DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Law containing de facto | all forms | exact matches only | in specified order only
PortugueseGreek
argumentos de facto e de direito invocadosπροβαλλόμενα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα
associação de factoσωματείο χωρίς νομική προσωπικότητα
associação de factoσωματείο εν τοις πράγμασι
circunstâncias de facto e de direitoπραγματικά και νομικά στοιχεία
elemento de direito e de factoνομικό και πραγματικό στοιχείο
erro de factoπραγματικό σφάλμα (error facti)
erro de factoεσφαλμένη εκτίμηση του πραγματικών περιστατικών (error facti)
exame aprofundado de factos complexosενδελεχής έρευνα περίπλοκων πραγματικών περιστάσεων
exame limitado às alegações de factoεξέταση περιοριζόμενη στα προβαλλόμενα επιχειρήματα
família de factoοικογένεια de facto
fundamentos de facto e de direito que, à primeira vista, justificam a adoção da medida provisóriaπραγματικοί και νομικοί ισχυρισμοί που δικαιολογούν,εκ πρώτης όψεως,τη λήψη του προσωρινού μέτρου
matéria de factoπραγματικό ζήτημα' πραγματικό στοιχείο
questão de facto a apreciar pelo juiz do processoθέμα που επαφίεται στην κρίση του επιλαμβανομένου δικαστηρίου
questão de facto relativa ao litígioπραγματικά περιστατικά μιας διαφοράς
questão de facto relativa ao litígioθέμα πραγματικού περιστατικού σχετικό με τη διαφορά
uma questão de facto foi mal julgadaένα σημείο του πραγματικού μέρους έχει κριθεί εσφαλμένα