Subject | Portuguese | Greek |
gen. | a Assembleia pode reunir-se em sessão extraordinária | η Συνέλευση δύναται να συνέλθει σε έκτακτη σύνοδο |
gen. | a atribuição de competências em favor destas instituições | η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στα όργανα αυτά |
gen. | a contar do dia em que o recorrente tenha tomado conhecimento do ato | υπολογιζομένων από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως |
gen. | a morte presumida tiver sido declarada por sentença com trânsito em julgado | η εξαφάνιση εκηρύχθη με δικαστική απόφαση που αποτελεί δεδικασμένο |
gen. | a situação económica geral e a situação do sector em causa | τα μέλη της Eπιτροπής δύνανται να μετέχουν σε όλες τις συνεδριάσεις |
gen. | a solução em água é uma base fraca | το υδατικό διάλυμα είναι ασθενής βάση |
gen. | a substância decompõe-se em contacto com... | η ουσία αποσυντίθεται σε επαφή με... |
gen. | a substância decompõe-se em contacto com..., causando perigo de incêndio e de explosão | η ουσία αποσυντίθεται σε επαφή με...,προκαλώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και έκρηξης |
gen. | a substância decompõe-se em contacto com..., que aumenta o perigo de incêndio | η ουσία αποσυντίθεται σε επαφή με...,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς |
gen. | a substância pode entrar em ignição espontaneamente em contacto com o ar | η ουσία μπορεί να αναφλεγεί αυτόματα σε επαφή με τον αέρα |
gen. | a totalização de todos os períodos tomados em consideração | ο συνυπολογισμός όλων των περιόδων |
gen. | a troca de conhecimentos de natureza científica ou industrial em matéria nuclear | η ανταλλαγή επιστημονικών ή βιομηχανικών γνώσεων στον τομέα της πυρηνικής ενεργείας |
gen. | abrigo antiaéreo em betão armado | αντιαεροπορικό καταφύγιο κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα |
gen. | acidente em grande escala controlável | μείζον διαχειρίσιμο ατύχημα,μείζον ατύχημα με περιορισμένες επιπτώσεις |
gen. | acompanhamento em termos financeiros das fraudes e irregularidades | δημοσιονομικός έλεγχος των περιπτώσεων απάτης και των παρατυπιών |
gen. | acordo em segunda leitura antecipada | συμφωνία σε πρώιμη δεύτερη ανάγνωση |
gen. | Acordo entre a Comunidade Europeia e os Estados Unidos Mexicanos em matéria de cooperação sobre controlo de precursores e substâncias químicas frequentemente utilizados no fabrico ilícito de estupefacientes e substâncias psicotrópicas | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού σχετικά με τη συνεργασία στον τομέα των προδρόμων και των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παραγωγή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών |
gen. | Acordo para a Criação em Paris de uma Repartição Internacional do Vinho | Συμφωνία "προς ίδρυσιν εν Παρισίοις Διεθνούς Γραφείου Οίνου" |
gen. | Acordo provisório de Associação Euro-Mediterrânico sobre Comércio e Cooperação entre a Comunidade Europeia, por um lado, e a Organização de Libertação da Palestina OLP em benefício da Autoridade Palestiniana da Cisjordânia e da Faixa de Gaza, por outro | Ευρωμεσογειακή ενδιάμεση συμφωνία σύνδεσης για το εμπόριο και τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης ΟΑΠ εξ ονόματος της Παλαιστινιακής Αρχής της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας |
gen. | Acordo relativo à Readmissão de Pessoas em Situação Irregular | Συμφωνία σχετικά την επανεισδοχή προσώπων σε μη νόμιμη κατάσταση |
gen. | adaptar os acordos pautais em vigor com os países terceiros | η προσαρμογή των ισχυουσών δασμολογικών συμφωνιών με τρίτες χώρες |
gen. | afetação dos intérpretes em reunião | τοποθέτηση των διερμηνέων σε συνεδριάσεις |
gen. | agressões externas devidas a atividades humanas e tomadas em consideração | εξωτερικά γεγονότα από ανθρώπινη δραστηριότητα λαμβανόμενα υπόψη κατά το σχεδιασμό |
gen. | agrupados em feixes | διατεταγμένα σε δέσμες |
gen. | agrupamento de combustível em varas e em feixes de elementos | συγκρότηση του πυρηνικού καυσίμου σε ραβδία και σε στοιχεία |
gen. | agrupamento de elementos combustíveis em feixes | συγκρότηση των ράβδων πυρηνικού καυσίμου σε δέσμες |
gen. | Agência de Projetos de Pesquisa Avançada em Defesa Militar | Οργανισμός για την προωθημένη έρευνα επί σχεδίων που αφορούν την άμυνα |
gen. | ajudas de custo de deslocação em serviço | ημερήσια αποζημίωση αποστολής |
gen. | almofada amortecedora de emergência para o barril do núcleo em caso de acidente máximo credível | υποστήλωμα εκτάκτου ανάγκης στηρίξεως του χιτωνίου του πυρήνα αντιδραστήρα στην περίπτωση του μεγίστου πιστευτού ατυχήματος |
gen. | alvos em afastamento | υποχωρούντες στόχοι |
gen. | alvos em aproximação | προσεγγίζοντες στόχοι |
gen. | aparelho destinado a pôr cintas em embalagens | συσκευή τοποθέτησης τσερκιών συσκευασίας |
gen. | apoio e coordenação de atividades de investigação em curso | υπoστήριξη και συvτovισμός τωv τρε?oυσώv ερευvώv |
gen. | aprovisionamento equitativo em minérios e combustíveis nucleares | δίκαιος εφοδιασμός με μεταλλεύματα και πυρηνικά καύσιμα |
gen. | aptidão para o trabalho em equipa | ικανότητα για συλλογική εργασία |
gen. | armação em forma de A | ικρίωμα σχήματος "A" |
gen. | arquitetura em ferro e vidro | αρχιτεκτονική σιδήρου και γυαλιού |
gen. | as alterações entrarão em vigor | οι τροποποιήσεις τίθενται σε ισχύ |
gen. | as necessidades de abastecimento da Comunidade em... | οι ανάγκες εφοδιασμού της Kοινότητο σε... |
gen. | assistência em caso de catástrofe | αρωγή προς τους θεομηνιόπληκτους |
gen. | assistência em caso de catástrofe | αρωγή προς τους πληττόμενους από θεομηνίες |
gen. | assistência em caso de catástrofe | βοήθεια σε περίπτωση καταστροφών |
gen. | assistência em matéria de defesa | επικούρηση σε θέματα άμυνας |
gen. | ataca muitos metais em presença de água | με παρουσία νερού προσβάλλει πολλά μέταλλα |
gen. | autoridades competentes em matéria de proteção de dados | αρ?ές πρoστασίας δεδoμέvωv |
gen. | auxílio em caso de catástrofe | βοήθεια σε περίπτωση καταστροφών |
gen. | auxílio em matéria de integração | ενίσχυση για ενσωμάτωση |
gen. | ação em prol da paz e do desarmamento | ενέργειες για την ειρήνη και τον αφοπλισμό |
gen. | Ações-piloto em benefício do transporte combinado | Πειραματικές δράσεις στον τομέα των συνδυασμένων μεταφορών |
gen. | bala em forma de "diabolo" | σφαίρα από μόλυβδο με ακίδες |
gen. | barra de comando em carboneto de boro | ράβδος ρυθμίσεως από καρβίδιο του βορίου |
gen. | bilhete de identidade para criança em substituição do passaporte | ταυτότητα ανηλίκου υπέχουσα θέση διαβατηρίου |
gen. | busca e salvamento em combate | Έρευνα και διάσωση κατά τη μάχη |
gen. | calço amortecedora de emergência para o barril do núcleo em caso de acidente máximo credível | υποστήλωμα εκτάκτου ανάγκης στηρίξεως του χιτωνίου του πυρήνα αντιδραστήρα στην περίπτωση του μεγίστου πιστευτού ατυχήματος |
gen. | camião-cisterna acidentado em estradas próximas | συγκρουσθέντα βυτιοφόρα οχήματα σε παρακείμενους δρόμους |
gen. | camião-cisterna colidido em estradas próximas | συγκρουσθέντα βυτιοφόρα οχήματα σε παρακείμενους δρόμους |
gen. | carga do combustível em marcha | αντικατάσταση πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία |
gen. | carregamento em marcha | αντικατάσταση του πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία |
gen. | cartão de pessoa em mobilidade | κάρτα ατόμου υπό καθεστώς κινητικότητας |
gen. | cartão de visita em branco | λευκό επισκεπτήριο |
