απόδειξη του εναντίου |
programa de ação em matéria de intercâmbio, de assistência e de formação para a proteção do euro contra a falsificação | πρόγραμμα ανταλλαγών, συνδρομής και κατάρτισης για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία |
proibição de utilização de uma marca comunitária registada em nome de um agente ou representante | απαγόρευση της χρήσης του κοινοτικού σήματος το οποίο έχει καταχωρηθεί επ'ονόματι ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου |
projeto de revisão dos Tratados em que se funda a União | σχέδιο αναθεωρήσεως των συνθηκών οι οποίες θεμελιώνουν την'Ενωση |
proprietários em regime de comunhão geral de bens | κάτοχοι εξ αδιαιρέτου |
Protocolo Adicional à Convenção da Haia sobre o Reconhecimento e Execução de Sentenças Estrangeiras em Matéria Civil e Comercial | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση της Χάγης για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
Protocolo Adicional à Convenção Europeia de Auxílio Judiciário Mútuo em Matéria Penal | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις |
Protocolo relativo ao Acordo Europeu em matéria de Avaliação da Conformidade | Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας για την αξιολόγηση της πιστότητας |
Protocolo relativo à interpretação pelo Tribunal de Justiça da Convenção de 27 de setembro de 1968 relativa à Competência Jurisdicional e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial | Πρωτόκολλο περί ερμηνείας από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 περί αρμοδιότητας των δικαστηρίων και εκτελέσεως των αποφάσεων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων |
Protocolo relativo à interpretação pelo Tribunal de Justiça da Convenção de 27 de setembro de 1968, relativa à Competência Jurisdicional e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial | πρωτόκολλο για την ερμηνεία από το ΔΕΚ της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
Protocolo relativo à Interpretação pelo Tribunal de Justiça das Comunidades Europeias da Convenção relativa à Competência, ao Reconhecimento e à Execução de Decisões em Matéria Matrimonial | Πρωτόκολλο που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ´Ενωση σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της σύμβασης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων σε γαμικές διαφορές |
provisão inicialmente constituída em regime de isenção de imposto | κεφάλαιο που αρχικά σχηματίσθηκε με απαλλαγή από το φόρο |
publicação de contas em ecus | δημοσίευση λογαριασμών σε ECU |
publicidade da informação registada em suporte magnético | ανακοινώσεις για αρχειοθετημένα δεδομένα |
pôr de novo em vigor | θέτω πάλι σε ισχύ |
pôr em perigo a realização dos objetivos do Tratado | θέτω σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης ΕΚ |
qualquer tomada de posição ou qualquer ação prevista em execução de uma ação comum | κάθε θέση που λαμβάνεται ή κάθε εθνική δράση που μελετάται κατ'εφαρμογήν κοινής δράσης |
quantia em dívida | καθυστερούμενο ποσό |
...que outro Estado-membro está a fazer utilização abusiva das faculdades previstas em... | ...ότι άλλο Kράτος μέλος ασκεί καταχρηστικώς τις εξουσίες που προβλέπονται σε... |
questão em litígio | επίδικη υπόθεση |
questão em litígio | αμφισβητούμενη υπόθεση |
realização de capital em espécie | συνεισφορά εις είδος |
realização de capital em espécie | συμμετοχή σε είδος |
realização de capital em espécie | εισφορά σε είδος |
recorrente declarada em situação de falência | κήρυξη του προσφεύγοντος σε πτώχευση |
recurso com fundamento em desvio de poder | προσφυγή που ασκείται λόγω καταχρήσεως εξουσίας |
recurso com fundamento em incompetência | προσφυγή που ασκείται λόγω αναρμοδιότητας |
recurso com fundamento em violação de formalidades essenciais | προσφυγή παραβάσεως ουσιώδους τύπου |
recurso com fundamento em violação de formalidades essenciais | προσφυγή που ασκείται λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου |
recurso com fundamento em violação de qualquer norma jurídica relativa à aplicação do Tratado | προσφυγή που ασκείται λόγω παραβάσεως οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή της Συνθήκης |
recurso com fundamento em violação do Tratado | προσφυγή που ασκείται λόγω παραβάσεως της Συνθήκης |
