DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Medical containing acao | all forms
PortugueseGreek
anti-hipertensor de ação centralαντιϋπερτασικό κεντρικής δράσης
auxiliar de ação médicaβοηθός ιατρού
ação alucinatóriaψευδαισθησιογόνος δράση
ação alucinatóriaπαραισθησιογόνος δράση
ação antipiréticaαντιπυρετική δράση
ação bactericidaβακτηριοκτόνος ενέργεια
ação bactericidaβακτηριοκτόνος δράση
ação convulsivanteσπασμωδική δράση
ação corretiva de segurançaεπιτόπιο διορθωτικό μέτρο ασφάλειας
ação digestiva da pepsinaπεπτική πεψίνη
ação digestiva da pepsinaπεπτική δράση της πεψίνης
ação dinamogénicaδιευκόλυνση
ação dinamogénicaδυναμογόνος ενέργεια
ação dinamogénicaδυναμογονία
ação dinamogénicaενεργοποίηση
ação estimulanteερεθιστική δράση
ação euforizanteευφορική δράση
ação na parede vascularεπενέργεια στα αγγειακά τοιχώματα
ação narcóticaναρκωτική δράση
ação resultante de uma descarga afetiva δράση προερχόμενη από συγκινησιακή εκφόρτιση
ação sociossanitáriaκοινωνικοϋγειονομική ενέργεια
barbitúricos de ação rápidaβαρβιτουρικά βραχείας δράσης
corrente de ação βιοηλεκτρικό ρεύμα
corrente de ação ηλεκτρικό ρεύμα ενέργειας
extração pela a ação de solventesεξαγωγή με τη βοήθεια διαλυτών
hipotermia por ação físicaφυσική υποθερμία
modo de ação da substância a testarτρόπος δράσεως της δοκιμαζομένης ουσίας
nitrato de ação rápidaνιτρώδες ταχείας δράσεως
Plano de ação de luta contra o cancro, no âmbito da ação no domínio da saúde públicaΣχέδιο δράσης για την καταπολέμηση του καρκίνου εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας
Programa de ação comunitária de prevenção da toxicodependência no âmbito da ação no domínio da saúde públicaΚοινοτικό πρόγραμμα δράσης όσον αφορά την πρόληψη της τοξικομανίας εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας
Programa de ação comunitária de promoção, informação, educação e formação em matéria de saúde no âmbito da ação no domínio da saúde públicaΚοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προαγωγή, ενημέρωση, εκπαίδευση και κατάρτιση σε θέματα υγείας εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας
Programa de ação comunitária em matéria de doenças raras no quadro da ação no domínio da saúde públicaΚοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τις σπάνιες ασθένειες εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας
Programa de ação comunitária em matéria de doenças relacionadas com a poluição no quadro da ação no domínio da saúde públicaΚοινοτικό πρόγραμμα δράσης όσον αφορά τις ασθένειες που σχετίζονται με τη ρύπανση εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας
Programa de ação comunitária em matéria de prevenção de lesões no quadro da ação no domínio da saúde públicaΚοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την πρόληψη των τραυματισμών εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας
programa de ação comunitária no âmbito da prevenção da toxicodependênciaκοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την πρόληψη της τοξικομανίας
Programa de ação comunitária relativo à prevenção da sida e de outras doenças transmissíveis no âmbito da ação no domínio da saúde públicaΚοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την πρόληψη του AIDS και ορισμένων άλλων μεταδοτικών νόσων εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας
Programa de ação comunitário relativo à vigilância da saúde no contexto da ação em matéria de saúde públicaΚοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την παρακολούθηση της υγείας εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας
Programa de Ação da Comunidade no domínio da Toxicologia para efeitos de Proteção SanitáriaΠρόγραμμα δράσης της Κοινότητας στον τομέα της τοξικολογίας με σκοπό την προστασία της υγείας
programa de ação das comunidades europeias em matéria de ambienteΠρόγραμμα Δράσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στον τομέα του Περιβάλλοντος
programa de ação das comunidades europeias no domínio do ambienteΠρόγραμμα Δράσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στον τομέα του Περιβάλλοντος
Quadro de ação da Comunidade no domínio da saúde públicaΠλαίσιο κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας
quociente de ação πηλίκο ενέργειας
sentimento de ação αίσυημα δράσης
sentimento de ação αίσθημα ενέργειας,λειτουργίας
substância de ação exoftálmicaπαράγων προκαλών εξόφθαλμο
substância de ação tireostáticaουσία με θυρεοστατική ενέργεια
substância de ação tireostáticaουσία με θυρεοστατική δράση