gen. | cartão de visita em branco | άγραφο επισκεπτήριο |
gen. | Centro de Documentação sobre a Segurança e a Regulamentação em matéria de Biotecnologia | Κέντρο Biosafe |
gen. | Centro de Documentação sobre a Segurança e a Regulamentação em matéria de Biotecnologia | Κέντρο Τεκμηρίωσης για την ασφάλεια και τις κανονιστικές ρυθμίσεις σε θέματα βιοτεχνολογίας |
gen. | centro de informação, de reflexão e de intercâmbio em matéria de transposição de fronteiras e de imigração | Κέντρο Ενημέρωσης,Προβληματισμού και Ανταλλαγών σε ζητήματα Διέλευσης των Συνόρων και Μετανάστευσης |
gen. | Centro de Informação, Reflexão e Intercâmbio em matéria de Asilo | Κέντρο πληροφόρησης,μελέτης και ανταλλαγών στον τομέα του ασύλου |
gen. | Centro de Informação, Reflexão e Intercâmbio em matéria de Passagem das Fronteiras e Imigração | Κέντρο Πληροφόρησης, Μελετών και Ανταλλαγών στον τομέα της Διέλευσης των Συνόρων και της Μετανάστευσης |
gen. | Centro Georgiano-Europeu de Aconselhamento Jurídico e em Matéria de Políticas | Κέντρο ΕΕ για Θέματα Πολιτικής και Παροχής Συμβουλών για την Γεωργία |
gen. | chamada em conferência | διάσκεψη μέσω τηλεφώνου |
gen. | cidadão em idade de votar | πολίτης που έχει ηλικία ψήφου |
gen. | com base em | βάσει |
gen. | Comité Consultivo em matéria de acordos e de posições dominantes no domínio dos transportes marítimos | Συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών |
gen. | Comité Consultivo em matéria de acordos e posições dominantes nos transportes aéreos | Συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις στις αεροπορικές μεταφορές |
gen. | Comité Consultivo em Matéria de Gestão de Programas | Συμβουλευτική Επιτροπή Διαχείρισης Προγραμμάτων; Συμβουλευτική Επιτροπή σε θέματα Διαχείρισης Προγραμμάτων |
gen. | Comité Consultivo em matéria de gestão do plano de ação comunitário em matéria de resíduos radioativos | Συμβουλευτική επιτροπή στο θέμα της διαχείρισης του σχεδίου δράσης της Κοινότητας για τα ραδιενεργά απόβλητα |
gen. | Comité Consultivo para a medidas a tomar em caso de crise no mercado dos transportes rodoviários de mercadorias e para a aplicação da legislação relativa às condições de admissão de transportadores não residentes aos transportes nacionais rodoviários de mercadorias num Estado-Membro cabotagem | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές |
gen. | Comité Consultivo para as condições em que os transportadores não residentes podem efetuar serviços de transporte rodoviário de passageiros num Estado-Membro cabotagem | Συμβουλευτική επιτροπή για τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές μεταφορές επιβατών σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές |
gen. | Comité Consultivo para as medidas especiais de interesse comunitário em matéria de infraestruturas de transporte | Συμβουλευτική επιτροπή για τα ειδικά μέτρα κοινοτικού ενδιαφέροντος όσον αφορά τα έργα υποδομής στις μεταφορές |
gen. | Comité da segunda fase do programa de ação comunitário em matéria de educação Sócrates II | Επιτροπή για το δεύτερο στάδιο του κοινοτικού προγράμματος δράσης στοω τομέα της εκπαίδευσης Σωκράτης II |
gen. | Comité de assistência mútua em matéria aduaneira e agrícola | Επιτροπή αμοιβαίας συνδρομής στον τελωνειακό και γεωργικό τομέα |
gen. | Comité de Auxílio aos Países em Desenvolvimento Não Associados | Επιτροπή Βοηθείας προς τις μη Συνδεδεμένες Αναπτυσσόμενες Χώρες |
gen. | Comité de Contacto de coordenação das disposições legislativas, regulamentares e administrativas respeitantes a alguns organismos de investimento coletivo em valores mobiliários OICVM | Eπιτροπή επικοινωνίας για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες OΣEKA |
gen. | Comité de Contacto para o direito de sequência em benefício do autor de uma obra de arte original que seja objeto de alienações sucessivas | Επιτροπή επαφών για το δικαίωμα παρακολούθησης υπέρ του δημιουργού ενός πρωτότυπου έργου τέχνης |
gen. | Comité de Coordenação no domínio da Cooperação Policial e Judiciária em matéria Penal | Συντονιστική επιτροπή στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις |
gen. | Comité dos Serviços Pan-Europeus de Administração em Linha | Επιτροπή Πανευρωπαϊκών Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης |
gen. | Comité em matéria de gestão de detritos | Eπιτροπή διαχειρίσεως αποβλήτων |
gen. | Comité Especial do Acordo-Quadro entre a CE e a Turquia sobre os princípios gerais da participação da Turquia em programas comunitários | Ειδική επιτροπή της συμφωνίας-πλαισίου μεταξή της ΕΚ και της Τουρκίας όσον αφορά τις γενικές αρχές για τη συμμετοχή της Τουρκίας σε κοινοτικά προγράμματα |
gen. | Comité Executivo em Sessão Extraordinária | Εκτελεστική Επιτροπή σε Ειδική Σύνοδο |
gen. | Comité para a adaptação ao progresso científico e técnico da diretiva relativa à proteção do ambiente, e em especial dos solos, na utilização agrícola de lamas de depuração | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος και ιδίως του εδάφους κατά τη χρησιμοποίηση της ιλύος καθαρισμού λυμάτων στη γεωργία |
gen. | Comité para a adaptação ao progresso técnico da diretiva relativa à aproximação das legislações dos Estados-Membros em matéria de emissões sonoras para o ambiente dos equipamentos para utilização no exterior | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την εκπομπή θορύβου στο περιβάλλον από εξοπλισμό προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους |
gen. | Comité para a adaptação ao progresso técnico das diretivas que visam a eliminação dos entraves técnicos ao comércio no setor das matérias que podem ser adicionadas aos medicamentos tendo em vista a sua coloração | γνωμοδότηση πρωτοβουλίας |
gen. | Comité para a adaptação ao progresso técnico das diretivas que visam a eliminação dos entraves técnicos ao comércio no setor dos aparelhos elétricos utilizados em medicina veterinária | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των οδηγιών που αποσκοπούν στην εξάλειψη των τεχνικών εμποδίων στις συναλλαγές στον τομέα των ηλεκτρολογικών μηχανημάτων που χρησιμοποιούνται στην κτηνιατρική |
gen. | comité para a aplicação do regulamento relativo à competência judiciária, ao reconhecimento e à execução de decisões em matéria civil e comercial | Επιτροπή για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις Κανονισμός "Βρυξέλλες I" |
gen. | comité para a aplicação do regulamento relativo à cooperação entre os tribunais dos Estados-Membros no domínio da obtenção de provas em matéria civil ou comercial | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
gen. | Comité para o reconhecimento mútuo em matéria de avaliação da conformidade Comunidade-Suíça | Επιτροπή για την αμοιβαία αναγνώριση στον τομέα της αξιολόγησης της πιστότητας Κοινότητα - Ελβετία |
gen. | Comité para o sistema de ecopontos aplicável aos veículos pesados de mercadorias que atravessem a Áustria em trânsito | Επιτροπή για το σύστημα οικοσημείων που εφαρμόζεται στα βαρέα φορτηγά οχήματα που διέρχονται από την Αυστρία |
gen. | Comité Permanente para a Cooperação Operacional em matéria de Segurança Interna | Μόνιμη επιτροπή επιχειρησιακής συνεργασίας σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας |
gen. | Comité Permanente para a Cooperação Operacional em matéria de Segurança Interna | Μόνιμη Επιτροπή Εσωτερικής Ασφάλειας |
