Subject | Portuguese | Greek |
gen. | a produção ou o comércio de armas,munições e material de guerra | η παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού |
econ. | abastecimento de armas | προμήθεια όπλων |
commer., polit. | Acordo de Wassenaar sobre os Controlos à Exportação de Armas Convencionais e Bens e Tecnologias de Dupla Utilização | Διακανονισμός του Wassenaar για τον έλεγχο των εξαγωγών συμβατικών όπλων και αγαθών και τεχνολογιών διπλής χρήσεως |
commer., polit. | Acordo de Wassenaar sobre os Controlos à Exportação de Armas Convencionais e Bens e Tecnologias de Dupla Utilização | Συμφωνία του Wassenaar περί ελέγχου εξαγωγών για συμβατικά όπλᄆ και προϊόντα και τεχνολογίες διπλής χρήσης |
commer., polit. | Acordo de Wassenaar sobre os Controlos à Exportação de Armas Convencionais e Bens e Tecnologias de Dupla Utilização | Διακανονισμός του Wassenaar |
nucl.phys. | Acordo entre os Estados não detentores de armas nucleares da Comunidade Europeia da Energia Atómica, a Comunidade Europeia da Energia Atómica e a Agência Internacional da Energia Atómica para Aplicação dos nºs 1 e 4 do Artigo III do Tratado sobre a Não-Proliferação das Armas Nucleares | Συμφωνία μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, του Βασιλείου της Δανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενεργείας και του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενεργείας περί εφαρμογής των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου ΙΙΙ της Συνθήκης περί μη διαδόσεως των πυρηνικών όπλων; Συμφωνία εξακρίβωσης |
gen. | Agência de Controlo de Armas e Desarmamento | Οργανισμός Ελέγχου Εξοπλισμών και Αφοπλισμού |
gen. | Agência para a Proscrição de Armas Nucleares na América Latina e no Caribe | Οργανισμός για την Απαγόρευση των Πυρηνικών Οπλων στη Λατινική Αμερική |
econ. | arma antipessoal | όπλα κατά προσωπικού |
gen. | arma antitanque teleguiada | κατευθυνόμενο αντιαρματικό όπλο |
gen. | arma automática | αυτόματο πυροβόλο όπλο |
gen. | arma automática | πλήρως αυτόματο πυροβόλο όπλο |
gen. | arma automática | αυτόματο όπλο |
gen. | arma bacteriológica | βακτηριολογικό όπλο |
gen. | arma binária | δυαδικό όπλο |
gen. | arma binária | διωνυμικό όπλο,διώνυμο όπλο |
econ. | arma biológica | βιολογικά όπλα |
chem. | arma biológica | βιολογικό όπλο |
fin., polit., tech. | arma branca | αγχέμαχο όπλο |
gen. | arma convencional | συμβατικό όπλο |
econ. | arma convencional | συμβατικά όπλα |
gen. | arma convencional | συμβατικές δυνάμεις |
tech. | arma curta | πιστόλια, συμπεριλαμβανομένων και των περιστρόφων; βραχύ πυροβόλο όπλο ; βραχύκαννο όπλο |
gen. | arma curta | βραχύκαννο όπλο |
gen. | arma curta de propulsão a ar comprimido | βραχύκαννα αεροβόλα όπλα |
gen. | arma curta de propulsão a gás | βραχύκαννα όπλα με ωστική δύναμη που προέρχεται από αέριο |
immigr., tech. | arma de alarme | όπλο προοριζόμενο να δίνει σήμα συναγερμού |
immigr., tech. | arma de aviso | όπλο για βολές σηματοδοσίας' όπλο σηματοδοσίας |
econ. | arma de destruição maciça | όπλα μαζικής καταστροφής |
gen. | arma de destruição maciça | όπλο μαζικής καταστροφής |
gen. | arma de fogo | πυροβόλα όπλα |
gen. | arma de fogo automática | αυτόματο πυροβόλο όπλο |
gen. | arma de fogo automática | πλήρως αυτόματο πυροβόλο όπλο |
gen. | arma de fogo camuflada sob a forma de outro objeto | πυροβόλο όπλο που έχει τη μορφή άλλου αντικειμένου |
