Subject | Portuguese | Greek |
environ. | a aparição de um pico no espetro é atribuível à radiação-x secundária | Η εμφάνιση μιας κορυφής στο φάσμα αποδίδεται στη δευτερογενή ακτινο-βολία Χ. |
gen. | a Assembleia é constituída por delegados | η Συνέλευση αποτελείται από εκπροσώπους |
law | a audiência é pública | η συνεδρίαση είναι δημοσία |
met. | a austenite sem precipitação não é atacada | ωστενίτης άνευ κατακρημνισμάτων δεν χαράσσεται |
environ. | a causa da radiação anormal é o desajustamento dos elétrodos | Το αίτιο αυτής της παρασιτικής ακτινοβολίας ήταν η μη ευθυγράμμιση των ηλεκτροδίων. |
nat.sc. | a comunidade,também designada por comunidade biótica,é a componente viva do ecossistema | η κοινότητα,που ονομάζεται και βιοτική κοινότητα,είναι η έμβια συνιστώσα ενός οικοσυστήματος |
agric. | a duração do embarque é de uma maré | η επιβίβαση έχει διάρκεια μιας παλίρροιας |
fin. | a entrega das mercadorias ao importador é autorizada | επιτρέπεται η παράδοση των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα |
met. | a estrutura fina da ferrite é provocada por defeitos da rede cristalina | η λεπτομερής δομή του φερρίτη οφείλεται στις ατέλειες του κρυσταλλικού πλέγματος |
dat.proc. | a execução é regida pelas normas de... | η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της... |
coal. | a exploração é feita por câmaras e pilares | η εξόρυξη πραγματοποιήθηκε με την μέθοδο των θαλάμων και στυλών |
fin., econ. | a fiscalização das contas é efectuada pelo Tribunal de Contas | το Ελεγκτικό Συνέδριο εξασφαλίζει τον έλεγχο των λογαριασμών |
law | a fiscalização das contas é efetuada pelo Tribunal de Contas | το Ελεγκτικό Συνέδριο εξασφαλίζει τον έλεγχο των λογαριασμών |
met. | a folha de flandres é acabado com brilho ou mate | ο λευκοσίδηρος παραδίδεται γυαλιστερός ή ματ |
law | a fórmula executória é aposta pela autoridade nacional | ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται από την εθνική αρχή |
agric. | a grade de dentes em tandem é um instrumento de cultura intensiva | η δισκοβάρνα,με τη μία σειρά δίσκων όπισθεν της άλλης είναι ένα εργαλείο της εντατικής καλλιέργειας |
environ. | a hipersiderémia é compensada pelo fraco volume plasmático | ένας μικρός όγκος πλάσματος εξισσοροπεί την υπερβολική ποσότητα του σιδήρου στο αίμα |
environ. | a imagem é reproduzida num ecrã fluorescente | Η εικόνα αναπαράγεται σε μία φθορίζουσα οθόνη. |
tech., met. | a impressão é particularmente adequada para micrografias com fraca aplicação | το αποτύπωμα ανάγλυφου αρμόζει ιδιαίτερα στις μικρογραφίες μικρής μεγέθυνσης |
coal. | a máquina de Korfmann é uma máquina desagregadora rotativa | η KOROFMANN είναι περιστροφική μηχανή προσβολής |
health. | a Na+K+ATPase é um enzima do grupo da ATPase | η Να+-Κ+-ΑΤΡ-άση είναι ένα ένζυμο της ομάδας της ΑΤΡάσης |
law | a parte contra a qual a execução é promovida | ο διάδικος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση |
coal., chem. | a pasta de coque é constituída por vários tipos de coque finos | το φορτίο για οπτανθρακοποίηση αποτελείται από μικρομερή κομμάτια άνθρακα |
met. | a precipitação é acompanhada de um aumento da dureza | η κατακρήμνιση συνοδεύεται από αύξηση της σκληρότητας |
gen. | a presidência é exercida sucessivamente por... | η προεδρία ασκείται διαδοχικώς από... |
econ. | a produção é insuficiente para o abastecimento | η παραγωγή δεν επαρκεί για τον εφοδιασμό |
transp., construct. | a quantidade de água bombeada é | η ποσότητα του αντλουμένου ύδατος είναι..... |
met. | a recarburação é a restauração do teor em carbono da camada descarburada | επανανθράκωση |
agric., met. | a rede americana de malha larga não é conveniente para vedações contra caça | το συρματόπλεγμα αμερικάνικου τύπου,με μεγάλες τρύπες,δεν αρμόζει για φράκτης κατά των άγριων ζώων |
fin. | a remessa é apresentada em cada estância aduaneira de passagem | η εμπορευματική αποστολή προσκομίζεται σε κάθε τελωνείο διέλευσης |
agric., mech.eng. | a rotação do canhão de rega é provocada por um simples mecanismo pendular | η περιστροφή της εκτοξευόμενης δέσμης αρδευτή προκαλείται από απλό ταλαντούμενο μηχανισμό |
chem. | a solução em água é um ácido fraco | το υδατικό διάλυμα είναι ασθενές οξύ |
chem. | a solução em água é um ácido não muito forte | το υδατικό διάλυμα είναι μετρίως ισχυρό οξύ |
gen. | a solução em água é uma base fraca | το υδατικό διάλυμα είναι ασθενής βάση |
chem. | a solução em água é uma base não muito forte | το υδατικό διάλυμα είναι μετρίως ισχυρή βάση |
gen. | a substância é corrosiva para... | η ουσία είναι διαβρωτική για... |
gen. | a substância é corrosiva para os olhos,a pele e o aparelho respiratório | η ουσία είναι διαβρωτική για τα μάτια,το δέρμα και την αναπνευστική οδό |
chem. | a substância é um agente redutor forte e reage com oxidantes | η ουσία είναι ισχυρό αναγωγικό μέσο και αντιδρά με οξειδωτικά |
chem. | a substância é um oxidante forte e reage com materiais combustíveis e redutores | η ουσία είναι ισχυρό οξειδωτικό και αντιδρά με καύσιμα και αναγωγικά υλικά |
chem. | a substância é um ácido forte,reage violentamente com bases e é corrosiva | η ουσία είναι ισχυρό οξύ,αντιδρά βίαια με βάσεις και είναι διαβρωτική |
gen. | a substância é um ácido fraco | η ουσία είναι ασθενές οξύ |
chem. | a substância é um ácido não muito forte | η ουσία είναι μετρίως ισχυρό οξύ |
chem. | a substância é uma base forte,reage violentamente com ácidos e é corrosiva | η ουσία είναι ισχυρή βάση,αντιδρά βίαια με οξέα και είναι διαβρωτική |
gen. | a substância é uma base fraca | η ουσία είναι ασθενής βάση |
chem. | a substância é uma base não muito forte | η ουσία είναι μετρίως ισχυρή βάση |
environ. | a toxicidade do monóxido de azotoNOe do dióxido de azotoNO2é elevada | το μονοξείδιο και το διοξείδιο του αζώτου είναι πολύ τοξικά |
earth.sc., tech. | a turbulência na secção experimental é medida com a ajuda de um anemómetro de fio quente | οι στρόβιλοι στο χώρο της δοκιμής μετρούνται με τη βοήθεια ανεμομέτρου θερμού σύρματος |
econ. | a unidade monetária não é nem um padrão estável,nem um padrão internacional | μονάδα μέτρησης που δεν είναι ούτε σταθερή ούτε αποτελεί διεθνές μέτρο |
fin. | a unidade monetária é um euro | νομισματική μονάδα είναι το ευρώ 1 |
mater.sc., construct. | a água de drenagem é gasosa | το αντλούμενο ύδωρ είναι αεριούχο |
gen. | adaptação dos trabalhadores e trabalhadoras às mutações industriais | προσαρμογή των εργαζομένων στις μεταβολές της βιομηχανίας |
gen. | Administração dos Alimentos e das Drogas | Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων |
gen. | Administração dos Alimentos e Medicamentos | Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων |
gen. | Administração dos Alimentos e Medicamentos | Υπηρεσία Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων |
gen. | Administração dos Alimentos e Medicamentos | Διεύθυνση Ελέγχου ECροφών και Φαρμάκων |
gen. | ambiente físico e social | φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον |
tech., met. | 3)amostra de partida produto no qual é retirada a amostra | προϊόν δοκιμιοληψίας |
transp., construct. | antes de se fazer o aterro é necessário compactar o terreno natural sob o aterro | επιχωμάτωση |
IT | aplicação em que o fator crítico é o tempo | χρονικά κρίσιμη εφαρμογή |
gen. | apoio aos investigadores e à sua formação | υποστήριξη των ερευνητών και της κατάρτισής τους |
gen. | apoio e coordenação de atividades de investigação em curso | υπoστήριξη και συvτovισμός τωv τρε?oυσώv ερευvώv |
gen. | apoio e coordenação de operações | υπoστήριξη και συvτovισμός τωv επι?ειρήσεωv |
gen. | apoio técnico e tático | τε?vική και τακτική υπoστήριξη |
agric. | após a colheita o algodão é enfardado | μετά τη συγκομιδή το βαμβάκι συσκευάζεται σε δέματα η μπάλες |
met. | após têmpera o aço é revenido e depois temperado | μετά από απότομη ψύξη ο χάλυβας χρονοσκληρύνθηκε και τελικά ψύχθηκε |
gen. | arma de tiro rápido e contínuo | ταχυβόλο επαναληπτικό πυροβόλο όπλο |
gen. | arma de tiro rápido e contínuo | όπλο βολής ταχείας και συνεχούς |
gen. | armas ligeiras e de pequeno calibre | φορητά όπλα και ελαφρύς οπλισμός |
gen. | armas ligeiras e de pequeno calibre | φορητά όπλα και ελαφρός οπλισμός |
gen. | armazenamento e acesso à informação | αποθήκευση και ανάκτηση πληροφοριών |
law | as disposições por força das quais o regulamento é adotado, precedidas da expressão "Tendo em conta" | διατάξεις δύναμει των οποίων εκδίδεται ο κανονισμός προηγουμένης της φράσεως "έχοντας υπόψη" |