gen. | Comité relativo aos controlos da conformidade dos produtos importados de países terceiros com as regras aplicáveis em matéria de segurança dos produtos | Επιτροπή για του ελέγχους της πιστότητας των προϊόντων που εισάγονται από τρίτες χώρες προς τους κανόνες που ισχύουν για την ασφάλεια των προϊόντων |
gen. | Comité relativo à citação e à notificação dos atos judiciais e extrajudiciais em matérias civil e comercial nos Estados-Membros | Επιτροπή για την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
gen. | compartimente de proteção em betão | κυψέλη θωρακισμένη από σκυρόδεμα |
gen. | compartimento blindado com paredes em betão | χώρος με τοίχους από σκυρόδεμα |
gen. | compartimento em betão | κυψέλη από σκυρόδεμα |
gen. | compartimento/sala de proteção em betão | θωρακισμένος από σκυρόδεμα χώρος |
gen. | compartimento/sala de proteção em betão | θωρακισμένο από σκυρόδεμα διαμέρισμα |
gen. | comportamento do operador em condições de stress | συμπεριφορά του χειριστή υπό συνθήκες άγχους |
gen. | comunicação relativa à entrada em vigor do protocolo | ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη ισχύος του πρωτοκόλλου |
gen. | comunicação vídeo em três dimensões | τρισδιάστατη επικοινωνία βίντεο |
gen. | Conferência dos Órgãos Especializados em Assuntos Comunitários | διάσκεψη των οργάνων που ασχολούνται ειδικώς με τα κοινοτικά θέματα |
gen. | Conferência dos Órgãos Especializados em Assuntos Comunitários | Διάσκεψη των Επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων |
gen. | conselheiro em educação de eleitores | σύμβουλος μέσων εκπαίδευσης |
gen. | conselheiro em educação de eleitores | σύμβουλος για την εκπαίδευση των ψηφοφόρων |
gen. | conselheiro em formação | σύμβουλος για θέματα κατάρτισης |
gen. | conselheiro em logística | επιμελητιακός σύμβουλος |
gen. | conselheiro em resolução de conflitos | σύμβουλος για θέματα επίλυσης διαφορών |
gen. | conselheiro em segurança | σύμβουλος για θέματα ασφάλειας |
gen. | conselheiro em segurança | σύμβουλος ασφαλείας |
gen. | consenso europeu em matéria de ajuda humanitária | ευρωπαϊκή κοινή αντίληψη για την ανθρωπιστική βοήθεια |
gen. | conservar em...líquido apropriado a especificar pelo produtor | Σ5 |
gen. | conservar em...gás inerte a especificar pelo produtor | Σ6 |
gen. | conservar em...gás inerte a especificar pelo produtor | διατηρείται σε ατμόσφαιρα...το είδος του αδρανούς αερίου καθορίζεται από τον κατασκευαστή |
gen. | conservar em...líquido apropriado a especificar pelo produtor | διατηρείται το περιεχόμενο μέσα σε...το είδος του κατάλληλου υγρού καθορίζεται από τον κατασκευαστή |
gen. | conservar em lugar fresco | σε δροσερό μέρος |
gen. | conservar em lugar fresco ao abrigo de...matérias incompatíveis a indicar pelo produtor | Σ3/14 |
gen. | conservar em lugar fresco ao abrigo de...matérias incompatíveis a indicar pelo produtor | διατηρείται σε δροσερό μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή |
gen. | conservar em lugar fresco bem ventilado | Σ3/9 |
gen. | conservar em lugar fresco bem ventilado | διατηρείται σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος |
gen. | conservar em lugar fresco e bem ventilado ao abrigo de...matérias incompatíveis a indicar pelo produtor | Σ3/9/14 |
gen. | conservar em lugar fresco e bem ventilado ao abrigo de...matérias incompatíveis a indicar pelo produtor | διατηρείται σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή |
gen. | conservar em lugar fresco,bem ventilado | διατηρείται σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος |
gen. | conservar em recipiente bem fechado em lugar fresco e ventilado | Σ3/7/9 |
gen. | conservar em recipiente bem fechado em lugar fresco e ventilado | διατηρήσατε το δοχείο καλώς κλεισμένο σε χώρο δροσερό και καλώς αεριζόμενο |
gen. | conservar unicamente no recipiente de origem em lugar fresco e bem ventilado | Σ3/9/49 |
gen. | conservar unicamente no recipiente de origem em lugar fresco e bem ventilado | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό μέρος |
gen. | conservar unicamente no recipiente de origem em lugar fresco e bem ventilado ao abrigo de...matérias incompatíveis a indicar pelo produtor | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακρυά από...ασύμβατα υλικά που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή |
gen. | conservar unicamente no recipiente de origem em lugar fresco e bem ventilado ao abrigo de...matérias incompatíveis a indicar pelo produtor | Σ3/9/14/49 |
gen. | consulta em linha | ανάκτηση πληροφοριών με σύστημα on-line,απ'ευθείας ανάκτηση πληροφοριών |
gen. | consultadoria em gestão | συμβουλές διαχείρισης |
gen. | contabilidade dos materiais em trânsito | λογιστικός έλεγχος των διαμετακομίσεων |
gen. | contenção de pressão em betão reforçado | προστατευτικό περίβλημα έναντι πιέσεως εξ οπλισμένου σκυροδέματος |
gen. | contenção secundária em betão | δευτερεύον προστατευτικό περίβλημα εκ σκυροδέματος |
gen. | controlo dos teores em grisu | έλεγχος της περιεκτικότητας σε μεθάνιο |
gen. | Convenção de Genebra para Melhorar a Situação dos Feridos e Doentes das Forças Armadas em Campanha | Σύμβαση της Γενεύης "περί βελτιώσεως της τύχης των τραυματιών και των ασθενών εις τας εν εκστρατεία ενόπλους δυνάμεις" |
gen. | Convenção em matéria de prevenção, controlo e repressão do abuso, tráfico e produção ilícita de estupefacientes, substâncias psicotrópicas e outros produtos químicos análogos | Σύμβαση σχετικά με την πρόληψη, τον έλεγχο και την αναχαίτηση της κατάχρησης του αθέμιτου εμπορίου και της αθέμιτης παραγωγής ναρκωτικών, ψυχοτρόπων ουσιών και συναφών χημικών μέσων |
gen. | Convenção Europeia em matéria de Adopção de Crianças Revista | Ευρωπαϊκή σύμβαση περί της υιοθεσίας παιδιών αναθεωρημένη |
gen. | Convenção Europeia em matéria de Adoção de Crianças | Ευρωπαϊκή Σύμβαση "περί της υιοθεσίας παιδιών" |
gen. | Convenção Europeia relativa ao Seguro Obrigatório de Responsabilidade Civil em matéria de Veículos Automóveis | Eυρωπαϊκή Σύμβαση "περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως έναντι αστικής ευθύνης αφορώσης εις αυτοκίνητα οχήματα" |
gen. | Convenção Internacional para a Unificação de certas Regras em matéria de Conhecimentos | Διεθνής Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές |
gen. | Convenção Internacional para a Unificação de certas Regras relativas à Competência Penal em matéria de Abalroação e outros Acidentes de Navegação | Σύμβαση "περί ενοποιήσεως ωρισμένων κανόνων σχετικών με την ποινικήν δικαιοδοσίαν επί συγκρούσεως πλοίων ή άλλων συμβάντων εν τη ναυσιπλοϊα" |
gen. | Convenção para a Criação em Paris, de um Instituto Internacional do Frio | Σύμβαση "περί ιδρύσεως Διεθνούς Ινστιτούτου Ψύχους" |
gen. | Convenção para a Unificação de certas Regras em matéria de Assistência e de Salvação Marítimas | Σύμβαση "περί ενοποιήσεως κανόνων τινών περί θαλασσίας αρωγής και ναυαγιαιρέσεως" |
gen. | Convenção para regular os Conflitos de Leis e de Jurisdições em matéria de Divórcio e de Separação de Pessoas | Σύμβαση για τη ρύθμιση των συγκρούσεων νόμων και δικαιοδοσιών όσον αφορά το διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό |
gen. | Convenção para regular os Conflitos de Leis em matéria de Casamento | Σύμβαση για τη ρύθμιση των συγκρούσεων νόμων σε θέματα γάμου |
gen. | Convenção relativa ao Reconhecimento e Execução de Decisões em matéria de Prestação de Alimentos a Menores | Σύμβαση για την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων σχετικά με τις υποχρεώσεις διατροφής έναντι των τέκνων |