tech. | arma de fogo curta | πιστόλια, συμπεριλαμβανομένων και των περιστρόφων; βραχύ πυροβόλο όπλο ; βραχύκαννο όπλο |
gen. | arma de fogo curta | βραχύ πυροβόλο όπλο |
gen. | arma de fogo curta de repetição | βραχύκαννο επαναληπτικό πυροβόλο όπλο |
gen. | arma de fogo curta de tiro-a-tiro, de percussão central | βραχύκαννο πυροβόλο όπλο μιας βολής με κεντρική επίκρουση |
immigr., tech. | arma de fogo curta de tiro-a-tiro, de percussão circular | βραχύκαννο πυροβόλο όπλο μιας βολής με περιφερειακή επίκρουση |
immigr., tech. | arma de fogo de guerra | πολεμικό πυροβόλο όπλο |
gen. | arma de fogo de percussão anular | πυροβόλο όπλο με περιφερειακή επίκρουση |
gen. | arma de fogo de percussão central | πυροβόλο όπλο με κεντρική επίκρουση |
gen. | arma de fogo de repetição | επαναληπτικό όπλο |
gen. | arma de fogo de um só cano | πυροβόλο όπλο με μια μόνο κάνη |
econ. | arma de fogo e munições | πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά |
tech. | arma de fogo longa | μακρύκαννο όπλο |
gen. | arma de fogo longa | μακρύκανο πυροβόλο όπλο |
gen. | arma de fogo longa de repetição de cano liso | μακρύκαννο επαναληπτικό πυροβόλο όπλο με λεία κάννη |
tech. | arma de fogo longa de tiro-a-tiro, de um ou vários canos estriados | μακρύκαννο πυροβόλο όπλο μιας βολής με μία ή περισσότερες κάννες με ραβδώσεις |
immigr., tech. | arma de fogo longa semiautomática | μακρύκαννο ημιαυτόματο πυροβόλο όπλο |
gen. | arma de guerra automática | επαναληπτικό πολεμικό όπλο |
econ. | arma de laser | όπλα ακτίνων λέιζερ |
tech. | arma de mão | βραχύκανο όπλο' πιστόλι' περίστροφο |
gen. | arma de pequeno calibre | φορητό όπλο |
gen. | arma de pequeno calibre | όπλο μικρού διαμετρήματος |
gen. | arma de repetição | ημιαυτόματο όπλο |
gen. | arma de repetição | επαναληπτικό όπλο |
immigr. | arma de serviço | υπηρεσιακό όπλο |
tech. | arma de tiro a tiro | πυροβόλο όπλο μίας βολής; όπλο βολής κατά βολήν |
gen. | arma de tiro a tiro | όπλο μιας βολής |
gen. | arma de tiro rápido e contínuo | ταχυβόλο επαναληπτικό πυροβόλο όπλο |
gen. | arma de tiro rápido e contínuo | όπλο βολής ταχείας και συνεχούς |
tech. | arma de tiro simples | πυροβόλο όπλο μίας βολής; όπλο βολής κατά βολήν |
econ. | arma de uso pessoal | προσωπικό όπλο |
econ. | arma espacial | διαστημικά όπλα |
gen. | arma explosiva | εκρηκτικό όπλο |
econ. | arma incendiária | εμπρηστικό όπλο |
gen. | arma individual | ατομικό όπλο |
gen. | arma ligeira | ελαφρύς οπλισμός |
gen. | arma ligeira | ελαφρός οπλισμός |
gen. | arma longa | μακρύκαννο όπλο |
gen. | arma longa de propulsão a ar comprimido | μακρύκαννα αεροβόλα όπλα |
gen. | arma longa de propulsão a gás | μακρύκαννα όπλα με ωστική δύναμη που προέρχεται από αέριο |
tech. | arma monotiro | πυροβόλο όπλο μίας βολής; όπλο βολής κατά βολήν |
gen. | arma mortífera | φονικό όπλο |
econ. | arma nuclear | πυρηνικά όπλα |
econ. | arma nuclear estratégica | στρατηγικά πυρηνικά όπλα |
gen. | arma nuclear estratégica | στρατηγικό πυρηνικό όπλο |
econ. | arma nuclear tática | τακτικά πυρηνικά όπλα |
econ. | arma não letal | μη θανατηφόρο όπλο |
transp., avia. | arma oculta | κρυμμένο όπλο |
gen. | arma portátil | φορητό όπλο |
econ. | arma proibida | απαγορευμένο όπλο |
gen. | arma que atire projéteis propulsionados por uma mola apenas | όπλα εκτόξευσης βλημάτων μόνο διά πιέσεως ελατηρίου |
gen. | arma que provoca cegueira | όπλο που προκαλεί τύφλωση |
econ. | arma química | χημικά όπλα |