gen. | associação dos países e territórios ultramarinos à Comunidade Económica Europeia | σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα |
gen. | Associação Europeia de Jardins Zoológicos e Aquários | Ευρωπαϊκή νωση Ζωολογικών Κήπων και Ενυδρείων |
gen. | Associação Internacional dos Estudantes de Ciências Económicas e Comerciais | Διεθνής Ενωση Φοιτητών Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών |
gen. | Associação Internacional dos Utilizadores de Fios de Fibras Artificiais e Sintéticas | Διεθνής Ενωση Καταναλωτών Νημάτων Τεχνητών και Συνθετικών Ινών |
gen. | Associação para a Democracia e o Desenvolvimento | Ενωση για τη Δημοκρατία και την Ανάπτυξη; Ενωση για τη Δημοκρατία και την Anάπτυξη |
law | associação que é titular da marca | οργάνωση δικαιούχος του σήματος |
law | ato cuja validade ou interpretação é contestada | πράξη της οποίας το κύρος ή η ερμηνεία αμφισβητείται |
law | ação para a qual o Tribunal de Primeira Instância é competente | προσφυγή που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου |
gen. | ações de antecipação, de aconselhamento, de constituição de redes e de formação | ενέργειες πρόληψης,παροχής συμβουλών,ανάπτυξης δικτύων και κατάρτισης |
gen. | Ações-piloto que tenham como objetivo e integrem o conceito de Sociedade da Informação nas políticas de desenvolvimento regional das regiões menos favorecidas | Πρότυπες πειραματικές ενέργειες που αποσκοπούν στην ενσωμάτωση της έννοιας της κοινωνίας της πληροφορίας,στις πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης των μειονεκτικών περιοχών |
econ. | beneficiário último, isto é, a pessoa a que o prejuízo é indemnizado | τελικός δικαιούχος,δηλ.το πρόσωπο του οποίου ο τραυματισμός ή η ζημία αποζημιώνεται |
law | bens cujo proprietário não é conhecido | "αδέσποτα πράγματα" (bona vacantia) |
gen. | camelos e formigas | βαπoράκια |
gen. | candidato é proclamado eleito | ο υποψήφιος θεωρείται εκλεγείς |
gen. | captação, tratamento e distribuição de água | λήψη,καθαρισμός και διανομή νερού |
agric., construct. | carga recreativa que um meio natural é capaz de suportar sem danificação | δυνατότης φορτίσεως |
tech., met. | chapa laminada a frio uma chapa laminada a frio é uma chapa cuja última redução antes do recozimento final se efetua sem aquecimento prévio | φύλλο ψυχρής έλασης |
gen. | chefe do Serviço de Imprensa e de Informação | προϊστάμενος της Υπηρεσίας Τύπου και Πληροφοριών |
gen. | Chefe do Serviço de Imprensa e Informação do Governo Federal, Secretário de Estado | Κυβερνητικός εκπρόσωπος, Υφυπουργός |
gen. | Comunidade de Estados Latino-Americanos e Caribenhos | Κοινότητα των κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής |
gen. | Comunidade Europeia do Carvão e do Aço | Ευρωπαϊκή Κοινότητα'Ανθρακα και Χάλυβα |
gen. | comunidades roma, ashkali e egípcia | Ρομά, Ασκάλι και Γύφτοι |
gen. | condições de base nas quais é celebrado o contrato | προβλεφθέντες όροι της συμβάσεως |
gen. | conjunto de suporte e movimento do elétrodo | μηχανισμός τοποθέτησης ηλεκτροδίων |
gen. | Conselho Consultivo das Coletividades Regionais e Locais de Direito Público | Γνωμοδοτικό Συμβούλιο των Οργανισμών Περιφερειακής και Τοπικής Αυτοδιοίκησης |
gen. | Conselho de Estabilização e de Associação | Συμβούλιο Σταθεροποίησης και Σύνδεσης |
gen. | Conselho de Estado para a Restauração da Lei e da Ordem | Κρατικό Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης |
gen. | Conselho de Lisboa para a Competitividade Económica e a Renovação Social | Συμβούλιο της Λισσαβώνας |
gen. | Conselho de Lisboa para a Competitividade Económica e a Renovação Social | Συμβούλιο της Λισσαβώνας για την οικονομική ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική ανανέωση |
gen. | Conselho dos Municípios e Regiões da Europa | ΣΕΔΠ |
gen. | conselho para a segurança e a cooperação na Europa | Συμβούλιο για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη |
gen. | consentimento livre e esclarecido | εκφράζω ελεύθερα και εν γνώσει τη συναίνεσή μου |
gen. | conservação e gestão dos recursos | διατήρηση και διαχείριση των πόρων |
gen. | construção e engenharia civil | οικοδομή και έργα πολιτικού μηχανικού |
gen. | Convenção concernente aos Conflitos de Leis relativos aos Efeitos do Casamento sobre os Direitos e Deveres dos Cônjuges, nas suas Relações Pessoais, e sobre os Bens dos Cônjuges | Σύμβαση για τις συγκρούσεις νόμων όσον αφορά τα αποτελέσματα του γάμου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συζύγων, στις προσωπικές και περιουσιακές τους σχέσεις |
gen. | Convenção de Aplicação do Acordo de Schengen de 14 de Junho de 1985 entre os Governos dos Estados da União Económica Benelux, da República Federal da Alemanha e da República Francesa relativo à Supressão Gradual dos Controlos nas Fronteiras Comuns | Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα |
gen. | Convenção de Viena sobre o Direito dos Tratados entre Estados e Organizações Internacionais ou entre Organizações Internacionais | Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών |
gen. | Convenção e Estatuto sobre a Liberdade de Trânsito | Σύμβαση και καθεστώς ελευθερίας διελεύσεως |
gen. | Convenção e Estatuto sobre o Regime Internacional dos Portos Marítimos | Σύμβαση και Κανονισμός "περί διεθνούς καθεστώτος θαλασσίων λιμένων" |
gen. | Convenção Europeia sobre a Imprescritibilidade dos Crimes contra a Humanidade e dos Crimes de Guerra | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το απαράγραφο των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου |
gen. | Convenção Europeia sobre a Supressão da Legalização dos Atos exarados pelos Agentes Diplomáticos e Consulares | Ευρωπαϊκή Σύμβαση "περί καταργήσεως της επικυρώσεως των εγγράφων των συνταχθέντων υπό διπλωματικών ή προξενικών πρακτόρων" |
gen. | Convenção Europeia sobre o Controlo da Aquisição e da Detenção de Armas de Fogo por Particulares | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την απόκτηση και την κατοχή πυροβόλων όπλων από ιδιώτες |
gen. | Convenção Europeia sobre o Reconhecimento e a Execução das Decisões relativas à Guarda de Menores e sobre o Restabelecimento da Guarda de Menores | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα επιμέλειας των τέκνων και για την αποκατάσταση της επιμέλειάς τους |
gen. | Convenção Internacional para a Unificação de certas Regras relativas à Competência Penal em matéria de Abalroação e outros Acidentes de Navegação | Σύμβαση "περί ενοποιήσεως ωρισμένων κανόνων σχετικών με την ποινικήν δικαιοδοσίαν επί συγκρούσεως πλοίων ή άλλων συμβάντων εν τη ναυσιπλοϊα" |
gen. | Convenção Internacional para o Controlo e Gestão das Águas de Lastro e Sedimentos dos Navios | Διεθνής Σύμβαση για τον Έλεγχο και τη Διαχείριση του ερματικού ύδατος των πλοίων |
gen. | Convenção relativa ao Emprego das Mulheres antes e depois do Parto | Σύμβαση "περί εργασίας των γυναικών προ και μετά τον τοκετόν" |
gen. | Convenção relativa ao Reconhecimento da Personalidade Jurídica das Sociedades, Associações e Fundações Estrangeiras | Σύμβαση για την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας των αλλοδαπών εταιρειών, σωματείων και ιδρυμάτων |
gen. | Convenção relativa ao Reconhecimento e Execução de Decisões em matéria de Prestação de Alimentos a Menores | Σύμβαση για την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων σχετικά με τις υποχρεώσεις διατροφής έναντι των τέκνων |
gen. | Convenção relativa ao Seguro de Morte Obrigatório dos Assalariados das Empresas Industriais e Comerciais, das Profissões Liberais, bem como dos Trabalhadores no Domicílio e dos Empregados Domésticos | ΔΣΕ 39: Για την υποχρεωτική ασφάλιση θανάτου των εργαζομένων στις βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις και στα ελεύθερα επαγγέλματα καθώς και των εργαζομένων κατοίκον και του οικιακού προσωπικού |
gen. | Convenção relativa aos Direitos e Deveres das Potências e das Pessoas Neutrais no caso de Guerra Terrestre | Σύμβαση περί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των ουδετέρων Δυνάμεων και ιδιωτών στον κατά ξηράν πόλεμο |
gen. | Convenção relativa aos Direitos e Deveres das Potências Neutrais no caso de Guerra Marítima | Σύμβαση περί των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των ουδετέρων Δυνάμεων στον κατά θάλασσα πόλεμο |
gen. | Convenção relativa à Adesão do Reino de Espanha e da República Portuguesa à Convenção relativa à Competência Judiciária e à Execução de Decisões em Matéria Civil e Comercial | Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και στο πρωτόκολλο για την ερμηνεία της από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκαν από τη σύμβαση για την προσχώρηση ...βλ. NOTES |