recurso de anulação com fundamento em desvio de poder | προσφυγή ακυρώσεως λόγω καταχρήσεως εξουσίας |
recurso de anulação com fundamento em incompetência | προσφυγή ακυρώσεως λόγω αναρμοδιότητος |
recurso de anulação com fundamento em violação de formalidades essenciais | προσφυγή ακυρώσεως λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου |
recurso de anulação com fundamento em violação do Tratado ou de qualquer norma jurídica relativa à sua aplicação | προσφυγή ακυρώσεως λόγω παραβάσεως της συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή της |
recurso em regulamento de competências | ρύθμιση δικαιοδοσίας |
recurso em segunda instância | αναίρεση |
recursos com fundamento em desvio de poder | προσφυγές λόγω καταχρήσεως εξουσίας |
recursos com fundamento em incompetência | προσφυγές λόγω αναρμοδιότητος |
recursos com fundamento em incompetência, violação de formalidades essenciais, violação do presente Tratado ou de qualquer norma jurídica relativa à sua aplicação, ou em desvio de poder | προσφυγές που ασκούνται λόγω αναρμοδιότητος,παραβάσεως ουσιώδους τύπου,παραβάσεως της παρούσας συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με τη εφαρμογή της,ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας |
recursos em matéria de direito dos estrangeiros | ένδικα μέσα και βοηθήματα προβλεπόμενα από τη νομοθεσία περί αλλοδαπών |
recursos interpostos por pessoas singulares ou coletivas em matéria de concorrência | προσφυγές που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα σε θέματα ανταγωνισμού |
registo de uma licença ou de outro direito sobre um pedido de marca comunitária | καταχώρηση άδειας χρήσεως ή άλλου δικαιώματος επί αιτήσεως κοινοτικού σήματος |
registo de uma licença ou de outro direito sobre uma marca comunitária | καταχώρηση άδειας χρήσεως ή άλλου δικαιώματος επί κοινοτικού σήματος |
registos prediais ou hipotecários | κτηματολόγια ή βιβλία υποθηκών |
região industrial em declínio | βιομηχανική περιοχή που βρίσκεται σε παρακμή |
regras em matéria de acordos, decisões, práticas concertadas e posições dominantes | αντιμονοπωλιακή νομοθεσία |
regras em matéria de acordos, decisões, práticas concertadas e posições dominantes | περιοριστικές συμφωνίες και δεσπόζουσες θέσεις |
regras específicas em matéria de conexão | ειδικοί κανόνες συνάφειας |
Regulamento do Conselho que altera o Regulamento CE n.º 2201/2003 no que diz respeito à competência e introduz regras relativas à lei aplicável em matéria de divórcio e separação | νομική πράξη με αντικείμενο το εφαρμοστέο δίκαιο στο διαζύγιο |
Regulamento do Conselho relativo à competência judiciária, ao reconhecimento e à execução de decisões em matéria civil e comercial | Κανονισμός του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
Regulamento do Conselho relativo à competência judiciária, ao reconhecimento e à execução de decisões em matéria civil e comercial | Κανονισμός Βρυξέλλες Ι |
Regulamento em matéria de segurança social | διάταγμα περί κοινωνικής ασφάλισης |
regulamentos, diretivas e decisões adotados em conjunto pelo Parlamento Europeu e pelo Conselho | κανονισμοί,οδηγίες και αποφάσεις που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο |
reinvestimento em imobilizações | επανεπένδυση σε πάγια στοιχεία |
relatório elaborado em conformidade com procedimentos aprovados de comum acordo | έκθεση που συντάσσεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που αποφασίζονται από κοινού |
Relatório explicativo sobre o Protocolo, elaborado com base no artigo K.3 do Tratado da União Europeia, relativo à interpretação pelo Tribunal de Justiça das Comunidades Europeias da Convenção relativa à competência, ao reconhecimento e à execução de decisões em matéria matrimonial | Εισηγητική έκθεση του πρωτοκόλλου που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ´Ενωση σχετικά με την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της σύμβασης σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων σε γαμικές διαφορές |
relações em materia de pesca | αλιευτικές σχέσεις |
repartição das despesas em circunstâncias excecionais | κατανέμω τα έξοδα λόγω συνδρομής εξαιρετικών λόγων |
Repertório da Legislação Comunitária em Vigor e de Outros Actos das Instituições Comunitárias | ευρετήριο της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας |
repertório de competências, técnicas e conhecimentos específicos em matéria de luta contra o terrorismo | ευρετήριο ειδικών αντιτρομοκρατικών δεξιοτήτων,ικανοτήτων και γνώσεων |
reprodução da marca comunitária em dicionários | ανατύπωση του κοινοτικού σήματος σε λεξικά |
requisito sanitário para a entrada em território nacional | προϋπόθεση υγειονομικού ελέγχου για την είσοδο στην ημεδαπή |
reunir-se em sessão plenária | συνεδριάζω σε ολομέλεια |
reunir-se em sessão plenária | συνεδριάζω εν ολομελεία |
saldo de tesouraria em divisas | τρέχον ταμειακό υπόλοιπα σε συνάλλαγμα |
saldo de tesouraria em divisas | τρέχον ταμειακό διαθέσιμο σε συνάλλαγμα |
saldos de tesouraria em divisas | τρέχοντα ταμειακά υπόλοιπα σε συνάλλαγμα |
salário em dinheiro | μισθός σε χρήμα |
Segundo Protocolo Adicional à Convenção Europeia de Auxílio Judiciário Mútuo em Matéria Penal | Δεύτερο Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις |
Segundo Protocolo que atribui ao Tribunal de Justiça das Comunidades Europeias determinadas competências em matéria de interpretação da Convenção sobre a lei aplicável às obrigações contratuais | Δεύτερο πρωτόκολλο για την ανάθεση ορισμένων αρμοδιοτήτων στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά την ερμηνεία της συμβάσεως για το εφαρμοστέο δίκαιο |
sem pôr em causa os direitos adquiridos | μη υπαναχώρηση όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματα |
sem qualquer distinção em razão da nacionalidade ou da residência | χωρίς διακρίσεις ιθαγενείας ή διαμονής |
sentença proferida em matéria de procedimentos cautelares | αποφάσια κατόπιν συνοπτικής διαδικασίας |
sentença transitada em julgado | απόφαση με ισχύ δεδικασμένου |
ser declarado total ou parcialmente privado dos seus direitos | εκπίπτω του συνόλου ή μέρους των δικαιωμάτων μου |
ser fiscalizado ou interpretado | υπόκειμαι σε έλεγχο ή ερμηνεία |
ser objeto de um início ou reinício de utilização séria | έναρξη ή επανάληψη της ουσιαστικής χρήσης |
sistema de impostos cumulativos em cascata | σωρευτικό και επαναληπτικό φορολογικό σύστημα |
sistema do desenho ou modelo comunitário | σύστημα κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων |
sobreproteção em detrimento do público | υπερπροστασία εις βάρος του κοινού |
sociedade em comandita simples | ετερόρρυθμη εταιρία |
sociedade em comandita simples | απλή ετερρόρυθμος εταιρεία |
sociedade em liquidação | εταιρεία υπό εκκαθάριση |
sociedades em nome coletivo, no direito alemão | οι offene Handelsgesellschaften του γερμανικού δικαίου |
substituição do escrivão, em caso de impedimento | αναπλήρωση του γραμματέως σε περίπτωση κωλύματος |
substituição do secretário em caso de impedimento | αναπλήρωση του γραμματέως σε περίπτωση κωλύματος |
sujeito passivo com imposto em falta | παραβάτης φορολογούμενος |
suspensão da execução em aplicação do regime de prova | αναστολή εκτέλεσης επί δοκιμασία |
tabela em vigor na Secretaria | τέλη γραμματείας |
tendo em conta o artigo | έχοντας υπ'όψη το άρθρο... |
toda e qualquer discriminação em razão da nacionalidade entre os trabalhadores dos Estados-Membros | κάθε διάκριση μεταξύ των εργαζομένων των Κρατών μελών που βασίζεται στην ιθαγένεια |
toda e qualquer discriminação em razão da nacionalidade entre os trabalhadores dos Estados-Membros | κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών |
todas as medidas gerais ou especiais | κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο |
todas as obrigações de caráter mobiliário, sejam elas ex lege, ex contractu ou ex delicto | κάθε ενοχή που αφορά κινητά,είτε ex lege,είτε contractu,είτε ex delicto |
tomada em consideração dos prejuízos da filial | συνυπολογισμός των ζημιών της θυγατρικής |
tomada em consideração dos prejuízos estrangeiros | συνυπολογισμός των ζημιών που εμφανίζονται στο εξωτερικό |
tomada em consideração fiscal dos resultados | φορολογικός συμψηφισμός των αποτελεσμάτων χρήσεως |
trabalhador em suspensão tempóraria | εργαζόμενος του οποίου η απασχόληση αναστέλλεται προσωρινά |
trabalho em equipa | ομαδική εργασία |
trabalho em grupo | ομαδική εργασία |
trabalho em part-time | εργασία μερικής απασχόλησης |
trabalho noturno em turnos permanentes | νυκτερινή εργασία |
tradução mais completa ou integral | εκτενέστερη ή πλήρης μετάφραση |
transformação de uma empresa em sociedade de capitais | μετατροπή της επιχείρησης σε εταιρεία |
transformação em pedido de marca nacional | μετατροπή σε αίτηση εθνικού σήματος |
transitato em julgado | αποκτώ ισχύ δεδικασμένου |
transmissão de uma marca registada em nome de um agente | μεταβίβαση σήματος που έχει καταχωρηθεί επ'ονόματι ειδικού πληρεξουσίου |
Tratado de Budapeste sobre o Reconhecimento Internacional do Depósito de Microrganismos para efeitos de Procedimento em Matéria de Patentes | συνθήκη της Βουδαπέστης σχετικά με τη διεθνή αναγνώριση της κατάθεσης μικροοργανισμών στο πλαίσιο διαδικασιών για την απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
Tratado de Budapeste sobre o Reconhecimento Internacional do Depósito de Microrganismos para efeitos de Procedimento em Matéria de Patentes | Συνθήκη της Βουδαπέστης όσον αφορά τη διεθνή αναγνώριση της κατάθεσης μικροοργανισμών για τις διαδικασίες των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας |
Tratado de Budapeste sobre o reconhecimento internacional do depósito de microrganismos para efeitos dos processos em matéria de patentes | συνθήκη της Βουδαπέστης σχετικά με τη διεθνή αναγνώριση της κατάθεσης μικροοργανισμών στο πλαίσιο διαδικασιών για την απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
Tratado de Budapeste sobre o reconhecimento internacional do depósito de microrganismos para efeitos dos processos em matéria de patentes | Συνθήκη της Βουδαπέστης όσον αφορά τη διεθνή αναγνώριση της κατάθεσης μικροοργανισμών για τις διαδικασίες των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας |
Tratado de Cooperação em Matéria de Patentes | συνθήκη συνεργασίας ευρεσιτεχνίας |
Tratado de Cooperação em Matéria de Patentes | συνθήκη για τη συνεργασία στον τομέα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
Tratado de Washington sobre a propriedade intelectual em matéria de circuitos integrados | σύμβασητης Ουάσινγκτονγια την πνευματική ιδιοκτησία όσον αφορά τα ολοκληρωμένα κυκλώματα |
Tratado sobre o reconhecimento internacional do depósito de microrganismos para efeitos dos processos em matéria de patentes | συνθήκη για τη διεθνή αναγνώριση της κατάθεσης μικρο-οργανισμών με στόχο τις διαδικασίες ευρεσιτεχνίας |
tribunais que deliberam em primeira instância | πρωτοβάθμιο δικαστήριο |
tribunal com competência em matéria cível | πολιτικό δικαστήριο |
tribunal competente em matéria de contrafação | δικαστήριο αρμόδιο για θέματα παραποίησης |
tribunal competente em matéria de contrafação | δικαστήριο αρμόδιο για θέματα απομίμησης |
tribunal competente em matéria de validade da marca comunitária | δικαστήριο αρμόδιο για θέματα εγκυρότητας του σήματος |
Tribunal de Primeira Instância reunido em sessão plenária | το Πρωτοδικείο συνεδριάζει εν ολομελεία |
Tribunal de Recurso Comum em matéria de Patente Comunitária | Κοινό Εφετείο κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιρεχνίας |
Tribunal de Recurso Comum em matéria de Patente Comunitária | Κοινό Εφετείο κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
tribunal em relação ao qual houve uma extensão de competência convencional ou tácita | δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατόπιν ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας των διαδίκων |
tributação baseada no Estado em que está implantada a sede | φορολόγηση της επιχείρησης στο κράτος που εδρεύει |
trânsito em julgado | όρος του δεδικασμένου |
título em conta corrente | τίτλος υπό μορφή λογιστικής εγγραφής |
título recebido em remuneração da entrada | τίτλος που ελήφθη έναντι της εισφοράς |
um Estado que não tenha depositado os seus instrumentos de ratificação ou de adesão | ένα Kράτος που δεν έχει καταθέσει τα έγγραφά του κυρώσεως και προσχωρήσεως |
utilização de objetos imobiliários em regime de fruição a tempo repartido | χρήση ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής ιδιοκτησίας |
vantagem temporária em termos de tesouraria | προσωρινό ταμειακό πλεονέκτημα |
venda em pirâmide | σύστημα διανομής με μορφή πυραμίδας |
visto concedido em postos de fronteira | θεώρηση χορηγούμενη στα σύνορα |
viver em concubinato | ζω σε εξώγαμη συμβίωση |
viver em concubinato | ζω σε ελεύθερη συμβίωση |
ónus da prova no caso de discriminação em razão do sexo | βάρος της απόδειξης στις περιπτώσεις διακρίσεων λόγω φύλου |
Órgão jurisdicional nacional deliberando em última instância | ανώτατο εθνικό δικαστήριο |