gen. | arma química | χημικό όπλο |
gen. | arma radiológica | ραδιολογικό όπλο |
gen. | arma semiautomática | ημιαυτόματο όπλο |
gen. | arma sujeita a autorização | όπλο για τα οποίο απαιτείται άδεια |
gen. | arma sujeita a declaração | όπλο για το οποίο απαιτείται δήλωση |
gen. | arma teleguiada | κατευθυνόμενο όπλο |
med. | arma tóxica | τοξινικό όπλο |
econ. | "Armas a troco de desenvolvimento" | "όπλα έναντι ανάπτυξης" |
med. | armas bacteriológicas | βακτηριολογικά όπλα |
environ. | armas biológicas | βιολογικό όπλο |
gen. | armas ligeiras e de pequeno calibre | φορητά όπλα και ελαφρύς οπλισμός |
gen. | armas ligeiras e de pequeno calibre | φορητά όπλα και ελαφρός οπλισμός |
account. | armas militares e sistemas de apoio | πολεμικά όπλα και συστήματα υποστήριξης |
environ. | armas nucleares | πυρηνικό όπλο |
nucl.phys. | armas nucleares de médio alcance | πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς |
gen. | armas nucleares táticas | τακτικό πυρηνικό όπλο |
environ. | armas químicas | χημικό όπλο |
econ. | armazenamento de armas | αποθήκευση όπλων |
gen. | Assistência para a Redução de Armas Ligeiras no Camboja | Βοήθεια για την περιστολή φορητών όπλων στην Καμπότζη' σχέδιο ASAC |
transp., avia. | busca de armas ocultas, explosivos ou outros dispositivos de risco no avião | έρευνα για κρυμμένα όπλα, εκρηκτικά ή άλλες επικίνδυνες συσκευές / άλλους επικίνδυνους μηχανισμούς |
gen. | cartão europeu de arma de fogo | ευρωπαϊκό δελτίο πυροβόλου όπλου |
hobby | cartão europeu de armas de fogo | ευρωπαϊκό δελτίο όπλου |
hobby | cartão europeu de armas de fogo | ευρωπαϊκό δελτίο πυροβόλου όπλου |
gen. | Centro Regional de Intercâmbio de Informações da Europa do Sudeste para o Controlo de Armas Ligeiras e de Pequeno Calibre | Περιφερειακή Υπηρεσία Διεκπεραίωσης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης για τη μείωση των φορητών όπλων |
gen. | cerimónia de destruição pública das armas recolhidas | τελετή δηµόσιας καταστροφής των συλλεγέντων όπλων |
gen. | Comissão Internacional Permanente para a Prova de Armas de Fogo Portáteis | Διεθνής Μόνιμη Επιτροπή για τη Δοκιμή των Φορητών Οπλων; Μόνιμη Διεθνής Επιτροπή για τη Δοκιμή των Φορητών Οπλων |
gen. | Comissão Internacional Permanente para Testes de Armas de Fogo Portáteis | Διεθνής Μόνιμη Επιτροπή για τη Δοκιμή των Φορητών Οπλων; Μόνιμη Διεθνής Επιτροπή για τη Δοκιμή των Φορητών Οπλων |
gen. | Comissão Nacional para a Reforma e a Gestão das Armas | εθνική επιτροπή για τη μεταρρύθµιση και τη διαχείριση των όπλων |
el. | Comité Preparatório da Conferência de Análise de 2000 entre as Partes no Tratado de Não Proliferação de Armas Nucleares | προπαρασκευαστική επιτροπή για τη διάσκεψη αναθεώρησης του 2000 των συμβαλλομένων μερών της συνθήκης περί μη διαδόσεως πυρηνικών όπλων |
transp. | compartimento das armas | εμπρός αποθήκη |
econ. | comércio de armas | εμπόριο όπλων |
el. | Conferência de Análise de 2000 do Tratado de Não Proliferação de Armas Nucleares | διάσκεψη αναθεώρησης της ΣΜΔ |
el. | Conferência de Análise de 2000 do Tratado de Não Proliferação de Armas Nucleares | Διάσκεψη αναθεώρησης της συνθήκης περί μη διαδόσεως πυρηνικών όπλων |
el. | Conferência de Análise de 2000 entre as Partes no Tratado de Não Proliferação de Armas Nucleares | Διάσκεψη αναθεώρησης του 2000 των συμβαλλομένων μερών της συνθήκης περί μη διαδόσεως πυρηνικών όπλων |
UN | Conferência Internacional sobre Armas Convencionais | Διεθνής Διάσκεψη για τα Συμβατικά ΄Οπλα |