gen. | Convenção relativa à Adesão do Reino de Espanha e da República Portuguesa à Convenção sobre a Lei Aplicável às Obrigações Contratuais | Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στη Σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 |
gen. | Convenção relativa à Competência das Autoridades, à Lei Aplicável e ao Reconhecimento das Decisões em matéria de Adopção | Σύμβαση για την αρμοδιότητα των αρχών, το εφαρμοστέο Δίκαιο και την αναγνώριση αποφάσεων σε θέματα υιοθεσίας |
gen. | Convenção relativa à Dispensa de Legalização para certas Certidões de Registo Civil e Documentos | Σύμβαση που απαλλάσσει από την επικύρωση ορισμένες πράξεις και έγγραφα |
gen. | Convenção relativa à Igualdade de Remuneração entre a Mão de Obra Masculina e a Mão de Obra Feminina em Trabalho de Igual Valor | Σύμβαση "περί ίσης αμοιβής μεταξύ αρρένων και θηλέων εργαζομένων δι'εργασίαν ίσης αξίας" |
gen. | Convenção relativa à Igualdade de Tratamento dos Trabalhadores Estrangeiros e Nacionais em matéria de Reparação de Desastres no Trabalho | Σύμβαση "περί εξομοιώσεως των αλλοδαπών και ιθαγενών εργατών εν τη αποζημιώσει των ατυχημάτων της εργασίας" |
gen. | Convenção relativa à Indicação dos Nomes Próprios e Apelidos nos Registos do Estado Civil | Σύμβαση που αφορά τον τρόπο καταχωρήσεως στα ληξιαρχικά βιβλία των επωνύμων και των κυρίων ονομάτων |
gen. | Convenção relativa à Introdução de uma Lei Uniforme sobre a Formação dos Contratos de Compra e Venda Internacional de Coisas Móveis Corpóreas | Σύμβαση περί ενιαίου νόμου για την κατάρτιση συμβάσεων διεθνούς πώλησης ενσώματων κινητών πραγμάτων |
gen. | Convenção relativa à Proteção do Património Mundial, Cultural e Natural | Σύμβαση για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς |
gen. | Convenção relativa às Leis e Costumes da Guerra Terrestre 1907 | Σύμβαση "περί των νόμων και εθίμων εν τω κατά ξηράν πολέμω" 1907 |
gen. | Convenção relativa às Migrações em Condições Abusivas e à Promoção da Igualdade de Oportunidades e de Tratamento dos Trabalhadores Migrantes | Σύμβαση για τις μεταναστεύσεις υπό καταχρηστικούς όρους και για την προώθηση ίσων ευκαιριών και ίσης μεταχείρισης των διακινούμενων εργαζομένων |
gen. | Convenção sobre a Competência do Foro Contratual em caso de Compra e Venda Internacional de Coisas Móveis Corpóreas | Σύμβαση "περί της διεθνούς συμβατικής δικαιοδοσίας εις περίπτωσιν διεθνούς πωλήσεως ενσωμάτων κινητών πραγμάτων" |
gen. | Convenção sobre a Imprescriptibilidade dos Crimes de Guerra e dos Crimes contra a Humanidade | Σύμβαση για το απαράγραφο των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και των εγκλημάτων πολέμου |
gen. | Convenção sobre a Lei Aplicável à Transferência de Propriedade no caso de Compra e Venda de Coisas Móveis Corpóreas | Σύμβαση για το εφαρμοστέο Δίκαιο όσον αφορά τη μεταβίβαση κυριότητας στη διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων |
gen. | Convenção sobre a Proibição da Utilização, Armazenagem, Produção e Transferência de Minas Antipessoal e sobre a sua Destruição | Σύμβαση για την απαγόρευση της χρήσης, της αποθήκευσης, της παραγωγής και της διακίνησης ναρκών κατά προσωπικού και για την καταστροφή τους |
gen. | convenção sobre a proibição de utilização e venda de lasers que provocam cegueira | Σύμβαση για την απαγόρευση της χρήσης και της πώλησης των λέιζερ που προκαλούν τύφλωση |
gen. | Convenção sobre a Proibição do Desenvolvimento, da Produção e do Armazenamento de Armas Bacteriológicas Biológicas ou Toxínicas e sobre a sua Destruição | Διεθνής Σύμβαση "περί απαγορεύσεως της αναπτύξεως, παραγωγής και αποθηκεύσεως βακτηριολογικών βιολογικών και τοξινικών όπλων και καταστροφής αυτών" |
gen. | Convenção sobre a Proibição do Desenvolvimento, Produção, Armazenagem e Utilização de Armas Químicas e sobre a sua Destruição | Σύμβαση για την απαγόρευση της ανάπτυξης, παραγωγής, αποθήκευσης και χρήσης χημικών όπλων και για την καταστροφή τους; Σύμβαση για τα χημικά όπλα |
gen. | Convenção sobre a proibição do desenvolvimento, produção e armazenamento de armas bacteriológicas biológicas e toxínicas e a sua destruição | σύμβαση για την απαγόρευση της ανάπτυξης, παραγωγής και αποθήκευσης βακτηριολογικών βιολογικών και τοξινικών όπλων και για την καταστροφή τους |
gen. | Convenção sobre a Redução dos Casos de Nacionalidade Múltipla e sobre as Obrigações Militares em caso de Nacionalidade Múltipla | Σύμβαση για τη μείωση των περιπτώσεων πολλαπλής ιθαγένειας και για τις στρατιωτικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις της πολλαπλής ιθαγένειας |
gen. | Convenção sobre a Representação no domínio da Compra e Venda Internacional de Mercadorias | Σύμβαση για την αντιπροσώπευση όσον αφορά τη διεθνή πώληση εμπορευμάτων |
gen. | Convenção sobre Armas Biológicas e Tóxicas | Σύμβαση για τα Βιολογικά και Τοξινικά ΄Οπλα |
gen. | Convenção sobre as Armas Biológicas e Toxínicas | Διεθνής Σύμβαση "περί απαγορεύσεως της αναπτύξεως, παραγωγής και αποθηκεύσεως βακτηριολογικών βιολογικών και τοξινικών όπλων και καταστροφής αυτών" |
gen. | Convenção sobre as armas biológicas e toxínicas | Σύμβαση για τα Βιολογικά και Τοξινικά ΄Οπλα |
gen. | Convenção sobre Conciliação e Arbitragem no quadro da OSCE | Σύμβαση συνδιαλλαγής και διαιτησίας στα πλαίσια του ΟΑΣΕ |
gen. | Convenção sobre o Consentimento Matrimonial, a Idade Núbil e o Registo de Casamentos | Σύμβαση για τη συναίνεση σε γάμο, το ελάχιστο όριο ηλικίας σύναψης γάμου και την επίσημη καταχώρηση των γάμων |
gen. | Convenção sobre o Estatuto da Organização do Tratado do Atlântico Norte, Representantes Nacionais e Pessoal Internacional | Σύμβαση "επί του νομικού καθεστώτος του Οργανισμού της Συνθήκης του βορείου Ατλαντικού, των εθνικών αντιπροσώπων και του διεθνούς προσωπικού" |
gen. | Convenção sobre o Exame Médico Obrigatório das Crianças e dos Jovens Empregados a bordo dos Navios | Σύμβαση "περί υποχρεωτικής ιατρικής εξετάσεως παίδων και εφήβων εργαζομένων επί πλοίων" |
gen. | Convenção sobre o Reconhecimento dos Divórcios e Separações de Pessoas | Σύμβαση για την αναγνώριση διαζυγίου και δικαστικού χωρισμού |
gen. | Convenção sobre o Reconhecimento e Execução de Decisões relativas a Obrigações Alimentares | Σύμβαση για την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων όσον αφορά τις υποχρεώσεις διατροφής |
gen. | Convenção sobre os Privilégios e Imunidades das Instituições Especializadas das Nações Unidas | Σύμβαση "περί των προνομίων και ασυλιών των Ειδικευμένων Οργανισμών" |
gen. | Convenção sobre os Requisitos Mínimos relativos à Capacidade Profissional dos Comandantes e Oficiais da Marinha Mercante | Σύμβαση για τα πιστοποιητικά ικανότητας των αξιωματικών |
gen. | cooperação financeira e técnica | τεχνική και οικονομική συνεργασία |
health. | câmara onde o animal é exposto ao gás | θάλαμος αερίου |
fin. | data em que a medida de política monetária é anunciada | ημερομηνία αναγγελίας νομισματικού μέτρου |
fin. | data em que o resgate é possível | ημερομηνία εξαγοράς |
law | decisão de que uma pessoa singular ou coletiva é destinatária | απόφαση που απευθύνεται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο |
econ., environ. | Declaração de princípios, que não é juridicamente vinculativa mas que constitui uma referência, para um consenso mundial sobre a gestão, a conservação e a exploração ecologicamente viável de todos os tipos de florestas | νομικώς μη δεσμευτική δήλωση αρχών για μια συναίνεση σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά τη διαχείριση, τη διατήρηση και την οικολογικά βιώσιμη εκμετάλλευση των κάθε τύπου δασών |
gen. | DG Emprego, Assuntos Sociais e Igualdade de Oportunidades | ΓΔ Απασχόλησης, κοινωνικών υποθέσεων και ισότητας των ευκαιριών |
gen. | Direção Administração das Delegações e dos Gabinetes | διεύθυνση της διοίκησης των αντιπροσωπειών και των γραφείων τύπου και πληροφοριών |
gen. | Direção Administração das Delegações e dos Gabinetes | ΔΑΓ |
gen. | Direção das Relações com os Cidadãos e as Organizações de Interesse Europeu | Διεύθυνση για τις Σχέσεις με τους πολίτες και τα ΄Οργανα Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος |
gen. | Direção-Geral do Emprego, dos Assuntos Sociais e da Igualdade de Oportunidades | ΓΔ Απασχόλησης, κοινωνικών υποθέσεων και ισότητας των ευκαιριών |
gen. | divulgação agrícola e silvícola | παροχή συμβουλών στο γεωργικό και δασοκομικό τομέα |