gen. | Convenção relativa à Adesão do Reino de Espanha e da República Portuguesa à Convenção relativa à Competência Judiciária e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial | Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκαν από τη σύμβαση για την προσχώρηση ...βλ. NOTES |
gen. | Convenção relativa à Competência das Autoridades, à Lei Aplicável e ao Reconhecimento das Decisões em matéria de Adopção | Σύμβαση για την αρμοδιότητα των αρχών, το εφαρμοστέο Δίκαιο και την αναγνώριση αποφάσεων σε θέματα υιοθεσίας |
gen. | Convenção relativa à Igualdade de Remuneração entre a Mão de Obra Masculina e a Mão de Obra Feminina em Trabalho de Igual Valor | Σύμβαση "περί ίσης αμοιβής μεταξύ αρρένων και θηλέων εργαζομένων δι'εργασίαν ίσης αξίας" |
gen. | Convenção relativa à Igualdade de Tratamento dos Trabalhadores Estrangeiros e Nacionais em matéria de Reparação de Desastres no Trabalho | Σύμβαση "περί εξομοιώσεως των αλλοδαπών και ιθαγενών εργατών εν τη αποζημιώσει των ατυχημάτων της εργασίας" |
gen. | Convenção relativa à Indemnização por Desemprego em caso de Perda por Naufrágio | Σύμβαση "περί αποζημιώσεως λόγω ανεργίας εις περίπτωσιν ναυαγίου" |
gen. | Convenção relativa à Lei Aplicável em matéria de Prestação de Alimentos a Menores | Σύμβαση για το εφαρμοστέο Δίκαιο στις υπoχρεώσεις διατροφής έναντι των τέκνων |
gen. | Convenção relativa à Troca de Informações em matéria de Aquisição de Nacionalidade | Σύμβαση "περί ανταλλαγής πληροφοριών επί θεμάτων κτήσεως της ιθαγενείας" |
gen. | Convenção relativa à Troca Internacional de Informações em matéria de Estado Civil | Σύμβαση για τη διεθνή ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα προσωπικής κατάστασης |
gen. | Convenção relativa às Migrações em Condições Abusivas e à Promoção da Igualdade de Oportunidades e de Tratamento dos Trabalhadores Migrantes | Σύμβαση για τις μεταναστεύσεις υπό καταχρηστικούς όρους και για την προώθηση ίσων ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης των διακινούμενων εργαζομένων |
gen. | Convenção sobre a Competência do Foro Contratual em caso de Compra e Venda Internacional de Coisas Móveis Corpóreas | Σύμβαση "περί της διεθνούς συμβατικής δικαιοδοσίας εις περίπτωσιν διεθνούς πωλήσεως ενσωμάτων κινητών πραγμάτων" |
gen. | Convenção sobre a Cooperação Internacional em matéria de Ajuda Administrativa aos Refugiados | Σύμβαση για τη διεθνή συνεργασία σε ζητήματα διοικητικής συνδρομής προς τους πρόσφυγες |
gen. | Convenção sobre a Redução dos Casos de Nacionalidade Múltipla e sobre as Obrigações Militares em caso de Nacionalidade Múltipla | Σύμβαση για τη μείωση των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας και για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις της πολλαπλής ιθαγένειας |
gen. | Convenção sobre o Emprego de Mulheres em Trabalhos Subterrâneos em Minas de qualquer Categoria | Σύμβαση "περί χρησιμοποιήσεως γυναικών εις υπογείους εργασίας μεταλλείων πάσης κατηγορίας" |
gen. | Convenção sobre os Conflitos de Leis em matéria de Forma das Disposições Testamentárias | Σύμβαση για τις συγκρούσεις νόμων που αφορούν τον τύπο διατάξεων διαθήκης |
gen. | cooperação consular em matéria de vistos | προξενική συνεργασία σε θέματα θεώρησης εισόδου |
gen. | cooperação consular local em matéria de vistos | τοπική συνεργασία Σένγκεν |
gen. | cooperação em matéria de execução da lei | συvεργασία στηv εφαρμoγή τoυ vόμoυ |
gen. | coordenador em matéria de segurança e de saúde durante a realização da obra | συντονιστής για θέματα ασφάλειας και υγείας κατά την εκτέλεση του έργου |
gen. | coordenação em matéria de direitos do homem | συντονισμός σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων |
gen. | cromatografia em camada fina de alta resolução | χρωματογραφία λεπτής στοιβάδας υψηλής απόδοσης |
gen. | cubículo de proteção em betão | κυψέλη θωρακισμένη από σκυρόδεμα |
gen. | cultura de células confluentes em camadas simples | καλλιέργεια συρρέουσας μονοστιβάδας κυττάρων |
gen. | Código de Conduta da UE em matéria de Complementaridade e Divisão das Tarefas na Política de Desenvolvimento | Κώδικας δεοντολογίας της ΕΕ για τη συμπληρωματικότητα και τον καταμερισμό της εργασίας στην αναπτυξιακή πολιτική |
gen. | dactilografia de textos a partir de gravações em disco ou banda magnética | δακτυλογράφηση μαγνητοφωνημένων κειμένων |
gen. | de três em três anos proceder-se-á a uma substituição parcial dos juízes | κάθε τρία έτη γίνεται μερική ανανέωση των δικαστών |
gen. | Decisão 2008/615/JAI do Conselho, de 23 de Junho de 2008, relativa ao aprofundamento da cooperação transfronteiras, em particular no domínio da luta contra o terrorismo e a criminalidade transfronteiras | Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2008 , σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος |
gen. | deformação em chumaceira | φέρουσα παραμόρφωση |
gen. | densidade das lacunas em excesso | πλεονάζουσα πυκνότητα οπών |
gen. | deposição em aterro | απόρριψη σε χωματερή |
gen. | desaceleração em roda livre | επιβράδυνση με το κιβώτιο ταχυτήτων στο νεκρό σημείο |
gen. | desaparecido em combate | αγνοούμενος πολεμικών επιχειρήσεων |
gen. | desaparecido em combate | αγνοούμενος πολέμου |
gen. | descarga de um canal em carga | εκκένωση ενός καναλιού υπό φορτίον |
gen. | desconto das despesas de deslocação em serviço | εκκαθάριση των εξόδων αποστολής |
gen. | deslocação em serviço | αποστολή |
gen. | desmontagem dos feixes de combustível em elementos | αποσυναρμολόγησις ράβδων δέσμης πυρηνικού καυσίμου σε επί μέρους στοιχεία |
gen. | dia de férias suplementar em função da idade | πρόσθετη άδεια ανάλογα με την ηλικία |
gen. | dinâmica da ligação em rede | δυναμική της δικτύωσης |
gen. | diploma de licenciatura em medicina veterinária | πτυχίο κτηνιατρικής |
gen. | diploma universitário em medicina veterinária | πανεπιστημιακό πτυχίο κτηνιατρικής |
gen. | Directrizes para a política da UE em relação a países terceiros no que respeita à tortura e a outras penas ou tratamentos cruéis, desumanos ou degradantes | κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά των βασανιστηρίων |
gen. | direito comunitário europeu em formação | ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο υπό διαμόρφωση |
gen. | disposição em auditório | αμφιθεατρική διάταξη |
gen. | disposição em E | διάταξη σε σχήμα Ε |
gen. | disposição em ferradura | διάταξη σε σχήμα πετάλου |
gen. | disposição em hemiciclo | ημικυκλική διάταξη |
gen. | disposição em quadrado | ορθογώνια διάταξη τραπεζιών |
gen. | disposição em sala de aula | διάταξη αίθουσας διδασκαλίας |
gen. | disposição em sala de aula em V | διάταξη σε σχήμα V |
gen. | disposição em sala de aula perpendicular | κατακόρυφη διάταξη τραπεζιών με καρέκλες εκατέρωθεν |
gen. | disposição em T | διάταξη σε σχήμα Τ |
gen. | disposição em U | διάταξη σε σχήμα U |
gen. | disposições em matéria de organização | οργανωτική ρύθμιση |
gen. | dividido em dois sistemas totalmente diferentes | διαιρεμένο εις δύο εντελώς ανεξάρτητα συστήματα |
gen. | divisão em dois | διάσπαση - διαχωρισμός κυττάρων εμβρύου |
gen. | donativos em espécie | δωρεά σε είδος |
gen. | duração em armazenamento | χρόνος κατά την αποθήκευση |
gen. | duração em armazenamento | χρόνος διατηρήσεως εν αποθηκεύσει |
gen. | duração em armazenamento | χρονικό όριο αποθήκευσης |
gen. | duração em armazenamento | διάρκεια ζωής προϊόντος |
gen. | duração em armazenamento | διάρκεια αποθήκευσης προϊόντος |