chem. | Convenção Armas Químicas | Σύμβαση για τα Χημικά ΄Οπλα |
chem. | Convenção Armas Químicas | Σύμβαση Χημικών ΄Οπλων |
gen. | Convenção Europeia sobre o Controlo da Aquisição e da Detenção de Armas de Fogo por Particulares | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την απόκτηση και την κατοχή πυροβόλων όπλων από ιδιώτες |
tech. | Convenção relativa ao Reconhecimento Recíproco das Punções de Prova das Armas de Fogo Portáteis | Σύμβαση για την αμοιβαία αναγνώριση των έκτυπων σφραγίδων δοκιμής των φορητών πυροβόλων όπλων |
chem. | convenção sobre a destruição das armas químicas | Σύμβαση για την καταστροφή των χημικών όπλων |
gen. | Convenção sobre a Proibição do Desenvolvimento, da Produção e do Armazenamento de Armas Bacteriológicas Biológicas ou Toxínicas e sobre a sua Destruição | Διεθνής Σύμβαση "περί απαγορεύσεως της αναπτύξεως, παραγωγής και αποθηκεύσεως βακτηριολογικών βιολογικών και τοξινικών όπλων και καταστροφής αυτών" |
chem. | Convenção sobre a proibição do desenvolvimento, produção, armazenagem e utilização de armas químicas e sobre a sua destruição | Σύμβαση για την απαγόρευση της ανάπτυξης, της παραγωγής, της αποθήκευσης και της χρήσης χημικών όπλων και για την καταστροφή τους |
gen. | Convenção sobre a Proibição do Desenvolvimento, Produção, Armazenagem e Utilização de Armas Químicas e sobre a sua Destruição | Σύμβαση για την απαγόρευση της ανάπτυξης, παραγωγής, αποθήκευσης και χρήσης χημικών όπλων και για την καταστροφή τους; Σύμβαση για τα χημικά όπλα |
gen. | Convenção sobre a proibição do desenvolvimento, produção e armazenamento de armas bacteriológicas biológicas e toxínicas e a sua destruição | σύμβαση για την απαγόρευση της ανάπτυξης, παραγωγής και αποθήκευσης βακτηριολογικών βιολογικών και τοξινικών όπλων και για την καταστροφή τους |
gen. | Convenção sobre a Proibição ou Limitação do Uso de certas Armas Convencionais que podem ser consideradas como produzindo Efeitos Traumáticos Excessivos ou ferindo Indiscriminadamente | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα |
gen. | Convenção sobre a Proibição ou Limitação do Uso de certas Armas Convencionais que podem ser consideradas como produzindo Efeitos Traumáticos Excessivos ou ferindo Indiscriminadamente | Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα |
gen. | Convenção sobre Armas Biológicas e Tóxicas | Σύμβαση για τα Βιολογικά και Τοξινικά ΄Οπλα |
chem. | Convenção sobre Armas Químicas | Σύμβαση Χημικών ΄Οπλων |
chem. | Convenção sobre Armas Químicas | Σύμβαση για τα Χημικά ΄Οπλα |
gen. | Convenção sobre as Armas Biológicas e Toxínicas | Διεθνής Σύμβαση "περί απαγορεύσεως της αναπτύξεως, παραγωγής και αποθηκεύσεως βακτηριολογικών βιολογικών και τοξινικών όπλων και καταστροφής αυτών" |
gen. | Convenção sobre as armas biológicas e toxínicas | Σύμβαση για τα Βιολογικά και Τοξινικά ΄Οπλα |
gen. | Convenção sobre as Armas Desumanas | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα |
gen. | Convenção sobre as Armas Desumanas | Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα |
gen. | Convenção sobre as Armas Químicas | Σύμβαση για την απαγόρευση της ανάπτυξης, παραγωγής, αποθήκευσης και χρήσης χημικών όπλων και για την καταστροφή τους; Σύμβαση για τα χημικά όπλα |
gen. | Convenção sobre Certas Armas Convencionais | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα |
gen. | Convenção sobre Certas Armas Convencionais | Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα |
gen. | Convenção-Quadro sobre Transferências Internacionais de Armas | συνθήκη για το εμπόριο όπλων |
gen. | Convenção-Quadro sobre Transferências Internacionais de Armas | Σύμβαση πλαίσιο για τις διεθνείς μεταφορές όπλων |
gen. | Conversações para a Redução de Armas Estratégicas | συνομιλίες για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων |
gen. | Conversações sobre a limitação de armas estratégicas | συνομιλίες για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων |
commer., polit. | corretagem de armas | Διαμεσολάβηση με αντικείμενο τα όπλα |
commer., polit. | Código de Conduta da União Europeia relativo à Exportação de Armas | Κώδικας συμπεριφοράς της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης για την εξαγωγή όπλων |
econ. | destruição de armas | καταστροφή των όπλων |
tech. | detenção de armas de fogo | οπλοκατοχή; κατοχή πυροβόλων όπλων |
earth.sc. | dispositivo ótico montado nas armas | οπτική διάταξη συναρμολογημένη πάνω σε όπλο |
econ. | embargo de armas | απαγόρευση εξαγωγών όπλων |
econ. | embargo de armas | εμπάργκο όπλων |
gen. | embargo à venda de armas | επιβολή απαγόρευσης των πωλήσεων όπλων |
energ.ind., nucl.phys. | Estado não possuidor de armas nucleares | κράτος που δεν διαθέτει πυρηνικούς εξοπλισμούς; κράτος που δεν διαθέτει πυρηνικά όπλα |
energ.ind., nucl.phys. | Estado possuidor de armas nuclares | κράτος που διαθέτει πυρηνικούς εξοπλισμούς |
gen. | Estado possuidor de armas nucleares | κράτη που διαθέτουν πυρηνικά όπλα |
el. | Estado-Membro dotado de armas nucleares | κράτος μέλος που διαθέτει πυρηνικά όπλα |
el. | Estado-Membro não dotado de armas nucleares | κράτος μέλος που δεν διαθέτει πυρηνικά όπλα |
industr., construct. | estojo para arma | θήκη όπλου |
nucl.phys. | Estratégia da UE contra a Proliferação de Armas de Destruição Maciça | Στρατηγική της ΕΕ κατά της διάδοσης των όπλων μαζικής καταστροφής |
gen. | fabricação de armas ligeiras e das suas munições | κατασκευή ελαφρών όπλων και των πυρομαχικών τους |
gen. | Grupo da Exportação de Armas Convencionais | Ομάδα "Εξαγωγές συμβατικών όπλων" |
gen. | Grupo da Exportação de Armas Convencionais Tratado sobre o Comércio de Armas | Ομάδα εξαγωγές συμβατικών όπλων Συνθήκη για το εμπόριο όπλων |
law | igualdade das armas | ισότητα των όπλων |
gen. | Instituto Europeu das Armas de Caça e de Desporto | Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Κυνηγετικών Όπλων και Όπλων Σκοποβολής |
UN | Instrumento Internacional para permitir aos Estados Identificar e Rastrear de forma Rápida e Fiável as Armas Ligeiras e de Pequeno Calibre Ilícitas | Διεθνές Νομικό Μέσον που επιτρέπει στα κράτη να εντοπίζουν και να επισημαίνουν, κατά τρόπο έγκαιρο και αξιόπιστο, τα παράνομα φορητά όπλα και τον ελαφρό οπλισμό SALW |
commer., polit. | intermediação de armas | Διαμεσολάβηση με αντικείμενο τα όπλα |
commun. | lógica de sistema de armas | λογικό κύκλωμα οπλικού συστήματος |
IT | Mecanismo mundial de informação sobre armas ligeiras e de pequeno calibre e outras armas convencionais ilícitas e respetivas munições | παγκόσμιος μηχανισμός αναφοράς για παράνομα συμβατικά όπλα και πυρομαχικά |
gen. | negociações para a redução de armas estratégicas | συνομιλίες για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων |
gen. | negociações para a redução de armas estratégicas | συνομιλίες για τη μείωση των στρατηγικών όπλων |