gen. | divulgação agrícola e silvícola | διάδοση γνώσεων στο γεωργικό και δασοκομικό τομέα |
gen. | documentos sobre deficiências e ocorrências anormais | αρχεία καταχωρήσεως στοιχείων που αφορούν ελαττωματικότητα ή ανώμαλα συμβάντα |
gen. | documentos sobre ensaios pré-operacionais e de início de processo | αρχεία στοιχείων προλειτουργικών δοκιμών και δοκιμών εκκινήσεως |
gen. | E 161 b | λουτεϊνη ; Ε 161 β |
gen. | E 161 c | κρυπτοξανθίνη ; Ε 161 γ |
gen. | e-Certis | επιγραμμικό αποθετήριο πιστοποιητικών |
gen. | E 161 e | βιολαξανθίνη ; Ε 161 ε |
gen. | E 451 i | τριφωσφορικό πεντανάτριο ; Ε 451 i ; Ε 451 β i |
gen. | E 339 i | δισόξινο φωσφορικό νάτριο ; Ε 339 i |
gen. | E 340 i | δισόξινο φωσφορικό κάλιο ; Ε 340 i |
gen. | E 350 i | μηλικό νάτριο ; μηλικό νάτριο άλας του DL-μηλικού οξέος ή του L-μηλικού οξέος Ε 350 i |
gen. | E 503 ii | όξινο ανθρακικό αμμώνιο ; Ε 503 ii |
gen. | E 340 ii | όξινο φωσφορικό κάλιο ; E 340 ii |
gen. | E 451 ii | τριφωσφορικό πεντακάλιο ; Ε 451 ii ; τριφωσφορικό κάλιο ; Ε 450 β ii |
gen. | E 339 ii | όξινο φωσφορικό νάτριο ; Ε 339 ii |
gen. | E 304 ii | στεατικό ασκορβύλιο ; Ε 304 ii |
gen. | E 339 iii | φωσφορικό νάτριο ; Ε 339 iii |
gen. | E 340 iii | φωσφορικό κάλιο ; Ε 340 iii |
gen. | e outros | και άλλοι,ες,α; μεταξύ άλλων, και άλλοι, και λοιποί (et alii) |
gen. | efeitos biológicos e sanitários da radiação | βιολογικές και υγειονομικές επιπτώσεις της ακτινοβολίας |
gen. | efeitos de arrastamento e de sinergia | πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα |
life.sc. | escoadouro natural que é protegido da erosão por depósitos de rocha ou cascalho | πετρώδης κοίτη αποστραγγίσεως |
gen. | esta diferença é de importância diminuta | η διαφορά αυτή είναι ασήμαντη |
met. | esta repartição irregular dos carbonetos ledeburíticos é inevitável | η ακανόνιστη αυτή κατανομή των λεδεβουριτικών καρβιδίων είναι αναπόφευκτη |
gen. | esta substância é carcinogénea para os seres humanos | η ουσία αυτή είναι καρκινογόνος για τον άνθρωπο |
gen. | esta substância é possivelmente carcinogénea para os seres humanos | η ουσία αυτή είναι ενδεχομένως καρκινογόνος για τον άνθρωπο |
gen. | esta substância é provavelmente carcinogénea para os seres humanos | η ουσία αυτή είναι μάλλον καρκινογόνος για τον άνθρωπο |
law | este diferendo é submetido ao Tribunal de Justiça por compromisso | η διαφορά αυτή υποβάλλεται στο Δικαστήριο δυνάμει συμβάσεως διαιτησίας |
gen. | fatores ligados à interação entre o local e a central | παράγοντες αλληλεπιδράσεως εγκαταστάσεως-περιβάλλοντος |
gen. | ficha individual das férias anuais e das interrupções de serviço especiais | ατομικό δελτίο κανονικών και ειδικών αδειών |
market., transp. | filosofia "quem paga é o utente" | αρχή του "ο χρήστης πληρώνει" |
gen. | filtro respiratório A/P2 para vapores orgânicos e partículas nocivas | αναπνευστικό φίλτρο τύπου A/P2 για οργανικούς ατμούς και επιβλαβείς σκόνες |
econ. | fração do IVA faturado que não é encargo dos utilizadores | τμήμα του τιμολογούμενου ΦΠΑ το οποίο δεν είναι πληρωτέο από τους χρήστες |
gen. | frutos e legumes frescos | νωπά φρούτα και λαχανικά |
fin. | funcionário que é objeto de intercâmbio | υπάλληλος με ανταλλαγή |
gen. | Fundação Helénica para a Política Externa e Europeia | Ελληνικό ΄Ιδρυμα Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής |
gen. | Fundo das Nações Unidas para a Ciência e Tecnologia | Ταμείο Επιστημών και Τεχνολογίας των Ηνωμένων Εθνών |
gen. | Fundo Árabe de Desenvolvimento Económico e Social | Αραβικό Ταμείο για την Οικονομική και Κοινωνική Ανάπτυξη |
polit., law | identificação da parte contra a qual o pedido é apresentado | προσδιορισμός του καθού |
gen. | impostos sobre o rendimento e sobre o património | φόροι εισοδήματος και περιουσίας |
fin. | instituição que não é de crédito | μη πιστωτικό ίδρυμα |
gen. | instituições, órgãos e organismos | θεσμικά και λοιπά όργανα, και οργανισμοί |
gen. | latão e níquel | ορείχαλκος με νικέλιο |
earth.sc., mater.sc. | limpar um íman é o suficiente para lhe fazer baixar a potência | για τον καθαρισμό ενός γυμνού μαγνήτη αρκεί να μειώσουμε την ισχύ του |
transp., polit. | lista das ocorrências cuja comunicação é obrigatória | κατάλογος των ανακοινώσιμων περιστατικών |
nat.sc., agric. | local onde a carne fresca é manipulada | χώρος όπου γίνεται η επεξεργασία του νωπού κρέατος |
law | local onde é mantida a identidade da variedade | χώρος όπου φυλάσσεται η ταυτότητα της ποικιλίας |
gen. | melhor conhecimento das culturas e dos modos de vida | καλύτερη γνώση των πολιτισμών και των τρόπων ζωής |
gen. | Ministro da Agricultura, da Alimentação e da Silvicultura | Υπουργός Γεωργίας, Επισιτισμού και Δασών |
gen. | Ministro da Agricultura, da Viticultura e do Desenvolvimento Rural, Ministro das Classes Médias e do Turismo, Ministro da Habitação | Υπουργός Γεωργίας, Αμπελουργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης· Υπουργείο Μεσαίων Τάξεων και Τουρισμού· Υπουργείο Οικισμού |
gen. | Ministro da Agricultura e da Alimentação | Υπουργός Γεωργίας και Επισιτισμού |
gen. | Ministro da Agricultura e das Florestas | Υπουργός Γεωργίας και Δασών |
gen. | Ministro da Agricultura e das Pequenas e Médias Empresas | Υπουργός Γεωργίας και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων |
gen. | Ministro da Agricultura e das Pescas | Υπουργός Γεωργίας και Αλιείας |
gen. | Ministro da Agricultura, Gestão da Natureza e das Pescas | Υπουργός Γεωργίας, Διαχείρισης των Φυσικών Πόρων και Αλιείας |
gen. | Ministro da Agricultura, Pescas e Alimentação | Υπουργός Γεωργίας, Αλιείας και Επισιτισμού |
gen. | Ministro da Defesa e do Mar | Υπουργός `Αμυνας και Ναυτιλίας |
gen. | Ministro da Defesa e Ministro dos Assuntos Arubanos e das Antilhas Neerlandesas | Υπουργός `Αμυνας και Υπουργός για τις Υποθέσεις των Ολλανδικών Αντιλλών και της Αρούμπα |
gen. | Ministro da Economia e Finanças | Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών |
gen. | Ministro da Economia e Ministro da Cooperação Nórdica | Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Σκανδιναβικής Συνεργασίας |
gen. | Ministro da Educação, da Cultura e da Ciência | Υπουργός Παιδείας, Πολιτισμού και Επιστημών |
gen. | Ministro da Educação e Ciência | Υπουργός Παιδείας και Επιστημών |
gen. | Ministro da Educação e Ciências | Υπουργός Παιδείας και Επιστημών |
gen. | Ministro da Educação e dos Cultos | Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων |
gen. | Ministro da Educação Nacional, do Ensino Superior, da Investigação e da Inserção Profissional | Υπουργός Εθνικής Παιδείας, Ανώτατης Εκπαίδευσης, `Ερευνας και Επαγγελματικής `Ενταξης |
gen. | Ministro da Educação Nacional e da Formação Profissional, Ministro da Cultura, encarregada igualmente dos Cultos | Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Επαγγελματικής Κατάρτισης, Υπουργός Πολιτισμού, υπεύθυνος και για τα Θρησκεύματα |
gen. | Ministro da Empresa e do Emprego | Υπουργός Επιχειρήσεων και Απασχόλησης |
gen. | Ministro da Família e da Solidariedade Social | Υπουργός για την Οικογένεια και την Κοινωνική Αλληλεγγύη |
gen. | Ministro da Família, Ministro da Promoção Feminina, encarregada igualmente da Política em favor dos Deficientes e dos Acidentados da Vida | Υπουργός Οικογένειας, Υπουργός Προώθησης των Γυναικών, υπεύθυνος και για την πολιτική υπέρ των ατόμων με φυσική ή επίκτητη αναπηρία |
gen. | Ministro da Função Pública e dos Assuntos Regionais | Υπουργός Δημοσίων Υπηρεσιών και Περιφερειακών Υποθέσεων |
gen. | Ministro da Habitação, do Ordenamento do Território e do Ambiente | Υπουργός Οικισμού, Χωροταξίας και Περιβάλλοντος |
gen. | Ministro da Igualdade e da Reforma Legislativa | Υπουργός Ισότητας και Μεταρρύθμισης του Δικαίου |
gen. | Ministro da Imprensa e da Comunicação Social | Υπουργός Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης |
gen. | Ministro da Indústria, da Energia e da Tecnologia | Υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας |
gen. | Ministro da Indústria, do Comércio e do Artesanato | Υπουργός Βιομηχανίας, Εμπορίου και Βιοτεχνίας |
gen. | Ministro da Indústria e Energia | Υπουργός Βιομηχανίας |
gen. | Ministro da Indústria e Energia | Υπουργός Βιομηχανίας και Ενεργείας |
gen. | Ministro da Justiça, encarregado igualmente do Orçamento e das Relações com o Parlamento | Υπουργός Δικαιοσύνης, υπεύθυνος και για τον Προϋπολογισμό και τις σχέσεις με το Κοινοβούλιο |
gen. | Ministro da Juventude e Desportos | Υπουργός Νεολαίας και Αθλητισμού |