gen. | duração em armazenamento | διάρκεια αποθήκευσης |
gen. | dê a beber uma lama de carvão ativado em água | δώστε να πιεί ενεργό άνθρακα διαλυμένο σε νερό |
gen. | efetuar sondagens em anel à volta dos local previsto para o poço | εκτελούμεν γεωτρήσεις κυκλικώς περί την προβλεπομένην θέσιν του φρέατος |
gen. | elemento em feixe | συγκρότημα δέσμης ράβδων πυρηνικού καυσίμου |
gen. | emissão gama em cascata | αλληλοδιαδοχικές ακτίνες γάμμα |
gen. | encomendas em cadeia | επάλληλες παραγγελίες |
gen. | ensaio de transiente em pilha | εξέταση μεταβατικών φαινομένων εντός αντιδραστήρα |
gen. | ensaio em funcionamento | δοκιμή "εντός κυκλώματος" |
gen. | ensaio em fábrica | δοκιμή στο εργοστάσιο κατασκευής |
gen. | ensaio em pilha de arrefecimento do fundo | δοκιμή εντός αντιδραστήρα για ψύξη εκ των κάτω |
gen. | ensaios de colocação em serviço | δοκιμές παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία |
gen. | entrada em vigor das regras de execução | έναρξη ισχύος των εκτελεστικών κανόνων |
gen. | equipa consultiva em termos de defesa | συμβουλευτική ομάδα επί θεμάτων αμύνης |
gen. | Estado em colapso | καταρρέον κράτος |
gen. | Estado em desagregação | κράτος υπό διάλυση |
gen. | Estado em fase de adesão | χώρα υπό ένταξη |
gen. | Estado em fase de adesão | χώρα σε διαπραγματεύσεις προσχώρησης |
gen. | Estado em vias de falhar | κράτος υπό διάλυση |
gen. | estação em derivação | υποσταθμός απλής παροχής |
gen. | estação em dupla derivação | υποσταθμός διπλής παροχής |
gen. | estojo defletor em que estão contidos os mecanismos de movimentação das barras de comando | ελασμάτινο καθοδηγητικό κάλυμμα του μηχανισμού κινήσεως ράβδου ρυθμίσεως |
gen. | estrutura em forma de A | ικρίωμα σχήματος "A" |
gen. | estrutura em três pilares | δομή τριών πυλώνων |
gen. | execução em regime de administração direta | εκτέλεση έργου με αυτεπιστασία |
gen. | exposição em montra | διακόσμηση της βιτρίνας |
gen. | extradição em trânsito | διέλευση στα πλαίσια εκδόσεως |
gen. | falhas em cascata | αλληλοδιαδοχικές αστοχίες |
gen. | falta de residência habitual no Estado em cujo território está situado o seu local de afetação | μη συνήθης κατοικία στο κράτος διορισμού |
gen. | feixe em rede | πλέγμα δεσμών πυρηνικού καυσίμου |
gen. | formalidades prescritas em matéria disciplinar | πειθαρχική διαδικασία |
gen. | formação em gestão | κατάρτιση στον τομέα της διοίκησης επιχειρήσεων |
gen. | formação em gestão | κατάρτιση στον τομέα της διαχείρισης προσωπικού |
gen. | formação em tecnologias de ponta | κατάρτιση στις τεχνολογίες αιχμής |
gen. | fulminante em tiras | εναύσματα υπό μορφή ταινιών |
gen. | funcionamento em potência | λειτουργία υπό ισχύ |
gen. | funcionamento em vácuo | χωρίς φορτίο |
gen. | funcionamento em vácuo | λειτουργία εν κενώ |
gen. | funcionamento em vácuo | εν κενώ |
gen. | funcionário em intercâmbio | υπάλληλος που συμμετέχει στην ανταλλαγή |
gen. | funcionário ou agente em atividade | εν ενεργεία υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού |
gen. | glicerina em bruto de fermentaçãosaponificação pelas enzimas | γλυκερίνη ακάθαρτος εκ ζυμώσεωςσαπωνοποίησις δι'ενζύμων |
gen. | guarnição em amianto | συσκευασία με αμίαντο |
gen. | Implante em cadeia | Εμφύτευμα σε μορφή αλύσου |
gen. | impressão em offset | εκτύπωση όφσετ |
gen. | impressão em talhe doce | χαλκογραφική εκτύπωση |
gen. | impressão em talhe doce | χαλκογραφική ανάγλυφη εκτύπωση |
gen. | imunoeletroforese em sentido inverso | ανοσοηλεκτροφόρηση αντιρροής |
gen. | inclusão em ata | μνεία στα πρακτικά |
gen. | inclusão em ata | καταχώρηση στα πρακτικά |
gen. | inclusão em ata | μνεία στα πρακτικά |
gen. | inclusão em ata | καταχώρηση στα πρακτικά |
gen. | inspeção conduzida em parceria | επιθεώρηση που διεξάγεται από κοινού |
gen. | instrutor em matéria de desminagem | εκπαιδευτής σε θέματα άρσης ναρκοπεδίου |
gen. | interpretação em relais | διερμηνεία μέσω τρίτης γλώσσας |
gen. | inventário das posições nacionais em matéria de emigração | καταγραφή των εθνικών θέσεων στον τομέα της μετανάστευσης |
gen. | Investigação no domínio da valorização da lenhite, tendo em conta a proteção do ambiente | 'Ερευνα για την περιβαλλοντικά συμβατή μετατροπή των λιθανθράκων |
gen. | investimento em capital fixo | υλική επένδυση |
gen. | julgar em primeira e última instância | δικάζω σε πρώτο και τελευταίο βαθμό |
gen. | ligadura em 8 | ρόλος διπλής τύλιξης |
gen. | ligadura em 8 | επίδεση δίκην οκτώ,επίδεση κατάγματος κλειδός |
gen. | limpeza em mufla | θερμικά καθαρισμένο |
gen. | linha em antena | ακτινική γραμμή τροφοδότησης |
gen. | líquido em combustão | καιόμενο υγρό |
gen. | líquido em ebulição | ζέον υγρό |
gen. | maioria dos membros do Parlamento em efetividade de funções | πλειοψηφία των εν ενεργεία μελών του Κοινοβουλίου |
gen. | mandato em nome da Comunidade | εντολή εξ ονόματος της Κοινότητας |
gen. | manipulação remota em ambientes de risco e desordenados | τηλεχειρισμός σε επικίνδυνο και διαταραγμένο περιβάλλον |
gen. | manobra em relé | σύστημα ενίσχυσης πίεσης νερού |
gen. | margem de segurança em situação acidental | περιθώριο ασφαλείας σε περίπτωση ατυχήματος |
gen. | massa salarial em termos reais per capita | μέσος κατά κεφαλήν μισθός σε πραγματικές τιμές |
gen. | Mecanismo da UE de Coordenação em Situações de Emergência e de Crise | ολοκληρωμένες ρυθμίσεις ΕΕ για την αντιμετώπιση πολιτικών κρίσεων |
gen. | Mecanismo de Apoio à Paz em África | μέσο στήριξης της ειρήνης στην Αφρική |
gen. | medidas a tomar em caso de acidente e de catástrofe | μέτρα αντιμετωπίσεως συνεπειών εκτάκτου ανάγκης και καταστροφικής αστοχίας |
gen. | Ministro da Família, Ministro da Promoção Feminina, encarregada igualmente da Política em favor dos Deficientes e dos Acidentados da Vida | Υπουργός Οικογένειας, Υπουργός Προώθησης των Γυναικών, υπεύθυνος και για την πολιτική υπέρ των ατόμων με φυσική ή επίκτητη αναπηρία |
gen. | ministro responsável em matéria de asilo | υπουργός αρμόδιος για θέματα ασύλου |
gen. | Missão de Aconselhamento e Assistência da União Europeia em matéria de Reforma do Sector da Segurança na República Democrática do Congo | Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παροχή συμβουλών και συνδρομής όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του τομέα της ασφάλειας στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ΛΔΚ |
gen. | Missão de Observação e Contenção da OSCE em Skopje | Αποστολή Παρακολούθησης του ΟΑΣΕ στα Σκόπια για την αποφυγή εξάπλωσης της σύρραξης |
gen. | Missão de Polícia da União Europeia em Kinshasa RDC no que respeita à Unidade Integrada de Polícia | Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κινσάσα ΛΔΚ όσον αφορά την Ενοποιημένη Αστυνομική Μονάδα |
gen. | missão militar da União Europeia que tem em vista contribuir para a formação das Forças Armadas do Mali | Στρατιωτική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων του Μάλι |
gen. | Missão Militar da União Europeia que tem em vista Contribuir para a Formação das Forças de Segurança da Somália | Στρατιωτική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην εκπαίδευση των σομαλικών δυνάμεων ασφαλείας |
gen. | muito tóxico em caso de ingestão | Ρ28 |
gen. | muito tóxico em caso de ingestão | πολύ τοξικό σε περίπτωση καταπόσεως |
gen. | muito tóxico em contacto com a pele | Ρ27 |
gen. | muito tóxico em contacto com a pele | πολύ τοξικό σε επαφή με το δέρμα |