gen. | negociações para a redução de armas estratégicas | διαπραγματεύσεις για τη μείωση των στρατηγικών όπλων |
gen. | não proliferação de armas nucleares | μη διάδοση πυρηνικών όπλων |
chem., polit. | Organização para a Proibição de Armas Químicas | Οργανισμός για την απαγόρευση των χημικών όπλων |
econ. | Organização para aProibição das Armas Químicas | Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων |
transp., mech.eng. | painel de controlo do sistema de armas | πίνακας ελέγχου πυρός |
transp., mech.eng. | painel de controlo do sistema de armas | κονσόλα ελέγχου οπλισμού |
IT, transp. | painel do sistema de armas | πίνακας ένδειξης συστημάτων οπλισμού |
nucl.phys. | Parceria Mundial do G8 contra a Proliferação de Armas de Destruição Maciça e de Materiais Conexos | παγκόσμια εταιρική σχέση της Ομάδας των 8 κατά της διάδοσης όπλων και υλικών μαζικής καταστροφής |
gen. | país não possuidor de armas nucleares | κράτη που δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα |
R&D., energ.ind., nucl.phys. | plutónio para arma nuclear | οπλικό πλουτώνιο |
law | posse de armas | οπλοκατοχή |
construct., mun.plan., transp. | praça de armas | τόπος στρατευμάτων |
stat. | processo ARMA | μοντέλο των Box-Jenkins |
stat., scient. | processo ARMA | μικτή αυτοπαλινδρομική διαδικασία κινητού μέσου |
stat. | processo ARMA | αυτοπαλίνδρομη διαδικασία κινητού μέσου |
stat. | processo ARMA | μικτή αυτοανάδρομος-κινώντας μέση διαδικασία |
math. | processo ARMA | διαδικασία ARMA |
commer., polit. | Programa para a Prevenção e Combate ao Tráfico Ilegal de Armas Convencionais | Πρόγραμμα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης εμπορίας συμβατικών όπλων |
energ.ind., nucl.phys. | Protocolo Adicional do Acordo entre os Estados Não Detentores de Armas Nucleares da Comunidade Europeia da Energia Atómica, a Comunidade Europeia da Energia Atómica e a Agência Internacional da Energia Atómica para Aplicação dos nºs 1 e 4 do Artigo III do Tratado sobre a Não-Proliferação das Armas Nucleares | Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας μεταξύ Δημοκρατίας της Αυστρίας, Βασιλείου του Βελγίου, Βασιλείου της Δανίας, Δημοκρατίας της Φινλανδίας, Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Ελληνικής Δημοκρατίας, Ιρλανδίας, Ιταλικής Δημοκρατίας, Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, Βασιλείου των Κάτω Χωρών, Πορτογαλικής Δημοκρατίας, Βασιλείου της Ισπανίας, Βασιλείου της Σουηδίας, της ΕΚΑΕ και του ΔΟΑΕ κατ' εφαρμογή του άρθ. III παρ. 1 και 4 της Συνθήκης για τη μη εξάπλωση των πυρηνικών όπλων |
law, UN | protocolo contra o fabrico e o tráfico ilícitos de armas de fogo, das suas partes e componentes e de munições | πρωτόκολλο για την καταπολέμηση της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, μερών και εξαρτημάτων τους και πυρομαχικών |
crim.law. | Protocolo contra o Fabrico e o Tráfico Ilícitos de Armas de Fogo, suas Partes, Componentes e Munições, Adicional à Convenção das Nações Unidas contra a Criminalidade Organizada Transnacional | Πρωτόκολλο κατά της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών το οποίο συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος |
crim.law. | Protocolo das Nações Unidas sobre as Armas de Fogo | Πρωτόκολλο κατά της παράνομης κατασκευής και διακίνησης πυροβόλων όπλων, τμημάτων και συστατικών τους και πυρομαχικών το οποίο συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος |
gen. | Protocolo sobre a Proibição ou Limitação do Uso de Armas Incendiárias | Πρωτόκολλο σχετικό με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των εμπρηστικών όπλων |
gen. | Protocolo sobre Armas Laser que causam a Cegueira Protocolo IV | Πρωτόκολλο σχετικά με τα όπλα λέιζερ που προκαλούν τύφλωση Πρωτόκολλο ΙV |
polit. | registo das Nações Unidas da transferência de armas convencionais | κατάλογος των Ηνωμένων Εθνών για την καταγραφή της μεταφοράς των συμβατικών όπλων |
nucl.phys. | Representante Pessoal do Secretário Geral/Alto Representante para a Não Proliferação de Armas de Destruição Maciça | Eκπρόσωπος της ΕΕ για τη μη διάδοση των όπλων και τον αφοπλισμό |
obs., nucl.phys. | Representante Pessoal do Secretário Geral/Alto Representante para a Não Proliferação de Armas de Destruição Maciça | Προσωπικός εκπρόσωπος του ΓΓ/ΥΕ για τη μη διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής |
gen. | sistema de armas teleguiadas | κατευθυνόμενο οπλικό σύστημα |
industr. | transferência de armas convencionais | διακίνηση συμβατικών όπλων |
nucl.phys. | Tratado de Não-Proliferação das Armas Nucleares | Συνθήκη περί μη διαδόσεως των πυρηνικών όπλων |
nucl.pow. | Tratado de Proibição da Produção de Material Cindível para Armas Nucleares e Outros Engenhos Explosivos Nucleares | Συνθήκη για την απαγόρευση παραγωγής σχάσιμων υλικών. |
nucl.phys. | Tratado de Proibição dos Ensaios de Armas Nucleares na Atmosfera, no Espaço Exterior e sob a Água | Συνθήκη "περί απαγορεύσεως των δοκιμών πυρηνικών όπλων εις την ατμόσφαιραν, το εκτός της ατμοσφαίρας διάστημα και υπό το ύδωρ" |
nucl.phys. | Tratado para a Proscrição de Armas Nucleares na América Latina e no Caribe | Συνθήκη περί απαγορεύσεως των πυρηνικών όπλων στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική; Συνθήκη του Τλατέλολκο Tlatelolco |
gen. | Tratado proibindo a Instalação de Armas Nucleares e de outras Armas de Destruição Maciça no Fundo dos Mares e dos Oceanos assim como no seu Subsolo | Συνθήκη για την απαγόρευση τοποθέτησης πυρηνικών όπλων και άλλων όπλων μαζικής καταστροφής στο βυθό των θαλασσών και ωκεανών και στο υπέδαφος αυτών |
nucl.phys. | Tratado que Cria uma Zona Livre de Armas Nucleares em África | Συνθήκη για μία ζώνη απαλλαγμένη από πυρηνικά όπλα; Συνθήκη της Pelindaba |
gen. | Tratado sobre o Comércio de Armas | Σύμβαση πλαίσιο για τις διεθνείς μεταφορές όπλων |
gen. | Tratado sobre o Comércio de Armas | συνθήκη για το εμπόριο όπλων |
commer., polit. | tráfico de armas | παράνομη εμπορία και διακίνηση όπλων |
commer., polit. | tráfico de armas | παράνομο εμπόριο όπλων |
commer., polit. | tráfico de armas | παράνομη εμπορία όπλων |
commer., polit. | tráfico de armas | παράνομη διακίνηση όπλων |
crim.law. | tráfico de armas, munições e explosivos | παράνομη εμπορία και διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών |
crim.law. | tráfico de armas, munições e explosivos | παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών |
law | tráfico de armas, munições e explosivos | λαθρεμπόριo όπλωv, πυρoμα?ικώv και εκρηκτικώv |
gen. | Tudo Exceto Armas | Όλα εκτός από όπλα |
gen. | "Tudo Menos Armas" | Όλα εκτός από όπλα |
gen. | visor de armas | στόχαστρο |
gen. | visor de armas | σκοπευτικό σύστημα |
gen. | Zona Livre de Armas Nucleares | απύραυλη ζώνη |
gen. | Zona Livre de Armas Nucleares | αποπυρηνικοποιημένη ζώνη |