gen. | Ministro da Reforma do Estado, da Descentralização e da Cidadania | Υπουργός Κρατικής Μεταρρύθμισης, Αποκέντρωσης και Ιθαγένειας |
gen. | Ministro da Saúde, da Previdência e da Segurança Social | Υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων |
gen. | Ministro da Saúde, do Bem-Estar e do Desporto | Υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Αθλητισμού |
gen. | Ministro da Saúde e das Pensões | Υπουργός Δημόσιας Υγείας και Συνταξιοδοτήσεων |
gen. | Ministro da Saúde e Defesa do Consumidor | Υπουργός Υγείας και Κατανάλωσης |
gen. | Ministro da Saúde Pública e do Seguro de Doença | Υπουργός Δημόσιας Υγείας και Υγειονομικής Ασφάλισης |
gen. | Ministro das Artes, da Cultura e das Regiões de Expressão Gaélica | Υπουργός Τεχνών, Πολιτισμού και Γαελικών Περιοχών |
gen. | Ministro das Finanças e do Comércio Externo | Υπουργός Οικονομικών και Εξωτερικού Εμπορίου |
gen. | Ministro das Obras Públicas e do Ambiente | Υπουργός Δημοσίων `Εργων και Περιβάλλοντος |
gen. | Ministro das Obras Públicas, Transportes e Ambiente | Υπουργός Δημόσιων `Εργων, Μεταφορών και Περιβάλλοντος |
gen. | Ministro das Obras Públicas, Transportes e Comunicações | Υπουργός Δημόσιων `Εργων, Μεταφορών και Επικοινωνιών |
gen. | Ministro das PME, do Comércio e do Artesanato | Υπουργός των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, Εμπορίου και Βιοτεχνίας |
gen. | Ministro das Tecnologias da Informação e dos Correios | Υπουργός των Τεχνολογιών Πληροφοριών και των Ταχυδρομείων |
gen. | Ministro das Universidades e da Investigação Científica e Tecnológica | Υπουργός Πανεπιστημίων, Επιστημονικής `Ερευνας και Τεχνολογίας |
gen. | Ministro do Ambiente, do Ordenamento do Território e das Obras Públicas | Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων `Εργων |
gen. | Ministro do Ambiente e da Energia | Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας |
gen. | Ministro do Ambiente e dos Recursos Naturais | Υπουργός Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων |
gen. | Ministro do Ambiente e Ministro para Londres | Υπουργός Περιβάλλοντος και Υπουργός για την περιφέρεια του Λονδίνου |
gen. | Ministro do Ambiente e Recursos Naturais | Υπουργός Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων |
gen. | Ministro do Comércio e da Indústria | Υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας |
gen. | Ministro do Comércio e Indústria | Υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου |
gen. | Ministro do Comércio e Turismo | Υπουργός Εμπορίου και Τουρισμού |
gen. | Ministro do Desenvolvimento Económico e do Plano | Υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης και Προγραμματισμού |
gen. | Ministro do Emprego e da Segurança Social | Υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Ασφάλισης |
gen. | Ministro do Emprego e do Trabalho, encarregada da Política de Igualdade de Oportunidades entre Homens e Mulheres | Υπουργός Απασχόλησης και Εργασίας υπεύθυνος για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών |
gen. | Ministro do Ensino Primário e Secundário e da Formação de Adultos | Υπουργός Σχολείων και Επιμόρφωσης |
gen. | Ministro do Habitação e Energia | Υπουργός Οικισμού και Ενέργειας |
gen. | Ministro do Interior e Ministro dos Cultos | Υπουργός Εσωτερικών και Θρησκευμάτων |
gen. | Ministro do Interior, Ministro da Função Pública e da Reforma Administrativa | Υπουργός Εσωτερικών, Υπουργός Δημόσιας Διοίκησης και Διοικητικής Μεταρρύθμισης |
gen. | Ministro do Ordenamento do Território, do Equipamento e dos Transportes | Υπουργός Χωροταξίας, Εξοπλισμού και Μεταφορών |
gen. | Ministro do Ordenamento do Território, Ministro das Forças Armadas e Militarizadas, Ministro da Educação Física e dos Desportos, Ministro da Juventude | Υπουργός Χωροταξίας, Υπουργός Ενόπλων Δυνάμεων, Υπουργός Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Υπουργός Νεολαίας |
gen. | Ministro do Orçamento e da Programação Económica | Υπουργός Προϋπολογισμού και Οικονομικού Προγραμματισμού |
gen. | Ministro do Património Cultural e Ambiental | Υπουργός Πολιτιστικών και Περιβαλλοντικών Αγαθών |
gen. | Ministro do Planeamento e da Administração do Território | Υπουργός Προγραμματισμού και Χωροταξίας |
gen. | Ministro do Trabalho, do Diálogo Social e da Participação | Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικού Διαλόγου και Συμμετοχής |
gen. | Ministro do Trabalho e da Previdência Social | Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας |
gen. | Ministro do Trabalho e da Segurança Social | Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης |
gen. | Ministro do Trabalho e dos Assuntos Sociais | Υπουργών Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης |
gen. | Ministro do Turismo e do Comércio | Υπουργός Τουρισμού και Εμπορίου |
gen. | Ministro dos Antigos Combatentes e Vítimas de Guerra | Υπουργός Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Πολέμου |
gen. | Ministro dos Assuntos dos Imigrantes e Refugiados e Ministro da Legislação Laboral | Υπουργός για θέματα Προσφύγων και Μεταναστών και Υπουργός Εργατικού Δικαίου |
gen. | Ministro dos Assuntos Europeus e do Comércio Externo | Υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και Εξωτερικού Εμπορίου |
gen. | Ministro dos Assuntos Sociais e da Saúde | Υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας |
gen. | Ministro dos Correios e Telecomunicações | Υπουργός Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
gen. | Ministro dos Negócios Estrangeiros e da Commonwealth | Υπουργός Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας |
gen. | Ministro dos Negócios Estrangeiros e Vice-Chanceler Federal | Ομοσπονδιακός Υπουργός Εξωτερικών και Ομοσπονδιακός Αντικαγκελλάριος |
gen. | Ministro dos Recursos Agrícolas, Alimentares e Florestais | Υπουργός Γεωργικών, Επισιτιστικών και Δασικών Πόρων |
gen. | Ministro dos Transportes, da Energia e das Comunicações | Υπουργός Μεταφορών, Ενέργειας και Επικοινωνιών |
gen. | Ministro dos Transportes e Comunicações | Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών |
gen. | Ministro dos Transportes e da Marinha Mercante | Υπουργός Μεταφορών και Εμπορικής Ναυτιλίας |
gen. | Ministro dos Transportes e das Comunicações | Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών |
gen. | Ministro dos Transportes e das Comunicações | Υπουργός Συγκοινωνιών και Επικοινωνιών |
gen. | Ministro dos Transportes e das Obras Públicas | Υπουργός Συγκοινωνιών και Δημοσίων `Εργων |
gen. | Ministro encarregado da Integração e da Luta contra a Exclusão | Υπουργός υπεύθυνος για την Κοινωνική Ενσωμάτωση και την Καταπολέμηση του Κοινωνικού Αποκλεισμού |
gen. | Ministro Federal da Agricultura e Silvicultura | Ομοσπονδιακός Υπουργός Γεωργίας και Δασοπονίας |
gen. | Ministro Federal da Alimentação, da Agricultura e das Florestas | Ομοσπονδιακός Υπουργός Επισιτισμού, Γεωργίας και Δασών |
gen. | Ministro Federal da Ciência, da Investigação e das Artes | Ομοσπονδιακός Υπουργός Επιστήμης, `Ερευνας και Τεχνών |
gen. | Ministro Federal da Cooperação Económica e do Desenvolvimento | Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης |
gen. | Ministro Federal da Economia Pública e dos Transportes | Ομοσπονδιακός Υπουργός Δημόσιας Οικονομίας και Μεταφορών |
gen. | Ministro Federal da Educação e Ciência, Investigação e Tecnologia | Ομοσπονδιακός Υπουργός Παιδείας, Επιστημών, `Ερευνας και Τεχνολογίας |
gen. | Ministro Federal da Família, da Terceira Idade, da Condição Feminina e da Juventude | Ομοσπονδιακή Υπουργός Οικογένειας, Ηλικιωμένων Ατόμων, Γυναικών και Νεολαίας |
gen. | Ministro Federal da Saúde e da Proteção do Consumidor | Ομοσπονδιακή Υπουργός Υγείας, Αθλητισμού και Προστασίας των Καταναλωτών |
gen. | Ministro Federal do Ensino e dos Assuntos Culturais | Ομοσπονδιακή Υπουργός Εκπαίδευσης και Πολιτισμού |
gen. | Ministro Federal do Ordenamento do Território, da Construção e do Urbanismo | Ομοσπονδιακός Υπουργός Χωροταξίας, Οικισμού και Πολεοδομίας |
gen. | Ministro Federal do Trabalho e dos Assuntos Sociais | Ομοσπονδιακός Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων |
gen. | Ministro Federal dos Correios e Telecomunicações | Ομοσπονδιακσς Υπουργός Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών |
gen. | Ministro Federal dos Negócios Estrangeiros e Vice-Chanceler | Ομοσπονδιακός Υπουργός Εξωτερικών και Αντικαγκελλάριος |
gen. | Ministro Federal encarregado das Missões Especiais e Chefe da Chancelaria Federal | Ομοσπονδιακός Υπουργός Ειδικών Υποθέσεων και Αρχηγός της Ομοσπονδιακής Καγκελλαρίας |