gen. | muito tóxico em contacto com a pele e por ingestão | Ρ27/28 |
gen. | muito tóxico em contacto com a pele e por ingestão | πολύ τοξικό σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως |
gen. | muito tóxico: perigo de efeitos irreversíveis muito graves por inalação e em contacto com a pele | Ρ39/26/27 |
gen. | muito tóxico: perigo de efeitos irreversíveis muito graves por inalação e em contacto com a pele | πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα |
gen. | muito tóxico por inalação e em contacto com a pele | Ρ26/27 |
gen. | muito tóxico por inalação e em contacto com a pele | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα |
gen. | muito tóxico por inalação, em contacto com a pele e por ingestão | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως |
gen. | muito tóxico por inalação,em contacto com a pele e por ingestão | Ρ26/27/28 |
gen. | muito tóxico por inalação,em contacto com a pele e por ingestão | πολύ τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως |
gen. | mulheres em idade fértil | γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία |
gen. | máquina "em folha" | πιεστήριο με φύλλα χαρτιού |
gen. | míssil em picada | πύραυλος σε κάθετη εφόρμηση |
gen. | míssil lançado em voo | κατευθυνόμενο βλήμα εκτοξευόμενο από αεροσκάφος |
gen. | nas condições definidas em Protocolo separado | υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο |
gen. | no exercício das missões que lhe são confiadas, a Comissão terá em conta... | για την εκτέλεση του έργου που της ανατίθεται,η Eπιτροπή καθοδηγείται από... |
gen. | nocivo em caso de ingestão | Ρ22 |
gen. | nocivo em caso de ingestão | βλαβερό σε περίπτωση καταπόσεως |
gen. | nocivo em contacto com a pele | Ρ21 |
gen. | nocivo em contacto com a pele | βλαβερό σε επαφή με το δέρμα |
gen. | nocivo em contacto com a pele e por ingestão | Ρ21/22 |
gen. | nocivo em contacto com a pele e por ingestão | βλαβερό σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως |
gen. | nocivo por inalação em contacto com a pele | Ρ20/21 |
gen. | nocivo por inalação em contacto com a pele | βλαβερό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα |
gen. | nocivo por inalação, em contacto com a pele e por ingestão | Ρ20/21/22 |
gen. | nocivo por inalação, em contacto com a pele e por ingestão | βλαβερό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως |
gen. | nocivo: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada em contacto com a pele | Ρ48/21 |
gen. | nocivo: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada em contacto com a pele | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα |
gen. | nocivo: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por contacto com a pele e ingestão | Ρ48/21/22 |
gen. | nocivo: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por contacto com a pele e ingestão | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως |
gen. | nocivo: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação e em contacto com a pele | Ρ48/20/21 |
gen. | nocivo: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação e em contacto com a pele | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα |
gen. | nocivo: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação, por contacto com a pele e por ingestão | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως |
gen. | nocivo: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação, por contacto com a pele e por ingestão | Ρ48/20/21/22 |
gen. | nocivo:risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação | Ρ48/20 |
gen. | nocivo:risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται |
gen. | nocivo:risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação e ingestão | Ρ48/20/22 |
gen. | nocivo:risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação e ingestão | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως |
gen. | nocivo:risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por ingestão | Ρ48/22 |
gen. | nocivo:risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por ingestão | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση σε περίπτωση καταπόσεως |
gen. | nove membros,escolhidos em razão da sua competência geral | εννέα μέλη που επιλέγονται βάσει των γενικών τους προσόντων |
gen. | não absorva em serrim ou outros absorventes combustíveis | ΜΗΝ απορροφήστε σε πριονίδι ή άλλο καύσιμο απορροφητικό υλικό |
gen. | não colocar em contacto com substâncias inflamáveis | ΟΧΙ επαφή με εύφλεκτες ουσίες |
gen. | não colocar em contacto com superfícies quentes | ΟΧΙ επαφή με θερμές επιφάνειες |
gen. | não combustível mas forma gás inflamável em contacto com água ou ar húmido | ουσία μη καύσιμη,αλλά σχηματίζει εύφλεκτο αέριο σε επαφή με το νερό ή τον υγρό αέρα |
gen. | não utilizar em grandes superfícies nas zonas habitadas | Σ52 |
gen. | não utilizar em grandes superfícies nas zonas habitadas | να μη χρησιμοποιηθεί σε ευρείες επιφάνειες σε κατοικούμενους χώρους |
gen. | nível crítico em termos de efetivos | αριθμός προσωπικού κάτω από τα όρια του αποδεκτού |
gen. | núcleo em equilíbrio | πυρήνας αντιδραστήρα σε ισορροπία από άποψη κύκλου πυρηνικού καυσίμου |
gen. | Número Internacional Normalizado das Publicações em Série | διεθνής τυποποιημένος αριθμός περιοδικών εκδόσεων |
gen. | Número Internacional Normalizado das Publicações em Série | διεθνής πρότυπος αριθμός περιοδικής έκδοσης |
gen. | o Estatuto do Tribunal de Justiça é fixado em Protocolo separado | ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο |
gen. | o estatuto do Tribunal é fixado em Protocolo anexo ao presente Tratado | ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε πρωτόκολλο προσηρτημένο στην παρούσα συνθήκη |
gen. | o funcionário deve manter-se em funções | ο υπάλληλος πρέπει να παραμείνει στη θέση του |
gen. | o nível de liberalização atingido em execução das decisões do Conselho | το επίπεδο ελευθερώσεως που έχει επιτευχθεί κατ'εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου |
gen. | o período de sessão subdivide-se em reuniões diarias | η περίοδος συνόδου υποδιαιρείται σε ημερήσιες συνεδριάσεις |
gen. | o período de transição será dividido em três fases | η μεταβατική περίοδος διαιρείται σε τρία στάδια |
gen. | o pior acidente postulado com origen em perda de refrigeração | δυσμενέστερο υποθετικό ατύχημα απώλειας ψυκτικού |
gen. | o ponto da ordem do dia em apreciação | το θέμα της ημερησίας διατάξεως που συζητείται |
gen. | o Tribunal de Justiça entrará em funções a partir da nomeação dos seus membros | το Δικαστήριο αρχίζει τις εργασίες του μόλις διορισθούν τα μέλη του |
gen. | O Tribunal funcionando em secções | το Δικαστήριο συνεδριάζει κανονικά σε τμήματα |
gen. | obrigação em matéria de instrução da denúncia | υποχρέωση όσον αφορά την εξέταση της καταγγελίας |
gen. | observância das leis em vigor | τήρηση των ισχυόντων νόμων |
gen. | operador telecomandado para ser utilizado em depósitos de resíduos | διάταξη τηλεχειρισμού προορισμένη για χώρους απόθεσης αποβλήτων |
gen. | operação militar da União Europeia de apoio às operações de ajuda humanitária em resposta à situação de crise na Líbia | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υποστήριξη επιχειρήσεων ανθρωπιστικής βοήθειας προς ανταπόκριση στην κατάσταση κρίσης που επικρατεί στη Λιβύη |
gen. | operação militar da União Europeia tendo em vista contribuir para a dissuasão, a prevenção e a repressão dos atos de pirataria e dos assaltos à mão armada ao largo da costa da Somália | Στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας |
gen. | Organismo Conjunto de Cooperação em Matéria de Armamento | κοινός οργανισμός συνεργασίας στον τομέα των εξοπλισμών |
gen. | Organização Conjunta de Cooperação em Matéria de Armamento | κοινός οργανισμός συνεργασίας στον τομέα των εξοπλισμών |
gen. | Organização de Cooperação Conjunta em Matéria de Armamento | κοινός οργανισμός συνεργασίας στον τομέα των εξοπλισμών |
gen. | os seus plenos-poderes,reconhecidos em boa e devida forma | τα πληρεξούσια έγγραφά τους που ευρέθησαν εν τάξει |
gen. | pagamento em débito | εκκρεμής λογαριασμός |
gen. | pagamento em ecus das remunerações | καταβολή των αμοιβών σε Ecu |
gen. | Parlamento reunido em sessão solene | το Κοινοβούλιο συνέρχεται σε πανηγυρική συνεδρίαση |
gen. | participação em concursos | συμμετοχή σε προσκλήσεις υποβολής προσφορών |
gen. | passageiro em trânsito | διερχόμενος επιβάτης |
gen. | país em fase de adesão | χώρα σε διαπραγματεύσεις προσχώρησης |
gen. | país em fase de adesão | χώρα υπό ένταξη |
gen. | países em vias de desenvolvimento não associados | μη συνδεδεμένες αναπτυσσόμενες χώρες |
gen. | pedido de assistência em caso de catástrofe | έκκληση για βοήθεια σε περίπτωση καταστροφής |
gen. | Pequenos Estados Insulares em Desenvolvimento | αναπτυσσόμενα μικρά νησιωτικά κράτη |
gen. | perda não protegida de caudal em núcleo parcialmente irradiado | μη προστατευμένη απώλεια ροήςLOFσε μερικώς ακτινοβολημένο πυρήνα |
gen. | perigo de explosão em contacto ou sem contacto com o ar | Ρ6 |
gen. | perigo de explosão em contacto ou sem contacto com o ar | εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα |
gen. | perito em documentação | σύμβουλος σε θέματα εγγράφων |
gen. | planta em quadrícula | τετραγωνισμένη δόμηση |
gen. | pode causar sensibilização por inalação e em contacto com a pele | Ρ42/43 |
gen. | pode causar sensibilização por inalação e em contacto com a pele | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής και επαφής με το δέρμα |
gen. | pode provocar sensibilização em contacto com a pele | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της επαφής με το δέρμα |
gen. | pode provocar sensibilização por inalação e em contacto com a pele | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της εισπνοής και επαφής με το δέρμα |
gen. | prensa em bobina | πιεστήριο με ρολό χαρτιού |
gen. | Presidente em exercício | Πρόεδρος εν ενεργεία |
gen. | presunção de compatibilidade expressa em termos de parte de mercado | τεκμήριο συμβατότητας εκφραζόμενο σε μερίδια της αγοράς |
gen. | princípio da concentração dos esforços em função do risco | αρχή του καθορισμού των στόχων σε συνάρτηση με τον κίνδυνο |
gen. | Princípios para uma Intervenção Internacional Eficaz em Estados Frágeis e em Situações de Fragilidade | αρχές για τη χρηστή διεθνή αντιμετώπιση των ασθενών κρατών και καταστάσεων |
gen. | Produto não conforme - colocação em livre prática não permitida - Regulamento CEE nº | - Ακατάλληλο προϊόν - Δεν επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία - Κανονισμός ΕΟΚ αριθ. , |
gen. | Produto perigoso - colocação em livre prática não permitida - Regulamento CEE nº | Επικίνδυνο προϊόν - Δεν επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία - Κανονισμός ΕΟΚ αριθ. , |
gen. | Programa comunitário de política e de ação em matéria de ambiente e desenvolvimento sustentável "Em direção a um desenvolvimento sustentável" | κoιvoτικό πρόγραμμα πoλιτικής και δράσης σχετικά με τo περιβάλλov και τηv αειφόρo αvάπτυξη "Στόχoς η αειφoρία" |
gen. | Programa Comunitário em favor da Reconversão das Zonas de Estaleiros Navais | Κοινοτικό πρόγραμμα για τη μετατροπή των περιοχών των ναυπηγείων |
gen. | Programa de ação comunitária de promoção, informação, educação e formação o em matéria de saúde no âmbito da ação no domínio da saúde pública | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προαγωγή,ενημέρωση,διαπαιδαγώγηση και κατάρτιση σε θέματα υγείας,εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας |
gen. | Programa de ação comunitária em prol da integração dos refugiados | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της ένταξης των προσφύγων |
gen. | Programa de desenvolvimento quadrienal do componente em matéria de ambiente das estatísticas comunitárias | Τετραετές πρόγραμμα για την ανάπτυξη του περιβαλλοντικού παράγοντα των κοινοτικών στατιστικών |
gen. | Programa de Investigação da Shared Cost Action 1985-1987, em matéria de segurança de reatores | Ερευνητικό πρόγραμμα δράσης με από κοινού χρηματοδότηση για την ασφάλεια των αντιδραστήρων 1985-1987 |
gen. | Programa especial de apoio à recuperação nos países em desenvolvimento | Ειδικό πρόγραμμα για τη στήριξη της αποκατάστασης στις αναπτυσσόμενες χώρες |
gen. | programa específico "Prevenção, preparação e gestão das consequências em matéria de terrorismo e outros riscos relacionados com a segurança" | Ειδικό πρόγραμμα "Πρόληψη, ετοιμότητα και διαχείριση των συνεπειών της τρομοκρατίας και άλλων κινδύνων που συνδέονται με την ασφάλεια" |
gen. | programa plurianual de conversão de lugares temporários em lugares permanentes | πολυετές πρόγραμμα μετατροπής των προσωρινών θέσεων σε μόνιμες |
gen. | Programa-Quadro de Cooperação Industrial e de Promoção dos Investimentos em favor dos Países da América Latina | Πρόγραμμα-πλαίσιο βιομηχανικής συνεργασίας και προώθησης των επενδύσεων προς όφελος των χωρών της Λατινικής Αμερικής |
gen. | Programa-quadro de cooperação industrial e promoção dos investimentos em favor dos países da América Latina | Πρόγραμμα-πλαίσιο βιομηχανικής συνεργασίας και προώθησης των επενδύσεων προς όφελος των χωρών της Λατινικής Αμερικής |
gen. | proibição de disparar em terra | απαγόρευση βολής στόχων εδάφους |
gen. | proibição de extraditar um estrangeiro perseguido pela sua atividade em prol da liberdade | απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού διωκόμενου για την υπέρ της ελευθερίας δράση του |
gen. | proibição de passagem em trânsito | απαγόρευση διαμετακόμισης |
gen. | proteção em betão | θωράκιση από σκυρόδεμα |
gen. | prova de imunodifusão em agar-gel | δοκιμή ανοσοδιάχυσης σε πηκτή άγαρ |
gen. | prova de imunodifusão em agar-gel | δοκιμή ανοσοδιάχυσης σε γέλη άγαρ |
gen. | pôr em comum | συγκέντρωση των πόρων |
gen. | pôr em comum | συνένωση των πόρων |
gen. | pôr em evidência | προβάλλω, τονίζω |
gen. | pôr em relevo | προβάλλω, τονίζω |
gen. | ...que é registada em acta | εγγραφή στα συνοπτικά πρακτικά |
gen. | questão em que tem competência em simultâneo | θέμα που εμπίπτει στη συντρέχουσα αρμοδιότητά της |
gen. | questão em que tem competência exclusiva | θέμα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητά της |
gen. | radiofarol omnidirecional em VHF | πολυακτινικός ραδιοφάρος VHF,ραδιοφάρος VΟR |
gen. | recolha o líquido que vazou em contentores cobertos | περισυλλέξτε τo υγρό που διαρρέει σε καλυμμένα δοχεία |
gen. | recolha o líquido que vazou em contentores fechados | περισυλλέξτε το υγρό που διαρρέει μέσα σε δοχεία που να κλείνουν ερμητικά |
gen. | reconversão das regiões industriais em declínio | ανασυγκρότηση των βιομηχανικών περιφερειών σε παρακμή |
gen. | reconversão das regiões industriais em declínio | μετατροπή των βιομηχανικών περιοχών που βρίσκονται σε παρακμή |
gen. | recursos em matéria de comunicações | μέσα επικοινωνίας |
gen. | reforço em fibra de vidro | ενίσχυση με ίνες γυαλιού |