gen. | Ministro no Ministério dos Assuntos Sociais e da Saúde | Υπουργός παρά τω Υπουργείω Κοινωνικών Υποθέσεων και Υγείας |
gen. | Ministro para a Macedónia e a Trácia | Υπουργός Μακεδονίας - Θράκης |
gen. | Ministro para as Reformas Eleitorais e Institucionais | Υπουργός Μεταρρυθμίσεων του Εκλογικού Συστήματος και των Θεσμών |
gen. | Ministro-Adjunto da Educação e dos Cultos | Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων |
gen. | Ministro-Adjunto da Indústria, Energia e Tecnologia | Αναπληρωτής Υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας |
gen. | Ministro-Adjunto da Presidência do Conselho, do Ministério das Finanças e do Ministério dos Transportes, da Energia e das Comunicações | Υφυπουργός Υπουργείου Προεδρίας Taoiseach και των Υπουργείων Οικονομικών, Μεταφορών, Ενέργειας και Επικοινωνιών |
gen. | Ministro-Adjunto da Presidência do Conselho na qualidade de Chefe da Bancada do Governo e do Ministério da Defesa | Υφυπουργός Υπουργείου Προεδρίας Taoiseach με ειδική αρμοδιότητα ως Κυβερνητικός Εκπρόσωπος στο Κοινοβούλιο και Υφυπουργός Υπουργείου ΄Αμυνας |
gen. | Ministro-Adjunto do Ambiente, do Ordenamento do Território e das Obras Públicas | Αναπληρωτής Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων `Εργων |
gen. | Ministro-Adjunto do Gabinete do Vice-Primeiro-Ministro e do Ministério da Empresa e do Emprego, encarregada dos Assuntos Laborais | Υφυπουργός στο Γραφείο του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης Tanaiste και στο Υπουργείο Επιχειρήσεων και Απασχόλησης με ειδική αρμοδιότητα για Εργατι κές Υποθέσεις |
gen. | Ministro-Adjunto do Governo e do Ministério da Empresa e do Emprego, encarregado do Comércio, Tecnologia e Assuntos do Consumidor | Υφυπουργός Κυβερνήσεως και Υφυπουργός του Υπουργείου Επιχειρήσεων και Απασχόλησης, με ειδική αρμοδιότητα για το εμπόριο και την τεχνολογία και τα θέματα των καταναλωτών |
gen. | Ministro-Adjunto do Ministério da Agricultura, da Alimentação e da Silvicultura | Υφυπουργός Γεωργίας, Επισιτισμού και Δασών |
gen. | Ministro-Adjunto do Ministério da Educação, encarregado da Juventude e Desportos, e do Ministério do Ambiente, encarregado da Reforma do Poder Local e da Gestão do Tráfego Urbano | Υφυπουργός Παιδείας με ειδική αρμοδιότητα για τη Νεολαία και τον Αθλητισμό και Υφυπουργός Περιβάλλοντος με ειδική αρμοδιότητα για την τοπική κυβερνητική μεταρρύθμιση και τη διαχείριση της αστικής κυκλοφορίας |
gen. | Ministro-Adjunto do Ministério da Saúde, do Ministério da Educação e do Ministério da Justiça | Υφυπουργός Υπουργείων Υγείας, Παιδείας και Δικαιοσύνης |
gen. | Ministro-Adjunto do Ministério da Saúde, encarregado dos Deficientes Mentais, da Promoção da Saúde, da Segurança Alimentar e da Saúde Pública | Υφυπουργός Υγείας με ειδική αρμοδιότητα για θέματα διανοητικής αναπηρίας, προώθησης της υγείας, ασφάλειας των τροφίμων και δημόσιας υγείας |
gen. | Ministro-Adjunto do Ministério do Ambiente, encarregada da Habitação e da Renovação Urbana | Υφυπουργός Περιβάλλοντος με ειδική αρμοδιότητα για τον Οικισμό και την Πολεοδομική Ανανέωση |
gen. | Ministro-Adjunto do Ministério do Turismo e do Comércio | Υφυπουργός Υπουργείων Τουρισμού και Εμπορίου |
gen. | Ministro-Adjunto do Ministério dos Assuntos Sociais, encarregado da Integração dos Códigos das Contribuições e Impostos e da Previdência Social e dos Programas de Informação do Cliente | Υφυπουργός Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, με ειδική αρμοδιότητα για την ενοποίηση της φορολογίας και του κώδικα κοινωνικής προνοίας και για τα προγράμματα πληροφόρησης των πελατών |
gen. | Ministro-Adjunto do Ministério dos Negócios Estrangeiros, encarregada da Ajuda Externa ao Desenvolvimento, e do Ministério da Justiça | Υφυπουργός Υπουργείου Εξωτερικών με ειδική αρμοδιότητα για την Αναπτυξιακή Βοήθεια και Υφυπουργός Δικαιοσύνης |
gen. | Ministro-Adjunto do Ministério dos Transportes, da Energia e das Comunicações | Υφυπουργός Υπουργείων Προεδρίας Taoiseach, Οικονομικών, Μεταφορών, Ενέργειας και Επικοινωνιών |
gen. | Ministro-Adjunto dos Assuntos Europeus e do Desenvolvimento Local da Presidência do Conselho | Υφυπουργός του Υπουργείου Προεδρίας Taoiseach υπεύθυνος για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις και την Τοπική Ανάπτυξη |
gen. | Ministro-Adjunto, Ministério da Agricultura, das Pescas e da Alimentação | Αναπληρωτής Υπουργός, Υπουργείο Γεωργίας, Αλιείας και Επισιτισμού |
gen. | Ministro-Adjunto, Ministério do Comércio e da Indústria Ministro da Indústria e da Energia | Αναπληρωτής Υπουργός, Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας Υπουργός υπεύθυνος για τη βιομηχανία και την ενέργεια |
gen. | Ministro-Adjunto, Ministério dos Negócios Estrangeiros e da Commonwealth | Αναπληρωτές Υπουργοί, Υπουργείο Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας |
mech.eng. | motor de combustão interna em que a ignição é provocada por compressão | κινητήρας ανάφλεξης με συμπίεση |
mech.eng. | motor de combustão interna em que a ignição é provocada por compressão | κινητήρας DIESEL |
mech.eng. | motor de combustão interna em que a ignição é provocada por compressão | κινητήρας ανάφλεξης διά συμπιέσεως C.I. |
mech.eng. | motor de combustão interna em que a ignição é provocada por compressão | πετρελαιοκινητήρας |
mech.eng. | motor de combustão interna em que a ignição é provocada por compressão | κινητήρας στον οποίο η ανάφλεξη γίνεται με συμπίεση |
mech.eng. | motor de combustão interna em que a ignição é provocada por compressão | κινητήρας ντίζελ |
mech.eng. | motor de combustão interna em que a ignição é provocada por compressão | πετρελαιομηχανή |
energ.ind., mech.eng. | motor de explosão em que a ignição é provocada por uma faísca elétrica | κινητήρας με σπινθηριστή |
energ.ind., mech.eng. | motor de explosão em que a ignição é provocada por uma faísca elétrica | κινητήρας στον οποίο η ανάφλεξη γίνεται με ηλεκτρικό σπινθήρα |
energ.ind., mech.eng. | motor de explosão em que a ignição é provocada por uma faísca elétrica | κινητήρας επιβαλλόμενης ανάφλεξης |
met. | muitas vezes é vantajoso aplicar sucessivamente os dois reagentes | συχνά είναι προτιμώτερη η διαδοχική χάραξη με χρήση των δύο αντιδραστηρίων |
agric., mech.eng. | máquina de ordenha com câmara de vácuo no qual a pressão do ar é levada até 0,5 atm | αλμεκτική μηχανή με δεξαμενή αέρα μέσα στην οποία η πίεσή του είναι 0.5 Kg/cm2 |
coal., met. | na célula de flutuação o minério é introduzido sob a forma de polpa | το μετάλλευμα εισάγεται στη μονάδα επίπλευσης με τη μορφή πολφού |
law | nenhum Estado-membro é obrigado a fornecer informações | κανένα Kράτος μέλος δεν υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες |
econ. | no caso de compras a prestações o momento de registo é o da entrega dos bens | στην περίπτωση των αγορών με δόσεις,ο χρόνος καταχώρησης είναι η στιγμή παράδοσης των αγαθών |
coal. | no desabamento é preciso atender ao coeficiente de empolamento | εις τας κατακρημνίσεις πρέπει να λαμβάνεται υπ'όψιν ο συντελεστής επιπλήσματος |
agric., construct. | nos estábulos a ventilação natural vertical é frequentemente insuficiente | στους στάβλους,ο κάθετος φυσικός εξαερισμός είναι συχνά ανεπαρκής |
met. | nos lingotes semicalmados a efervescência é muito fraca | εντός ημι-καθησυχασμένων πλινθωμάτων ο αναβρασμός είναι πολύ μικρός |
gen. | nos termos dos artigos 12º,13º e 14º | κατά τα άρθρα 12,13 και 14 |
coal. | o atacamento é comprimido por meio de atacador | η γόμωσις συμπιέζεται εντός του διατρήματος με τον τοκαδόρονξύλινη κυκλική ράβδος |
agric., met. | o aço inoxidável com cromo-níquel é o material ideal para os reservatórios coletivos | ο ανοξείδωτος χάλυβας χρωμονικελίου είναι το ιδανικό υλικό για την κατασκευή συλλογικών δεξαμενών |
met. | o aço é resistente à tração, à flexão e ao corte | ο χάλυβας είναι ανθεκτικός στον εφελκυσμό,στην κάμψη και στην σύγκρουση |
transp., construct. | o canal é alimentado por um lençol de água | η διώρυγα τροφοδοτείται από υπόγεια ύδατα |
gen. | o capital da Agência e as modalidades de subscrição | το κεφάλαιο του Oργανισμού και ο τρόπος για την κάλυψη του |
health. | o cheiro é insuficiente quando o valor limite de exposição é ultrapassado! | η οσμή αποτελεί ανεπαρκή προειδοποίηση σχετικά με την υπέρβαση της οριακής τιμής έκθεσης! |
environ. | o chumbo extraído sob a forma de ditizonato é recuperado numa solução nítrica | ο μόλυβδος που εκχυλίζεται σαν άλας διθιζόνης επανακτάται σε διά-λυμα νιτρικού οξέος |
gen. | o chumbo é extraído da solução por agitação com metilisobutilcetona | ο μόλυβδος εκχυλίζεται από το διάλυμα με μεθυλο-ισοβουτυλο-κετόνη |
environ. | o chumbo é um perigoso veneno cumulativo | ο μόλυβδος είναι επικίνδυνο σωρευτικό δηλητήριο |
gen. | o Comité Científico e Técnico | η Eπιστημονική και Tεχνική Eπιτροπή |
gen. | o Conselho e a Comissão organizarão as modalidades da sua colaboração | το Συμβούλιο και η Eπιτροπή ρυθμίζουν τους τρόπους συνεργασίας τους |
gen. | o Conselho e a Comissão procederão a consultas recíprocas | το Συμβούλιο και η Eπιτροπή προβαίνουν σε αμοιβαίες διαβουλεύσεις |
gen. | o Conselho fixará também todos os subsídios e abonos que substituam a remuneração | το Συμβούλιο καθορίζει επίσης κάθε αποζημίωση που επέχει θέση αποδοχών |
fin. | o controlo a posteriori é efetuado por sondagem | ο εκ των υστέρων έλεγχος πραγματοποιείται δειγματοληπτικά |
tech., met. | o controlo de espessura folha a folha é efetuado por micrómetro | ο έλεγχος του πάχους φύλλο προς φύλλο πραγματοποιείται με μικρόμετρο |
chem. | o coque é fabricado por destilação seca | ο οπτάνθρακας παρασκευάζεται με ξηρή απόσταξη |
law | o despacho é notificado às partes | η Διάταξη επιδίδεται στους διαδίκους |
law | o direito é oponível a terceiros | το δικαίωμα αντιτάσσεται κατά τρίτων |
law | o disposto no nº 3 do artigo 52º é aplicável por analogia | οι διατάξεις του άρθρου 52 παράγραφος 3 εφαρμόζονται κατ'αναλογία |
law | o disposto no presente artigo é aplicável a qualquer organismo | οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε οργανισμό |
environ. | o ecrã protetor é adequado para impedir a passagem de radiação de baixa energia | Η θωράκιση είναι αρκετή για να σταματήσει την ακτινοβολία χαμηλής ενέργειας. |
earth.sc. | o equipamento magnético é totalmente construído com ímanes não magnetizados | οι μαγνητικές εγκαταστάσεις είναι καθ'ολοκληρία κατασκευασμένες με μη μαγνητισμένους μαγνήτες |
gen. | o Estatuto do Tribunal de Justiça é fixado em Protocolo separado | ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο |
gen. | o estatuto do Tribunal é fixado em Protocolo anexo ao presente Tratado | ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε πρωτόκολλο προσηρτημένο στην παρούσα συνθήκη |
agric., construct. | o estábulo de bovinos é construído como unidade separada sob uma cobertura em alpendre | ο στάβλος των βοειδών είναι κατασκευασμένος σαν χωριστή μονάδα κάτω από ένα στέγαστρο |
environ. | o feixe de raios X é colimado por um diafragma | Η δέσμη ακτίνων Χ κατευθύνεται από ένα διάφραγμα. |
met. | o ferro negro é um produto laminado,plano,de aço macio | ο μαύρος σίδηρος είναι ένα ελασθέν,επίπεδο προϊόν από μαλακό χάλυβα |
met. | o forno a arco elétrico é um forno que comporta na base um arco em forma de abóbada | η κάμινος τόξου είναι κάμινος ανοικτής πυράς με θολωτή οροφή |
gen. | o funcionário é objeto de procedimento penal | ο υπάλληλος διώκεται ποινικώς |
gen. | o funcionário é obrigado a respeitar os deveres de honestidade e discrição | ο υπάλληλος οφείλει να σεβασθεί την υποχρέωση εντιμότητας και διακριτικότητας |
social.sc. | o Fundo é administrado pela Comissão | το Tαμείο διοικείται από την Eπιτροπή |
gen. | o gás é mais denso que o ar | το αέριο είναι βαρύτερο από τον αέρα |
gen. | o gás é menos denso que o ar | το αέριο είναι ελαφρύτερο από τον αέρα |
tax. | o imposto é cobrado pelo processo de retenção na fonte | ο φόρος εισπράττεται δια παρακρατήσεως στην πηγή |
law | o mandato tem a duração de quatro anos e é renovável | η θητεία τους διαρκεί τέσσερα έτη και δύναται να ανανεωθεί |
transp., construct. | o material residual é bombeado e descarregado em barras | τα προϊόντα ανορύξεως αντλούνται και φορτώνονται σε φορτηγίδες |
transp., construct. | o material residual é bombeado e descarregado em barras | τα προϊόντα ανορύξεως αντλούνται και αδειάζονται σε φορτηγίδες |
fin. | o pagamento de juros e amortizações é assegurado pelos lucros de exploração | η εξυπηρέτηση τόκων και αποσβέσεως του κεφαλαίου εξασφαλίζεται από τα κέρδη εκμεταλλεύσεως |
gen. | o Parlamento Europeu designa,de entre os seus membros,o Presidente e a Mesa | η Συνέλευση εκλέγει μεταξύ των μελών της τον πρόεδρο και το προεδρείο της |
law | O presente regulamento é obrigatório em todos os seus elementos e diretamente aplicável em todos os Estados-Membros | Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος |
coal., mech.eng. | o produto é lançado num crivo lavador | το προϊόν αποκενούται επί εσχάρας αποστραγγίσεως και υποβάλλεται εις απόπλυσινξέβγαλμα |
IT | o que se vê é o que se obtém | ό, τι βλέπεις είναι αυτό που παίρνεις |
gen. | o regime especial de associação é aplicável aos países e territórios ultramarinos | για τις υπερπόντιες χώρες και εδάφη ισχύει το ιδιαίτερο καθεστώς συνδέσεως |
law | o regulamento é obrigatório em todos os seus elementos | ο κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του |
agric. | o rolo de discos é um modelo especial de rolo | ο κύλινδρος για την συμπίεση του εδάφους μετά το όργωμα είναι ένας ειδικός τύπος κυλίνδρου |
med. | o sangue é recolhido em jejum por punção venosa | το δείγμα του αίματος λαμβάνεται με άδειο στομάχι από τη φλέβα |
met. | o soproventoé fornecido ao alto forno por ventoinhas | ο αέρας εισάγεται στην υψικάμινο με φυσητήρες |
agric. | o sulco é recoberto e ligeiramente comprimido pelas relhas ou discos amontoadores | το αυλάκι καλύπτεται και αυλακώνεται ελαφρά από τα υνία ή τους δίσκους του αυλακωτήρα |
coal., mech.eng. | o tambor Wemco é um separador de dois produtos | το τύμπανον WEMCO είναι συσκευή διαχωρισμού δύο υλικών |
law | o Tribunal de Justiça é competente para decidir com fundamento em cláusula compromissória | το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας |
gen. | o Tribunal de Justiça é competente para decidir sobre qualquer diferendo | το Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί οποιασδήποτε διαφοράς |
law | o Tribunal de Justiça é competente para decidir,a título prejudicial | το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις |
gen. | o vapor desta substância é corrosivo para... | ο ατμός αυτής της ουσίας είναι διαβρωτικός για... |
gen. | o vapor é mais denso que o ar | ο ατμός είναι βαρύτερος από τον αέρα |
chem. | o óxido de titânio é um diluente inerte | το οξείδιο του τιτανίου είναι ένας αδρανής διαλύτης |
transp., polit. | ocorrência cuja comunicação é obrigatória | ανακοινώσιμο περιστατικό |
gen. | os dados e as implicações | τα αφορώντα ένα ζήτημα' τα καθέκαστα ενός ζητήματος |
gen. | os livres-trânsitos previstos no protocolo relativo aos Privilégios e Imunidades | οι άδειες διέλευσης που προβλέπονται από το πρωτόκολλο προνομίων και ασυλιών |
environ. | os macrófagos fagocitam o pó que é transportado até ao epitélio ciliado | η σκόνη παραλαμβάνεται από τα μακροφάγα και μεταφέρεται στο βλεφαροειδές επιθήλιο |
gen. | os regulamentos do Conselho e da Comissão referir-se-ão às propostas que... | οι κανονισμοί του Συμβουλίου και της Eπιτροπής πρέπει να αναφέρονται στις προτάσεις που... |
gen. | os seus plenos-poderes,reconhecidos em boa e devida forma | τα πληρεξούσια έγγραφά τους που ευρέθησαν εν τάξει |
gen. | pareceres sobre investimentos e inquéritos | γνωμοδοτήσεις επί των επενδύσεων και έρευνες |
law | parte contra a qual o pedido é apresentado | ο καθού |
econ. | passivo em que o prazo é indeterminado | χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται για αόριστο χρονικό διάστημα |
commun. | país onde é feita a repostagem | χώρα από την οποία θα γίνει η αναταχυδρόμηση |
gen. | Presidente do Comité Económico e Social Europeu | Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής |
fin. | primeira data em que o resgate é possível | πρώτη ημερομηνία εξαγοράς |
law | princípio de que não é possível testemunhar contra si próprio | αρχή "ουδείς εαυτόν ένοχον ποιεί" |
econ. | produto novo,isto é,como um produto existente unicamente no período mais recente | νέο προϊόν,δηλ.σαν προϊόν που υφίσταται μόνο στην πιο πρόσφατη περίοδο |
gen. | 4.º Protocolo Adicional ao Acordo Geral sobre os Privilégios e Imunidades do Conselho da Europa | Τέταρτο συμπληρωματική πρωτόκολλο στη γενική συμφωνία περί προνομίων και ασυλιών του Συμβουλίου της Ευρώπης |
gen. | 2.º Protocolo Adicional ao Acordo Geral sobre os Privilégios e Imunidades do Conselho da Europa | Δεύτερο συμπληρωματικό πρωτόκολλο στη γενική σύμβαση περί προνομίων και ασυλιών του Συμβουλίου της Ευρώπης |
textile | qualidade do que é sedoso | μεταξωτή όψη υφάσματος |
gen. | qualificações e conhecimentos exigidos | απαιτούμενα προσόντα και γνώσεις |
chem. | quando a gasolina é rica em aromáticos produz-se um maior número de aromáticos polinucleares | περισσότερα αρωματικά πολυπύρηνα παράγονται από βενζίνη που είναι πλούσια σε αρωματικές ενώσεις |
gen. | ...que é registada em acta | εγγραφή στα συνοπτικά πρακτικά |
gen. | reator seguro e respeitador do ambiente | ασφαλής αντιδραστήρας συμβατός με το περιβάλλον |
gen. | recolha e divulgação das informações | συγκέντρωση και διάδοση των πληροφοριών |
law | recurso para a qual o Tribunal de Primeira Instância é competente | προσφυγή που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου |
gen. | Redução Mútua e Equilibrada de Forças | αμοιβαία και ισόρροπη μείωση δυνάμεων |
gen. | redução, suspensão e supressão da contribuição | μείωση,αναστολή και ακύρωση της συνδρομής |
gen. | Regiões e Cidades da Europa | περιφέρειες και πόλεις για την Ευρώπη |
gen. | Regiões e Cidades para a Europa | περιφέρειες και πόλεις για την Ευρώπη |
gen. | regiões fronteiriças internas e externas da Comunidade | εσωτερικές και εξωτερικές παραμεθόριες περιφέρειες της Κοινότητας |
gen. | resíduos de jardins e parques incluindo resíduos de cemitérios | απόβλητα κήπων και πάρκωνπεριλαμβάνονται και τα απόβλητα νεκροταφείων |
gen. | resíduos vitrificados e resíduos da vitrificação | υαλοποιημένα απόβλητα και απόβλητα από διεργασίες υαλοποίησης |
gen. | ring-test da OCDE e da CEE | διασυγκριτικά πειράματα του ΟΟΣΑ και της ΕΟΚ |
gen. | saúde e segurança no trabalho | επαγγελματική υγεία και ασφάλεια |
environ., chem. | se a proporção ar-gasolina é exata, fala-se de mistura estequiométrica | με σωστή αναλογία αέρα/βενζίνης παράγεται ένα στοιχειομετρικό μείγμα |
commun. | sinal "quem é você" | ποιός είσαι |
commun. | sinal "quem é você" | σήμα "ποιός είναι" |
gen. | Sistema Aerotransportado de Comando, Controlo e Aviso Prévio da NATO | αερομεταφερόμενο σύστημα έγκαιρης προειδοποιήσεως του ΝΑΤΟ |
gen. | Sistema Aerotransportado de Comando, Controlo e Aviso Prévio da NATO | αεραγόμενο σύστημα έγκαιρης προειδοποιήσεως του ΝΑΤΟ |
gen. | Sistema Automático de Gestão de Endereços e Publicações | Αυτοματοποιημένο σύστημα για τη διαχείριση των διευθύνσεων και των δημοσιεύσεων |
gen. | sistema comunitário de acompanhamento e de informação do tráfego de navios | κοινοτικό σύστημα παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης |
gen. | sistema de arquivo e transmissão de imagens | σύστημα αρχειοθέτησης και διαβίβασης εικόνων |
gen. | sistema de deteção e controlo cronológico | σύστημα παρακολούθησης/καταγραφής |
gen. | sistema de medição e de controlo dos materiais | σύστημα μέτρησης και παρακολούθησης των υλικών |
gen. | Sistema de Recolha e Aproveitamento da Informação do Campo de Batalha | σύστημα συλλογής και εκμεταλλεύσεως πληροφοριών πεδίου μάχης |
gen. | sistema de registos e relatório | σύστημα αρχειοθετήσεως στοιχείων και αναφορών |
gen. | Sistema Internacional de Classificação dos Carvões de Grau Médio e Elevado | Διεθνές σύστημα κωδικοποίησης ανθράκων μέσης και υψηλής ποιότητας |
gen. | Sistema Mundial de Socorro e Segurança Marítima | Παγκόσμιο ναυτιλιακό σύστημα κινδύνου και ασφάλειας |
gen. | sistema nacional de validação e certificação das qualificações | εθνικό σύστημα επικύρωσης και πιστοποίησης των τίτλων επαγγελματικής εκπαίδευσης |
gen. | sistema para remoção de calor residual e arrefecimento de emergência do núcleo | σύστημα εκτάκτου ανάγκης ψύξεως και απαγωγής της άχρηστης θερμότητος του πυρήνα αντιδραστήρα |
gen. | sistema para remoção do calor residual e arrefecimento de emergência | σύστημα εκτάκτου ανάγκης ψύξεως και απαγωγής της άχρηστης θερμότητος |
gen. | so a...é permitido fazer uma intervenção | κανείς δεν μπορεί να παρέμβει |
forestr. | taxa paga como indemnizaçăo ao dono do navio quando a carga năo é carregada ou descarregada no tempo | υπερημερίες |
forestr. | taxa paga como indemnizaçăo ao dono do navio quando a carga năo é carregada ou descarregada no tempo | επισταλίες |
el. | tempo durante o qual o circuito é de qualidade comercial | εμπορικός χρόνος διαθεσιμότητας |
gen. | Territórios Ocupados de Gaza e Cisjordânia | Κατεχόμενα Εδάφη της Γάζας και Δυτική Οχθη του Ιορδάνη |
law | tolerar o uso da marca comunitária no territorio onde esse direito é valido | ανέχομαι τη χρήση του κοινοτικού σήματος στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το δικαίωμα αυτό |
gen. | um aerossol desta substância é corrosivo para... | το αερόλυμα αυτής της ουσίας είναι διαβρωτικό για... |
gen. | um Comité Económico e Social com funções consultivas | μία Oικονομική και Kοινωνική Eπιτροπή που ασκεί συμβουλευτικά καθήκοντα |
gen. | um Comité Económico e Social único | μία ενιαία Oικονομική και Kοινωνική Eπιτροπή |
fin. | um direito aduaneiro englobado de 10% ad valorem é aplicável | εφαρμóζεται κατ'αποκοπή δασμóς 10% κατ'αξíαν |
transp., construct. | um território é inundado | μια περιοχή πλημμυρίζει |
transp., construct. | um território é inundado | μια περιοχή κατακλύζεται |
law | uma ação penal é exercida contra um juiz após o levantamento da imunidade | μετά την άρση της ετεροδικίας ασκείται κατά δικαστού ποινική δίωξη |
gen. | uma carreira é geralmente composta por dois graus | μια σταδιοδρομία καλύπτει γενικά δύο βαθμούς |
transp., construct. | uma fenda é fechada | έμφραξη ρωγμής |
environ. | uma metade das partículas inaladas que atingem o pulmão é expelida | το ήμισυ των εισπνεομένων σωματιδίων που φθάνει στους πνεύμονες εκπνέεται πάλι |
health., environ. | uma nefropatia que não é de origem saturnina | νεφροπάθεια που δεν είναι αποτέλεσμα δηλητηρίασης από μόλυβδο |
environ., chem. | uma parte do chumbo é absorvida ao nível do precipitado de proteínas | ένα μέρος του μολύβδου παραμένει προσροφημένο στο ίζημα της πρωτε ίνης |
law | uma parte é privada de um grau de jurisdição | ένας από τους διαδίκους στερείται ένα βαθμό δικαιοδοσίας |
coal. | uma quantidade de ar empoeirado é misturada com o ar de arrastamento | ποσότητα αέρα επιφορτισμένη με κόνι αναμιγνύεται με τον αέρα φορέα |
gen. | usar luvas e equipamento de proteção para os olhos/face, adequados | Σ37/39 |
gen. | usar luvas e equipamento de proteção para os olhos/face, adequados | φοράτε κατάλληλα γάντια και συσκευή προστασίας ματιών/προσώπου |
gen. | usar vestuário de proteção e equipamento de proteção para os olhos/face, adequados | φοράτε κατάλληλη προστατευτική ενδυμασία και συσκευή προστασίας ματιών/προσώπου |
gen. | usar vestuário de proteção e equipamento de proteção para os olhos/face,adequados | Σ36/39 |
gen. | usar vestuário de proteção e equipamento de proteção para os olhos/face,adequados | φοράτε κατάλληλη προστατευτική ενδυμασία και συσκευή προστασίας ματιών/προσώπου |
gen. | usar vestuário de proteção e luvas adequadas | Σ36/37 |
gen. | usar vestuário de proteção e luvas adequadas | φοράτε κατάλληλη προστατευτική ενδυμασία και γάντια |
gen. | usar vestuário de proteção e luvas adequados | φοράτε κατάλληλη προστατευτική ενδυμασία και γάντια |
gen. | usar vestuário de proteção, luvas e equipamento de proteção para os olhos/face, adequados | Σ36/37/39 |
gen. | usar vestuário de proteção, luvas e equipamento de proteção para os olhos/face, adequados | φοράτε κατάλληλη προστατευτική ενδυμασία,γάντια και συσκευή προστασίας ματιών/προσώπου |
gen. | verificação física por contagem e identificação de artigos | φυσική επαλήθευση με μέτρηση και εντοπισμό στοιχείων |
gen. | verificação inicial e periódica | επαλήθευση και περιοδική επανεπαλήθευση |
gen. | votação por levantados e sentados | ψηφοφορία δι'αναστάσεως |
gen. | votação por levantados e sentados | ψηφίζω δι' αναστάσεως |
gen. | é admissível que o Parlamento interponha perante o Tribunal um recurso | το Κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο |
mater.sc., met. | é frequentemente mais fácil a remoção de limalhas grossas que de limalhas finas | είναι συχνά ευκολότερη η εξάλειψη μεγάλων τεμαχίων σιδήρου από την εξάλειψη των ρινισμάτων |
law | é negado provimento ao recurso quanto ao restante | το Δικαστήριο απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά |
chem. | É urgente um tratamento específico ver … no presente rótulo. | Χρειάζεται επειγόντως ειδική αγωγή βλέπε … στην ετικέτα. |
environ. | é vivamente aconselhável não deixar a substância química entrar no ambiente | συνιστάται εντόνως να μην επιτραπεί η διαφυγή της χημικής ουσίας στο περιβάλλον |
commun., IT | é você... | είστε ... |
agric. | época em que é proibida a realização de fogos queimadas | Περίοδος απαγόρευσης ανάμματος φωτιάς |