gen. | reforço em fibra de vidro | ενίσχυση με fiberglass |
gen. | região em declínio | αστική περιοχή σε παρακμή |
gen. | regra dos 9% em queimaduras | κανόνας του 9 στα εγκαύματα |
gen. | regras em matéria de acesso ao processo de asilo | κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων ασύλου |
gen. | regras em matéria de contratos públicos | κανόνες σύναψης δημοσίων συμβάσεων |
gen. | regulamentação interna em matéria financeira | εσωτερικές κανονιστικές διατάξεις σε δημοσιονομικά θέματα |
gen. | rendimento de fissão em cadeia | απόδοση αλυσιδωτής σχάσης |
gen. | rigidez em torção | ακαμψία συστροφής |
gen. | romance popular em fascículos | μυθιστόρημα φθηνού εντυπωσιασμού |
gen. | sala em betão | κυψέλη από σκυρόδεμα |
gen. | saldo de tesouraria em divisas | τρέχον ταμειακό υπόλοιπο σε συνάλλαγμα |
gen. | salvo disposição em contrário da regulamentação adotada por força do artigo 209º | εκτός αντιθέτων διατάξεων του κανονισμού που εκδίδεται κατ'εφαρμογή του άρθρου 209 |
gen. | satélite em fase | συγχρονισμένος δορυφόρος |
gen. | satélite em fase | δορυφόρος σε φάση |
gen. | satélite em posição controlada | δορυφόρος ελεγχόμενης θέσης |
gen. | se,em litígio,essa validade for posta em causa | στην περίπτωση που διαφορά θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος αυτό |
gen. | se o Estado em causa não observar esta decisão | άν το εν λόγω Kράτος δεν συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή |
gen. | Segundo Protocolo de Emenda à Convenção sobre a Redução dos Casos de Nacionalidade Múltipla e sobre as Obrigações Militares em casos de Nacionalidade Múltipla | Δεύτερο πρωτόκολλο για την τροποποίηση της Σύμβασης για τη μείωση των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας και για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις της πολλαπλής ιθαγένειας |
gen. | Segundo Protocolo que Atribui ao Tribunal de Justiça das Comunidades Europeias determinadas Competências em matéria de Interpretação da Convenção sobre a Lei Aplicável às Obrigações Contratuais | Δεύτερο Πρωτόκολλο για την ανάθεση ορισμένων αρμοδιοτήτων στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά την ερμηνεία της Σύμβασης για το εφαρμοστέο Δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία είναι ανοικτή προς υπογραφή στή Ρώμη από τις 19 Ιουνίου 1980 |
gen. | ser comunicado ao Parlamento reunido em sessão plenária | ανακοινώνω σε συνεδρίαση ολομελείας |
gen. | sessão em subgrupos | υποομάδες εργασίας |
gen. | sessão em subgrupos | μικρές ομάδες εργασίας |
gen. | setor em crescimento | τομέας ανάπτυξης |
gen. | setores industriais em declínio | βιομηχανικοί τομείς σε παρακμή |
gen. | sistema de circulação natural em circuito direto | σύστημα αμέσου κύκλου με φυσική κυκλοφορία |
gen. | sistema de dispersão em betão | σύστημα ενσωματώσεως σε σκυρόδεμα |
gen. | sistema de mistura em betão | σύστημα ενσωματώσεως σε σκυρόδεμα |
gen. | sistema do depósito para condensação de vapor em emergências | σύστημα εκτονώσεως ατμού σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης |
gen. | sistema do reator em circuito fechado | σύστημα αντιδραστήρα με κλειστό κύκλωμα ψύξεως |
gen. | socorro em caso de catástrofe | αρωγή προς τους θεομηνιόπληκτους |
gen. | socorro em caso de catástrofe | αρωγή προς τους πληττόμενους από θεομηνίες |
gen. | soldadura de virola em contínuo | συνεχής περιφερειακή ραφή συγκολλήσεως |
gen. | soldadura em oficina | συγκόλληση στο συνεργείο |
gen. | soldadura em prefabrico | συγκόλληση στο συνεργείο |
gen. | stande em fila | περίπτερο σε σειρά |
gen. | stande em linha | περίπτερο σε σειρά |
gen. | stande em módulos | έκθεμα σε μετατρεπόμενα στοιχεία |
gen. | stande em painéis | περίπτερο με σκληρά τοιχώματα |
gen. | stande em península | περίπτερο τριών προσόψεων |
gen. | temperaturas em série | στήλη θερμοκρασιών |
gen. | temperaturas em série | σειρά θερμοκρασιών |
gen. | tendo em vista a execução do artigo 74º | για την εφαρμογή του άρθρου 774 |
gen. | tendo em vista garantir a realização dos objetivos enunciados no presente Tratado | για την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσης συνθήκης |
gen. | teor em carbono no fim da fusão | εισδοχή ποσοστού άνθρακος |
gen. | teor em carbono no início da afinação | εισδοχή ποσοστού άνθρακος |
gen. | teste/ensaio em regimes estabilizados | έλεγχος με σταθερές ταχύτητες |
gen. | tiro em banco rotativo | βολή δοκιμαστηρίου τριών αξόνων |
gen. | tiro em carreira de tiro coberta | βολή σε δοκιμαστήριο κλειστού χώρου |
gen. | tomar em consideração | λαμβάνεται υπ'όψη |
gen. | tradução em bruto | αυτόματη μετάφραση |
gen. | transação em benefício próprio | αυτοδικαιοπραξία |
gen. | transferência de recursos estatais para o setor em causa | μεταφορά κρατικών πόρων προς ένα τομέα |
gen. | transformação de dotações em lugares | μετατροπή των πιστώσεων σε θέσεις απασχόλησης |
gen. | transmissão em série | μεταβίβαση σε σειρά |
gen. | Tratado de Benelux de extradição e de auxílio judiciário mútuo em matéria penal | Συνθήκη "Μπενελούξ" περί εκδόσεως και δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις |
gen. | Tratado de Colaboração em Matéria Económica, Social e Cultural e de Legítima Defesa Colectiva | Συνθήκη οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής συνεργασίας και συλλογικής αυτοπροστασίας |
gen. | Tratado de Colaboração em Matéria Económica, Social e Cultural e de Legítima Defesa Colectiva | Συνθήκη των Βρυξελλών |
gen. | Tratado de Extradição e de Auxílio Judiciário Mútuo em Matéria Penal entre o Reino da Bélgica, o Grão-Ducado do Luxemburgo e o Reino dos Países Baixos | Συνθήκη για την έκδοση και την αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και του Βασιλείου των Κάτω Χωρών |
gen. | tratamento de maturação enzimática em salmoura | ενζυματική ωρίμανση σε άλμη |
gen. | troca de obrigações especiais em matéria de controlo | ανταλλαγές ειδικών υποχρεώσεων ελέγχου |
gen. | trocas intracomunitárias em trânsito pelo território de países terceiros | ενδοκοινοτικές συναλλαγές για εμπορεύματα που διέρχονται μέσω του εδάφους τρίτων χωρών |
gen. | trânsito em caso de expulsão | διέλευση σε περίπτωση απομάκρυνσης |
gen. | um Estado-membro que tenha ficado em minoria... | Kράτος μέλος που μειοψηφεί... |
gen. | unidade de destritiação em fase gasosa | μονάδα ατμώδους αποτριτίωσης |
gen. | utilizar unicamente em lugares bem ventilados | χρησιμοποιείται μόνο σε χώρους με πολύ καλό αερισμό |
gen. | variações em rampa | συνεχείς μεταβολές |
gen. | vaso de pressão em betão | δοχείο πιέσεως από οπλισμένο σκυρόδεμα |
gen. | verificação à distância em área de armazenamento | έλεγχος εξ αποστάσεως των χώρων εναπόθεσης |
gen. | vertente que visa a prevenção das crises e dos conflitos em África | σκέλος για την "πρόληψη των κρίσεων και των συγκρούσεων στην Αφρική" |
gen. | videocomunicação em três dimensões | τρισδιάστατη επικοινωνία βίντεο |
gen. | votação em duas voltas | ψηφοφορία σε δύο γύρους |
gen. | zona em declínio industrial | περιφέρεια που βρίσκεται σε βιομηχανική παρακμή |
gen. | zona rural em situação difícil | αγροτική περιοχή που αντιμετωπίζει δυσκολίες |
gen. | zonas industriais em declínio | βιομηχανικές περιοχές που βρίσκονται σε παρακμή |
gen. | zonas industriais em declínio | περιοχές που πλήττονται από τη βιομηχανική παρακμή |
gen. | área inacessível em condições normais de exploração | περιοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως |