Subject | Portuguese | Greek |
law | a adoção ou alteração de uma disposição | η θέσπιση ή η τροποποίηση διατάξεως |
law | a Agência não pode exercer qualquer discriminação entre os utilizadores | ο Oργανισμός δεν δύναται να προβαίνει σε οποιαδήπτε διάκριση μεταξύ των καταναλωτών |
law | a aprovação foi recusada ou revogada | η έγκριση δεν εχορηγήθη ή ανεκλήθη |
gen. | a Assembleia designa,de entre os seus membros,o presidente | η Συνέλευση εκλέγει μεταξύ των μελών της τον πρόεδρό της |
gen. | a Assembleia exerce os poderes de deliberação | η Συνέλευση ασκεί τις συμβουλευτικές εξουσίες |
agric., mech.eng. | a bomba de membrana aspira o chorume e leva-o para cima pela tubagem de escoamento | η αντλία με διάφραγμα αναρροφά την υγρή κοπριά και την προωθεί προς τον καταθλιπτικό αγωγό |
law | a Comissão apresentará o seu requerimento num prazo de dois meses a contar da notificação | η Eπιτροπή διαβιβάζει το αίτημά της εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως |
gen. | a Comissão consultará o Comité | η Eπιτροπή συμβουλεύεται την επιτροπή |
gen. | a Comissão elaborará os estudos | η Eπιτροπή προβαίνει στις μελέτες |
gen. | a Comissão estabelecerá os contactos | η Eπιτροπή πραγματοποιεί τις επαφές |
gen. | a Comissão executará o orçamento | η Eπιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό |
law | a Comunidade deve reparar o dano | η Kοινότης υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας |
law | a Comunidade estabelecerá todas as formas úteis de cooperação com o Conselho da Europa | η Kοινότης καθιερώνει την κατάλληλη συνεργασία με το Συμβούλιο της Eυρώπης |
law | a constituição de agências,sucursais ou filiais | η ίδρυση πρακτορείων, υποκαταστημάτων ή θυγατρικών εταιριών |
gen. | a contar do dia em que o recorrente tenha tomado conhecimento do ato | υπολογιζομένων από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως |
agric. | a Convenção sobre o comércio dos cereais e a Convenção relativa à ajuda alimentar, que constituem o Acordo internacional sobre os cereais de 1995 | η σύμβαση επί του εμπορίου των σιτηρών και η σύμβαση που αφορά την επισιτιστική βοήθεια, οι οποίες συνιστούν τη Διεθνή Συμφωνία περί των συμβάσεων επί των σιτηρών του 1995 |
gen. | a decisão e os motivos que a tiverem justificado | η απόφαση καθώς και η αιτιολόγησή της |
law | a decisão em nada prejudica a decisão do Tribunal sobre o fundo da causa | η απόφαση ουδόλως προδικάζει την απόφαση του δικαστηρίου επί της κυρίας υποθέσεως |
gen. | a eliminação dos direitos aduaneiros entre os Estados-Membros | η κατάργηση των δασμών μεταξύ των Kρατών μελών |
agric., chem. | a enxofragem combate eficazmente o oídio | το θειάφισμα καταπολεμά αποτελεσματικά το ωϊδιο |
gen. | a execução de tais acordos ou contratos | η εκτέλεση των συμφωνιών ή των συμβάσεων αυτών |
gen. | a fim de encerrar o debate sobre | μετά τη συζήτηση |
gen. | a instituição de que emane o ato anulado | το όργανο,του οποίου η πράξη εκηρύχθη άκυρη |
law | a instância de arbitragem designará o seu próprio presidente | το διαιτητικό όργανο εκλέγει τον πρόεδρό του |
law | a natureza e os meios de controlo | η φύση και τα μέσα του ελέγχου |
law | a notificação de um ato judicial faz correr os prazos | με την επίδοση δικαστικού εγγράφου αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες |
law | a parte seja vencida respetivamente num ou mais pontos | ο διάδικος ενίκησε και ηττήθηκε μερικώς |
gen. | a produção ou o comércio de armas,munições e material de guerra | η παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού |
construct. | a proteção do património nacional de valor artístico, histórico ou arqueológico | η προστασία των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική,ιστορική ή αρχαιολογική αξία |
agric. | a raspadeira e o dispositivo enterrador de adubo da charrua devem ser reguláveis | το μαχαίρι και η διάταξη ενταφιασμού λιπασμάτων του αρότρου πρέπει να ρυθμίζονται |
construct., transp. | A rede dos cidadãos: Explorar o potencial do transporte público na Europa - Livro Verde da Comissão Europeia | Το δίκτυο των πολιτών – Αξιοποίηση του δυναμικού των δημόσιων επιβατικών μεταφορών στην Ευρώπη – Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής |
gen. | a relação entre o cheiro e o limite de exposição não pode ser indicada | η ένδειξη της σχέσης μεταξύ οσμής και ορίου έκθεσης δεν παρέχεται |
gen. | a sua decisão vinculará todos os Estados-Membros | η απόφασή του δεσμεύει όλα τα Kράτη μέλη |
gen. | a substância decompõe-se durante a queima,que aumenta o perigo de incêndio | η ουσία αποσυντίθεται με καύση,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς |
gen. | a substância decompõe-se em contacto com..., que aumenta o perigo de incêndio | η ουσία αποσυντίθεται σε επαφή με...,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς |
gen. | a substância decompõe-se por aquecimento forte,que aumenta o perigo de incêndio | η ουσία αποσυντίθεται με θέρμανση...,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς |
gen. | a substância decompõe-se por aquecimento,que aumenta o perigo de incêndio | η ουσία αποσυντίθεται με ελαφρά θέρμανση,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς |
gen. | a substância decompõe-se sob a influência de...,que aumenta o perigo de incêndio | η ουσία αποσυντίθεται υπό την επίδραση...,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς |
gen. | a substância irrita os olhos,a pele e o aparelho respiratório | η ουσία ερεθίζει τα μάτια,το δέρμα και την αναπνευστική οδό |
gen. | a substância pode entrar em ignição espontaneamente em contacto com o ar | η ουσία μπορεί να αναφλεγεί αυτόματα σε επαφή με τον αέρα |
gen. | a substância pode ser absorvida pelo corpo por inalação ou através da pele | η ουσία μπορεί να απορροφηθεί από το σώμα με εισπνοή και διαμέσου του δέρματος |
gen. | a substância é corrosiva para os olhos,a pele e o aparelho respiratório | η ουσία είναι διαβρωτική για τα μάτια,το δέρμα και την αναπνευστική οδό |
gen. | a substância...polimeriza com perigo de incêndio ou explosão | η ουσία...πολυμερίζεται με κίνδυνο πυρκαγιάς ή έκρηξης |
gen. | a totalização de todos os períodos tomados em consideração | ο συνυπολογισμός όλων των περιόδων |
law | a tradução está conforme com o texto original | μετάφραση που αποδίδει το πρωτότυπο κείμενο |
gen. | a troca de conhecimentos de natureza científica ou industrial em matéria nuclear | η ανταλλαγή επιστημονικών ή βιομηχανικών γνώσεων στον τομέα της πυρηνικής ενεργείας |
chem. | Absorver o produto derramado a fim de evitar danos materiais. | Σκουπίστε τη χυμένη ποσότητα για να προλάβετε υλικές ζημιές. |
tax. | acordo celebrado entre a República Federal da Alemanha e os Estados Unidos da América no sentido de evitar a dupla tributação e de prevenir evasões fiscais no que se refere à tributação dos rendimentos e de capitais e a certas outras formas de tributação | συνθήκη μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Ηνωμένων Πολιτειών για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την πρόληψη της φοροδιαφυγής σε ό,τι αφορά τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, καθώς και ορισμένους άλλους φόρους |
law, immigr. | Acordo celebrado pelo Conselho da União Europeia e a República da Islândia e o Reino da Noruega relativo à Associação destes Estados à Execução, à Aplicação e ao Desenvolvimento do Acervo de Schengen | Συμφωνία συναφθείσα από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη του κεκτημένου Σέγκεν |
gen. | acordo de associação entre a Comunidade e os países de Magrebe | συμφωνία σύνδεσης Ευρώπης-Μαγκρέμπ |
commer., polit. | Acordo de Comércio, Desenvolvimento e Cooperação entre a Comunidade Europeia e os seus Estados-Membros, por um lado, e a República da África do Sul, por outro | Συμφωνία για το εμπόριο, την ανάπτυξη και τη συνεργασία |
energ.ind., el. | Acordo de cooperação entre a Comunidade Europeia da Energia Atómica e os Estados Unidos da América no domínio da utilização pacífica da energia nuclear | Συμφωνία Συνεργασίας στην ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής |
gen. | Acordo de Cooperação entre Euratom e o Reino da Noruega relativo à proteção contra as radiações | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και του Βασιλείου της Νορβηγίας για την ακτινοπροστασία |
gen. | Acordo de Cooperação entre, por um lado, a Comunidade Económica Europeia e, por outro, o Acordo de Cartagena e os seus Países Membros, Bolívia, Colômbia, Equador, Peru e Venezuela | Συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, αφενός, και της συμφωνίας της Καρταχένα και των χωρών μελών της, Βολιβίας, Κολομβίας, Ισημερινού, Περού και Βενεζουέλας, αφετέρου. |
gen. | Acordo de Cooperação entre, por um lado, a Comunidade Económica Europeia e, por outro, os Países Partes no Tratado Geral de Integração Económica Centro-Americana Costa Rica, Salvador, Guatemala, Honduras e Nicarágua e o Panamá | Συμφωνία Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, αφενός, και των χωρών της Γενικής Συνθήκης Οικονομικής Ολοκλήρωσης της Κεντρικής Αμερικής Κόστα Ρίκα, Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Ονδούρα και Νικαράγουα και του Παναμά, αφετέρου |
gen. | Acordo de Estabilização e de Associação entre as Comunidades Europeias e os seus Estados-Membros, por um lado, e a Antiga República Jugoslava da Macedónia, por outro | Συμφωνία σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφ' ενός, και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αφ' ετέρου |
patents. | Acordo de Nice relativo à Classificação Internacional dos Produtos e Serviços aos quais se aplicam as Marcas de Fábrica ou de Comércio | Συμφωνία της Νίκαιας που αφορά τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώρηση σημάτων |
gen. | Acordo de Parceria e Cooperacão entre as Comunidades Europeias e os seus Estados-Membros, por um lado, e a República do Cazaquistão, por outro | Συμφωνία για τη σύναψη εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας του Καζακστάν, αφετέρου |
gen. | Acordo de Parceria e Cooperação entre as Comunidades Europeias e os seus Estados-Membros, por um lado, e a Geórgia, por outro | Συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Γεωργίας, αφετέρου |
gen. | Acordo de Parceria e Cooperação entre as Comunidades Europeias e os seus Estados-Membros, por um lado, e a República da Arménia, por outro | Συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Αρμενίας, αφετέρου |
gen. | Acordo de Parceria e Cooperação entre as Comunidades Europeias e os seus Estados-Membros, por um lado, e a República da Bielorrússia, por outro | Συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας, αφετέρου |
gen. | Acordo de Parceria e Cooperação que estabelece uma Parceria entre as Comunidades Europeias e os seus Estados-Membros, por um lado, e a Federação da Rússia, por outro | Συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας για τη σύναψη εταιρικής σχέσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αφετέρου |
gen. | Acordo de Parceria Económica, de Concertação Política e de Cooperação entre a Comunidade Europeia e os seus Estados-Membros, por um lado, e os Estados Unidos Mexicanos, por outro | Συμφωνία για την οικονομική εταιρική σχέση, τον πολιτικό συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφ' ενός, και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού, αφ' ετέρου |
gen. | Acordo de Parceria entre os Estados de África, das Caraíbas e do Pacífico e a Comunidade Europeia e os seus Estados-Membros | Συμφωνία εταιρικής σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών αυτής, αφετέρου |
tax. | Acordo entre a Comunidade Europeia e o Principado de Andorra que prevê medidas equivalentes às estabelecidas pela Directiva 2003/48/CE do Conselho relativa à tributação dos rendimentos da poupança sob a forma de juros | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις |
gen. | Acordo entre a Comunidade Europeia e os Estados Unidos Mexicanos em matéria de cooperação sobre controlo de precursores e substâncias químicas frequentemente utilizados no fabrico ilícito de estupefacientes e substâncias psicotrópicas | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού σχετικά με τη συνεργασία στον τομέα των προδρόμων και των χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παραγωγή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών |
gen. | Acordo entre a União Europeia e o Reino de Marrocos sobre a participação do Reino de Marrocos na operação militar de gestão de crises da União Europeia na Bósnia e Herzegovina operação Althea | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Βασιλείου του Μαρόκου για τη συμμετοχή του Βασιλείου του Μαρόκου στην επιχείρηση στρατιωτικής διαχείρισης κρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επιχείρηση Althea |
gen. | Acordo entre a União Europeia e os Estados Unidos da América sobre extradição | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την έκδοση |
law, fish.farm. | Acordo entre o Governo dos Estados Unidos da América e a Comunidade Europeia respeitante às pescarias ao largo das costas dos Estados Unidos | Εφαρμοστέα Διεθνής Συμφωνία για την αλιεία; Συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τα αλιεύματα στα ανοικτά των ακτών των Ηνωμένων Πολιτειών |
law, fin. | Acordo entre os Estados da AECL relativo à criação de um Órgão de Fiscalização e de um Tribunal de Justiça | Συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου |
gen. | Acordo entre os Estados da AECL relativo à Criação de um Órgão de Fiscalização e de um Tribunal de Justiça | Συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου |
law | Acordo entre os Estados da AECL relativo à instituição de um Órgão de Fiscalização e de um Tribunal de Justiça | συμφωνία μεταξύ των χωρών ΕΖΕΣ για την σύναψη μιας εποπτεύουσας Αρχής και ενός Δικαστηρίουσυμφωνία Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου |
gen. | Acordo entre os Estados-Membros das Comunidades Europeias sobre a Simplificação e a Modernização das Formas de Transmissão dos Pedidos de Extradição | Συμφωνία μεταξύ των δώδεκα κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την απλούστευση και τον εκσυγχρονισμό των τρόπων διαβίβασης των αιτήσεων για έκδοση |
gen. | Acordo entre os Estados-Membros das Comunidades Europeias sobre a Simplificação e a Modernização das Formas de Transmissão dos Pedidos de Extradição | Συμφωνία του Σαν Σεμπαστιάν |
gen. | Acordo entre os Estados-Membros das Comunidades Europeias sobre a Simplificação e a Modernização das Formas de Transmissão dos Pedidos de Extradição | Συμφωνία "Telefax" |
gen. | Acordo entre os Estados-Membros relativo à Transmissão de Processos Penais | Συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών για τη διαβίβαση ποινικών διαδικασιών |
gen. | Acordo Euro-Mediterrânico que cria uma Associação entre as Comunidades Europeias e os seus Estados-Membros, por um lado, e a República da Tunísia, por outro | Ευρωμεσογειακή συμφωνία που αφορά τη σύνδεση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Τυνησίας, αφετέρου |
gen. | Acordo Europeu que completa a Convenção de 1949 sobre o Trânsito Rodoviário e o Protocolo de 1949 relativo à Sinalização Rodoviária | Ευρωπαϊκή Συμφωνία της 16ης Σεπτεμβρίου 1950 που συμπληρώνει τη Σύμβαση του 1949 για την οδική κυκλοφορία και το Πρωτόκολλο του 1949 σχετικά με την οδική σήμανση και σηματοδότηση |
gen. | Acordo Europeu que estabelece uma associação entre a Comunidade Europeia e os seus Estados-membros e a República do Polónia/a República da Hungria/a República Federal Checa e Eslovaca | Ευρωπαϊκή συμφωνία περί συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφενός και της Δημοκρατίας της Πολωνίας/Ουγγαρίας/συμπολιτειακής Δημοκρατίας της Τσεχίας και Σλοβακίας αφετέρου |
law | acordo nos termos do qual os acionistas minoritários se comprometem a atuar em comum | συμφωνία με την οποία δεσμεύονται να ενεργούν κατά τον ίδιο τρόπο |
relig. | Acordo para a Importação de Objetos de Caráter Educativo, Científico ou Cultural | Συμφωνία για την εισαγωγή αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα; Συμφωνία της Φλωρεντίας |
social.sc. | Acordo Provisório Europeu sobre os Regimes de Segurança Social relativos à Velhice, Invalidez e Sobrevivência | Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας" |
commer., polit. | Acordo Quadro de Comércio e Cooperação entre a Comunidade Europeia e os seus Estados-Membros, por um lado, e a República da Coreia, por outro | Συμφωνία-Πλαίσιο περί εμπορίου και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών αυτή, αφ' ενός και της Δημοκρατίας της Κορέας, αφ' ετέρου |
gen. | Acordo que altera o Acordo de Parceria entre os Estados de África, das Caraíbas e do Pacífico e a Comunidade Europeia e os seus Estados-Membros | Συμφωνία για την τροποποίηση της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ των μελών της ομάδας των κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου |
gen. | Acordo que altera pela segunda vez o Acordo de Parceria entre os Estados de África, das Caraíbas e do Pacífico e a Comunidade Europeia e os seus Estados-Membros | Συμφωνία για την τροποποίηση για δεύτερη φορά της συμφωνίας εταιρικής σχέσης μεταξύ της ομάδας κρατών της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφετέρου |
law, econ., fin. | Acordo que institui o Fundo Internacional para a Irlanda | συμφωνία για την ίδρυση του διεθνούς ταμείου για την Ιρλανδία |
tech., law, UN | Acordo relativo à Adopção de Prescrições Técnicas Uniformes aplicáveis aos Veículos de Rodas, aos Equipamentos e às Peças susceptíveis de serem montados ou utilizados num Veículo de Rodas e às Condições de Reconhecimento Recíproco das Homologações emitidas em conformidade com essas Prescrições | Συμφωνία σχετικά με την υιοθέτηση ομοιόμορφων τεχνικών προδιαγραφών για τροχοφόρα οχήματα, εξοπλισμό και εξαρτήματα που δύνανται να τοποθετηθούν και/ή να χρησιμοποιηθούν σε τροχοφόρα οχήματα και τις συνθήκες για την αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων που χορηγούνται με βάση τις προδιαγραφές αυτές |
law | Acordo relativo à Aplicação da Parte XI da Convenção das Nações Unidas sobre o Direito do Mar | Συμφωνία για την εφαρμογή του Μέρους ΧΙ της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982 |
law | Acordo relativo à aplicação da parte XI da Convenção das Nações Unidas sobre o direito do mar | Συμφωνία σχετική με την εφαρμογή του μέρους XI της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θαλάσσης |
gen. | Acordo relativo à Aplicação entre os Estados-Membros das Comunidades Europeias da Convenção do Conselho da Europa sobre a Transferência de Pessoas Condenadas | Συμφωνία για την εφαρμογή μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την μεταφορά καταδίκων |
gen. | Acordo relativo à Aplicação Provisória dos Projectos de Convenções Aduaneiras Internacionais sobre o Turismo, sobre os Veículos Rodoviários Comerciais e sobre o Transporte Internacional de Mercadorias por Estrada | Συμφωνία σχετικά με την προσωρινή εφαρμογή σχεδίων διεθνών τελωνειακών συμβάσεων για τον τουρισμό, τα εμπορικά οδικά οχήματα και τις διεθνείς οδικές μεταφορές εμπορευμάτων |
law | Acordo relativo à Conservação ou Restabelecimento dos Direitos de Propriedade Industrial Atingidos pela Guerra Mundial | Συμφωνία "αφορώσα την διατήρησιν ή αποκατάστασιν δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας πληγέντων εκ του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου" |
law | Acordo relativo à Conservação ou Restauração dos Direitos de Propriedade Industrial atingidos pela Segunda Guerra Mundial | Συμφωνία "αφορώσα την διατήρησιν ή αποκατάστασιν δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας πληγέντων εκ του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου" |
agric. | Acordo sob a forma de troca de cartas que prorroga a adaptação de Acordo entre a Comunidade Europeia e a...sobre o comércio de carnes de carneiro,de borrego e de caprino | Συμφωνία υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών για την παράταση της προσαρμογής της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και....σχετικά με το εμπόριο του κρέατος προβάτου,αμνού και αιγός |
gen. | Acordo sobre a Circulação e o Acesso | Συμφωνία για την κυκλοφορία και την πρόσβαση |
gen. | Acordo Técnico-Militar entre a Força Internacional de Segurança "KFOR" e os governos da República Federativa da Jugoslávia e da República Sérvia | Στρατιωτική και Τεχνική Συμφωνία μεταξύ της KFOR και των κυβερνήσεων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσβαβίας και της Δημοκρατίας της Σερβίας |
construct. | Agenda de Salónica para os Balcãs Ocidentais: A Caminho da Integração Europeia | Θεματολόγιο της Θεσσαλονίκης |
law | agente assistido por um consultor ou por advogado autorizado a exercer num dos Estados-membros | εκπρόσωπος επικουρούμενος από σύμβουλο ή δικηγόρο εγγεγραμμένο σε δικηγορικό σύλλογο ενός των κρατών μελών |
obs., econ., health. | Agência de Execução para a Saúde e os Consumidores | Εκτελεστικός Οργανισμός για την Υγεία και τους Καταναλωτές |
obs., econ., health. | Agência de Execução para a Saúde e os Consumidores | Εκτελεστικός οργανισμός για το πρόγραμμα δημόσιας υγείας |
obs., econ., health. | Agência de Execução para os Consumidores, a Saúde e a Alimentação | Εκτελεστικός Οργανισμός για την Υγεία και τους Καταναλωτές |
obs., econ., health. | Agência de Execução para os Consumidores, a Saúde e a Alimentação | Εκτελεστικός οργανισμός για το πρόγραμμα δημόσιας υγείας |
gen. | Alto Representante da União para os Negócios Estrangeiros e a Política de Segurança | Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας |
law | anúncios relativos à apresentação de petições de ação ou recurso | ανακοινώσεις που αφορούν τα εισαγωγικά δικόγραφα της δίκης |
agric. | aparelho destinado a aparar hastes ou rebentos | μηχανή αποκοπής των κορυφών |
agric. | aparelho destinado a enriquecer os cereais em vitaminas | συσκευή εμπλουτισμού των δημητριακών με βιταμίνες |
law | aplicável a qualquer acordo ou categoria de acordos | εφαρμοστέα σε κάθε συμφωνία ή κατηγορία συμφωνιών |
mater.sc. | aptidão para a colagem ou para a coalescência do produto | κολλώδης τάση ή τάση συσσωμάτωσης του προϊόντος |
agric. | após a colheita o algodão é enfardado | μετά τη συγκομιδή το βαμβάκι συσκευάζεται σε δέματα η μπάλες |
gen. | arguir,perante o Tribunal de Justiça a inaplicabilidade desse regulamento | επικαλείται στο Δικαστήριο το ανεφάρμοστο του κανονισμού αυτού |
tech. | arma de fogo longa de tiro-a-tiro, de um ou vários canos estriados | μακρύκαννο πυροβόλο όπλο μιας βολής με μία ή περισσότερες κάννες με ραβδώσεις |
mater.sc. | armazenagem da forragem a granel ou em feixes | αποθήκευση χορτονομής χύμα ή σε δέματα |
nat.sc. | Associação Internacional para a promoção da cooperação com os cientistas dos países da antiga União Soviética | Διεθνής ΄Ενωση για την προαγωγή της συνεργασίας με τους επιστήμονες των χωρών της πρώην Σοβιετικής ΄Ενωσης |
gen. | Associação para a Democracia e o Desenvolvimento | Ενωση για τη Δημοκρατία και την Ανάπτυξη; Ενωση για τη Δημοκρατία και την Anάπτυξη |
law | atribuir o processo a uma das secções | ανάθεση υποθέσεως σε τμήμα |
gen. | Autoridade Intergovernamental para a Seca e o Desenvolvimento | Διακυβερνητική αρχή για την ξηρασία και την ανάπτυξη |
law | autorizar o secretário a assinar | εξουσιοδότηση υπογραφής στον γραμματέα |
agric. | ação comunitária para a proteção das florestas contra os incêndios | κοινοτική δράση για την πυροπροστασία των δασών |
social.sc. | Ação contra o racismo e a xenofobia | Δράση για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας |
law | ação para a qual o Tribunal de Primeira Instância é competente | προσφυγή που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου |
agric. | ações comuns destinadas a promover o consumo de certos produtos | κοινά μέτρα για την προώθηση της καταναλώσεως ορισμένων προ2bόντων |
agric. | ações comuns destinadas a promover o consumo de certos produtos | κοινά μέτρα για την προώθηση ορισμένων προϊόντων |
construct. | barra a trabalhar à compressão segundo o seu eixo ou paralelamente ao seu eixo | ράβδος συμπιεσμένη από αξονικές τάσεις ή τάσεις παράλληλες στον άξονα |
tech., industr., construct. | barra canelada com entalhe de posicionamento situado entra a corrediça e o primeiro dente | αυλακωτή ράβδος με εγκοπή μεταξύ αυλάκωσης και πρώτης ράβδωσης |
construct. | barragem de enrocamento com revestimento ou membrana de concreto a montante | λιθόρριπτο φράγμα με ανάντη πλάκα από σκυρόδεμα |
gen. | Campanha Europeia da Juventude contra o Racismo, a Xenofobia, o Antissemitismo e a Intolerância | Ευρωπαϊκή εκστρατεία νεολαίας κατά του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού και της μισαλλοδοξίας "όλοι διαφορετικοί - όλοι όμοιοι" |
chem. | cancerígena, mutagénica ou tóxica para a reprodução | καρκινογόνο, μεταλλαξιογόνο ή τοξικό για την αναπαραγωγή |
law, fin. | carga fiscal do imposto sobre o valor acrescentado a montante | επιβάρυνση με τον προηγουμένως καταβληθέντα φόρο προστιθέμενης αξίας |
social.sc. | Carta Africana sobre a Participação Popular e o Desenvolvimento | Αφρικανική Χάρτα σχετικά με τη λαϊκή συμμετοχή και την ανάπτυξη |
agric. | charrua reversível com corpos a 180º | περιστρεφόμενο άροτρο |
agric. | charrua reversível com corpos a 90º | περιστρεφόμενο άροτρο |
agric. | charrua reversível com corpos a 90º | άροτρο στροφής ενός τετάρτου |
agric. | charrua reversível com corpos a 180º | άροτρο μισής στροφής |
agric. | charrua reversível com corpos a 180º de discos | περιστρεφόμενο δισκάροτρο 180° |
agric. | charrua reversível de discos com corpos a 90º | περιστρεφόμενο δισκάροτρο 90° |
chem. | circuito de controlo da proporção entre o ácido bórico e a água desmineralizada | βρόχος ρυθμίσεως αναλογίας απιονισμένου διαλύμματος βορικού οξέος |
gen. | combata o incêndio a partir de posições abrigadas | καταπολεμήστε την πυρκαγιά από προφυλαγμένη θέση |
chem. | Combater o incêndio tomando as precauções normais e a partir de uma distância razoável. | Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά λαμβάνοντας τις κατάλληλες προφυλάξεις και από εύλογη απόσταση. |
chem. | Combater o incêndio à distância, devido ao risco de explosão. | Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά από απόσταση, επειδή υπάρχει κίνδυνος έκρηξης. |
gen. | Comissão de Inquérito sobre o racismo e a xenofobia | Εξεταστική επιτροπή για το ρατσισμό και την ξενοφοβία |
commer., food.ind. | Comissão mista do Acordo entre a CE e a África do Sul sobre o comércio de bebidas espirituosas | Μεικτή επιτροπή της συμφωνίας μεταξύ της ΕΚ και της Νοτίου Αφρικής για το εμπόριο οινοπνευματωδών |
agric. | Comissão mista do Acordo entre a CE e a África do Sul sobre o comércio de vinho | Μεικτή επιτροπή της συμφωνίας μεταξύ της ΕΚ και της Νοτίου Αφρικής για το εμπόριο οίνου |
law, immigr. | Comité Ad Hoc de Peritos para os Documentos de Identificação e a Circulação de Pessoas | Ad hoc Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για τα έγγραφα ταυτότητας και την κυκλοφορία των προσώπων |
law, immigr. | Comité Ad Hoc de Peritos sobre os Documentos de Identificação e a Circulação de Pessoas | Ad hoc Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για τα έγγραφα ταυτότητας και την κυκλοφορία των προσώπων |
gen. | Comité Consultivo para a aplicação do quadro comunitário de cooperação para o desenvolvimento urbano sustentável | Συμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού πλαισίου συνεργασίας για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης σε αστικό περιβάλλον |
gen. | Comité Consultivo para a proteção dos animais utilizados para fins experimentais ou outros fins científicos | Συμβουλευτική επιτροπή για την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπούς |
social.sc., nat.res. | Comité Consultivo para a Proteção dos Animais utilizados para Fins Experimentais ou para outros Fins Científicos | συμβουλευτική επιτροπή για την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωα ή για άλλους επιστημονικούς σκοπούς |
gen. | Comité Consultivo para o Desenvolvimento e a Reconversão das Regiões | Συμβουλευτική επιτροπή για την ανάπτυξη και τη μετατροπή των περιφερειών |
agric. | Comité de aplicação para os vinhos aromatizados, as bebidas aromatizadas à base de vinho e os cocktails aromatizados de produtos vitivinícolas | Επιτροπή Εφαρμογής για τους Αρωματισμένους Οίνους, τα Αρωματισμένα Ποτά με βάση τον Οίνο και τα Αρωματισμένα Κοκτέιλς Αμπελοοινικών Προϊόντων |
nat.sc., nat.res. | Comité de Gestão Cost 810 "Importância das Micorrizas Vesiculares-Arbusculares MVA para os Ciclos das Substâncias no Solo e para a Nutrição das Plantas" | επιτροπή διαχείρισης Cost 810 "σημασία των V-A μυκορρίζων στον κύκλο της ύλης στο έδαφος και στη θρέψη των φυτών" |
gen. | Comité do processo de consulta no que diz respeito às relações entre Estados-Membros e países terceiros no domínio dos transportes marítimos e às ações relativas a este domínio no âmbito das organizações internacionais, bem como o processo de autorização para acordos relativos aos transportes marítimos | Επιτροπή για τη διαδικασία διαβουλεύσεων για τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών σε ναυτιλιακά θέματα και για τις συναφείς προς τα θέματα αυτά ενέργειες σε διεθνείς οργανισμούς και, αφετέρου, διαδικασία εξουσιοδότησης για την σύναψη συμφωνιών που αφορούν θαλάσσιες μεταφορές |
gen. | Comité Especial do Acordo-Quadro entre a CE e a Turquia sobre os princípios gerais da participação da Turquia em programas comunitários | Ειδική επιτροπή της συμφωνίας-πλαισίου μεταξή της ΕΚ και της Τουρκίας όσον αφορά τις γενικές αρχές για τη συμμετοχή της Τουρκίας σε κοινοτικά προγράμματα |
gen. | Comité Intergovernamental para o Protocolo de Cartagena sobre a Biossegurança | Διακυβερνητική Επιτροπή για το Πρωτόκολλο της Καρταχένα |
gen. | Comité Misto do acordo entre a CE, a Islândia e a Noruega relativo aos critérios e mecanismos de determinação do Estado responsável pela análise de um pedido de asilo apresentado num Estado-Membro, na Islândia ou na Noruega | Μεικτή επιτροπή για τη συμφωνία μεταξύ της ΕΚ, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή τη Νορβηγία |
gen. | Comité Misto para o Comércio e a Cooperação CE-Autoridade Palestiniana | Μεικτή επιτροπή για το εμπόριο και τη συνεργασία ΕΚ-Παλαιστινιακής Αρχής |
gen. | Comité para a adaptação ao progresso científico e técnico da diretiva relativa à qualidade das águas doces que necessitam de ser protegidas ou melhoradas a fim de estarem aptas para a vida dos peixes | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας η βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων |
gen. | Comité para a adaptação ao progresso técnico da diretiva relativa à aproximação das legislações dos Estados-Membros em matéria de emissões sonoras para o ambiente dos equipamentos para utilização no exterior | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την εκπομπή θορύβου στο περιβάλλον από εξοπλισμό προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους |
agric. | comité para a aplicação da diretiva relativa à homologação de tratores agrícolas ou florestais, seus reboques e máquinas intermutáveis rebocadas, e dos sistemas, componentes e unidades técnicas destes veículos | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την έγκριση γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων, των ρυμουλκούμενων και των εναλλάξιμων ρυμουλκούμενων μηχανημάτων τους, καθώς και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών ενοτήτων των οχημάτων αυτών |
gen. | comité para a aplicação da diretiva relativa à promoção da utilização de biocombustíveis ou de outros combustíveis renováveis nos transportes | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές |
energ.ind. | comité para a aplicação da legislação relativa às condições de acesso à rede para o comércio transfronteiriço de eletricidade | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας |
gen. | comité para a aplicação do Protocolo n.º 9 relativo ao transporte rodoviário, ferroviário e combinado na Áustria Ecopontos | Επιτροπή για την εφαρμογή του πρωτοκόλου 9 για τις οδικές, σιδηροδρομικές και συνδυασμένες μεταφορές στην Αυστρία Ecopoints |
gen. | comité para a aplicação do regulamento destinado a evitar o desvio de certos medicamentos essenciais para a União Europeia | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για να αποφευχθεί η εκτροπή του εμπορίου ορισμένων βασικών φαρμακευτικών προϊόντων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση |
gen. | comité para a aplicação do regulamento relativo aos desenhos ou modelos comunitários | Επιτροπή για την εφαρμογή κανονισμού για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα |
law, transp., environ. | comité para a aplicação do regulamento relativo à concessão de apoio financeiro comunitário para melhorar o desempenho ambiental do sistema de transporte de mercadorias "programa Marco Polo" | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για τη χορήγηση κοινοτικής χρηματοδοτικής συνδρομής με σκοπό τη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων του συστήματος εμπορευματικών μεταφορών πρόγραμμα Marco Polo |
gen. | comité para a aplicação do regulamento relativo à cooperação entre os tribunais dos Estados-Membros no domínio da obtenção de provas em matéria civil ou comercial | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις |
energ.ind. | comité para a aplicação do regulamento relativo às condições de acesso à rede para o comércio transfronteiriço de eletricidade | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας |
gen. | Comité para a execução das ações de cooperação para o desenvolvimento que contribuem para o objectivo geral de desenvolvimento e consolidação da democracia e do Estado de direito, bem como para o objetivo do respeito dos direitos do Homem e das liberdades fundamentais | Επιτροπή για τα δικαιώματα του ανθρώπου και τη δημοκρατία |
gen. | Comité para a execução das ações de cooperação para o desenvolvimento que contribuem para o objectivo geral de desenvolvimento e consolidação da democracia e do Estado de direito, bem como para o objetivo do respeito dos direitos do Homem e das liberdades fundamentais | Επιτροπή ανάπτυξης και παγιοποίησης της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς και σεβασμόυ των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών |
tax. | comité para a execução do programa comunitário destinado a melhorar o funcionamento dos sistemas de tributação no mercado interno Fiscalis | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος για τη βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων στην εσωτερική αγορά Fiscalis |
law, IT | comité para a execução do programa comunitário plurianual para estimular o desenvolvimento e a utilização de conteúdos digitais europeus nas redes mundiais e promover a diversidade linguística na sociedade da informação | Επιτροπή για την εφαρμογή του πολυετούς κοινοτικού προγράμματος για την τόνωση της ανάπτυξης και της χρήσης του ευρωπαϊκού ψηφιακού περιεχομένου στα παγκόσμια δίκτυα, καθώς και για την προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας στην κοινωνία της πληροφορίας eContent |
law, social.sc. | comité para a execução do programa de ação comunitária de incentivo à cooperação entre os Estados-Membros em matéria de luta contra a exclusão social | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος δράσης για την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού |
law, social.sc. | comité para a execução do programa de ação comunitário 2004-2008 de prevenção e de combate à violência exercida contra as crianças, os adolescentes e as mulheres e de proteção das vítimas e dos grupos de risco programa Daphne II | Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος κοινοτικής δράσης σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου Δάφνη II |
gen. | Comité para o Desenvolvimento e a Reconversão das Regiões | Επιτροπή για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση των περιφερειών |
gen. | Comité para o desenvolvimento e a reconversão das regiões | Επιτροπή για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση των περιφερειών |
gen. | Comité para o sistema de ecopontos aplicável aos veículos pesados de mercadorias que atravessem a Áustria em trânsito | Επιτροπή για το σύστημα οικοσημείων που εφαρμόζεται στα βαρέα φορτηγά οχήματα που διέρχονται από την Αυστρία |
gen. | Comité relativo à fixação de limites máximos de resíduos de pesticidas nas e sobre as frutas e os produtos hortícolas | Επιτροπή για τον καθορισμό της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα στα οπωροκηπευτικά |
law, fin. | Comité restrito de peritos para a avaliação das medidas contra o branqueamento de capitais | Επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την αξιολόγηση των μέτρων κατά της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες |
life.sc., transp. | condições meteorológicas que permitem o voo à vista | καιρός που επιτρέπει πτήση |
social.sc., UN | Conferência Internacional sobre a População e o Desenvolvimento | Διεθνής Διάσκεψη για τον πληθυσμό και την ανάπτυξη |
social.sc., UN | Conferência Mundial das Nações Unidas sobre o Desenvolvimento e a Avaliação dos Resultados da Década das Mulheres | Παγκόσμιο Συνέδριο για την Ανάπτυξη και Εκτίμηση των Επιτεύξεων της Δεκαετίας των Ηνωμένων Εθνών για τις Γυναίκες |
nat.sc., agric. | conjunto de fígados, corações, línguas e bofes, com a traqueia e o esófago | συκώτι,καρδιά,γλώσσα και πνευμόνι,που δεν έχουν χωριστεί από την τραχεία αρτηρία και τον οισοφάγο |
obs., h.rghts.act. | Conselho de Estado para a Paz e o Desenvolvimento | Κρατικό Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης |
gen. | conserva o direito à subida de escalão | διατηρώ τα δικαιώματα ως προς την προαγωγή |
tech. | contador que indica o preço a pagar | μετρητής υπολογισμού τιμής |
gen. | contingentes globais acessíveis a todos os outros Estados-membros | καθολικές ποσοστώσεις προσιτές σε όλα τα άλλα Kράτη μέλη |
law | Convenção das Nações Unidas sobre o reconhecimento e a execução das sentenças arbitrais estrangeiras, de 10 de junho de 1968 | σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων της 10ης Ιουνίου 1958 |
law, fin., UN | Convenção das Nações Unidas sobre o reconhecimento e a execução de sentenças arbitrais estrangeiras | σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων |
law, fin., UN | Convenção das Nações Unidas sobre o reconhecimento e a execução de sentenças arbitrais estrangeiras | Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων |
law, fin., UN | Convenção das Nações Unidas sobre o reconhecimento e a execução de sentenças arbitrais estrangeiras | Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων |
law, fin., UN | Convenção das Nações Unidas sobre o reconhecimento e a execução de sentenças arbitrais estrangeiras | Σύμβαση της Νέας Υόρκης |
gen. | Convenção de Aplicação do Acordo de Schengen de 14 de Junho de 1985 entre os Governos dos Estados da União Económica Benelux, da República Federal da Alemanha e da República Francesa relativo à Supressão Gradual dos Controlos nas Fronteiras Comuns | Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα |
law | Convenção de 20 de novembro de 1963, que altera a Convenção revista de Mannheim e o Protocolo Adicional de 25 de outubro de 1972 | σύμβαση της 20ής Νοεμβρίου 1963,με την οποία επιφέρεται τροπολογία στην αναθεωρημένη σύμβαση του Mannheim και πρόσθετο πρωτόκολλο της 25ης Οκτωβρίου 1972 |
law | Convenção de 27 de outubro de 1956 entre o Grão-Ducado do Luxemburgo, a República Federal da Alemanha e a República Francesa, sobre a navegabilidade do Mosela | Σύμβαση της 27ης Οκτωβρίου 1956 μεταξύ Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου,Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Γαλλικής Δημοκρατίας με αντικείμενο τη διευθέτηση του ρου του ποταμού Moselle |
gen. | Convenção destinada a Alargar a Competência das Autoridades Qualificadas para Aceitar o Reconhecimento de Filhos Naturais | Σύμβαση "περί επεκτάσεως της αρμοδιότητος των εντεταλμένων να δέχωνται αναγνωρίσεις εξωγάμων τέκνων αρχών" |
gen. | Convenção do Conselho da Europa relativa à Luta contra o Tráfico de Seres Humanos | Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων |
gen. | Convenção entre os Estados-Membros das Comunidades Europeias relativa à Execução de Condenações Penais Estrangeiras | Σύμβαση μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την εκτέλεση των αλλοδαπών ποινικών δικαστικών αποφάσεων |
gen. | Convenção entre os Estados-Membros das Comunidades Europeias relativa à Simplificação dos Métodos de Cobrança das Pensões de Alimentos | Σύμβαση μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων περί απλοποίησης των διαδικασιών διεκδίκησης της διατροφής |
law | Convenção Europeia para a Vigilância de Pessoas Condenadas ou Libertadas Condicionalmente | Σύμβαση "περί επιτηρήσεως των υφ'όρον καταδικασθέντων ή απολυθέντων προσώπων" |
life.sc., environ., R&D. | Convenção Europeia sobre a Proteção dos Animais Vertebrados utilizados para Fins Experimentais ou outros Fins Científicos | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των σπονδυλωτών ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς ή άλλους επιστημονικούς σκοπούς |
social.sc. | Convenção Europeia sobre a Violência e os Excessos dos Espetadores por ocasião de Manifestações Desportivas e nomeadamente de Jogos de Futebol | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη βία των θεατών και την ανάρμοστη συμπεριφορά στις αθλητικές συναντήσεις και ιδιαίτερα στους ποδοσφαιρικούς αγώνες |
gen. | Convenção Europeia sobre o Reconhecimento e a Execução das Decisões relativas à Guarda de Menores e sobre o Restabelecimento da Guarda de Menores | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε θέματα επιμέλειας των τέκνων και για την αποκατάσταση της επιμέλειάς τους |
gen. | Convenção Europeia sobre os Efeitos Internacionais da Inibição do Direito de Conduzir Veículos a Motor | Eυρωπαϊκή Σύμβαση "επί των διεθνών επιπτώσεων εκ της αφαιρέσεως του δικαιώματος οδηγήσεως μηχανοκινήτου οχήματος" |
gen. | Convenção Fixando a Idade Mínima de Admissão dos Jovens como Chegadores ou Fogueiros | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας προς πρόσληψιν νέων υπό την ιδιότητα θερμαστού ή ανθρακέως" |
law | Convenção Internacional de Berna, de 7 de fevereiro de 1970, relativa ao transporte ferroviário de mercadorias CIM e ao transporte ferroviário de viajantes e de bagagens CIV, bem como o Protocolo Adicional e os Protocolos I e II, de 9 de novembro de 1973, elaborados pela Conferência Diplomática para a Aplicação das Convenções Internacionais | Διεθνής σύμβαση της Βέρνης της 7ης Φεβρουαρίου 1970 σχετικά με τη μεταφορά εμπορευμάτων σιδηροδρομικώςCIMκαι τη μεταφορά ταξιδιωτών και αποσκευών σιδηροδρομικώςCIVκαθώς και πρόσθετο πρωτόκολλο και τα πρωτόκολλα Ι και ΙΙ της 9ης Νοεμβρίου 1973,τα οποία συντάχθηκαν από τη διπλωματική συνδιάσκεψη που είχε συγκληθεί με σκοπό τη θέση σε ισχύ των διεθνών συμβάσεων |
law, environ. | Convenção Internacional, de 18 de dezembro de 1971, que cria um fundo internacional de indemnização para os danos devidos à poluição provocada pelos hidrocarbonetos | διεθνής σύμβαση της 18ης Δεκεμβρίου 1971,με την οποία δημιουργείται διεθνές ταμείο αποζημιώσεως λόγω ζημιών που οφείλονται στη μόλυνση ή ρύπανση από υδρογονάνθρακες |
law | Convenção internacional para a unificação de certas normas sobre o arresto de navios de mar, assinada em Bruxelas em 10 de maio de 1952 | Διεθνής σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τη συντηρητική κατάσχεση πλοίων,που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες στις 10 Μαΐου 1952 |
law, transp. | Convenção Internacional para a Unificação de Certas Regras sobre o Arresto de Navios | διεθνή σύμβαση περί συντηρητικής κατασχέσεως θαλασσοπλοούντων πλοίων |
gen. | Convenção Internacional para a Unificação de certas Regras sobre o Arresto de Navios de Mar | Διεθνής Σύμβαση "περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συντηρητικής κατασχέσεως θαλασσοπλοούντων πλοίων" |
law, transp., avia. | Convenção para a unificação de certas normas relativas ao transporte aéreo internacional e o protocolo adicional, assinados em Varsóvia em 12 de outubro de 1929 | Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές και πρόσθετο πρωτόκολλο,που υπογράφτηκαν στη Βαρσοβία στις 12 Οκτωβρίου 1929 |
med. | Convenção para limitar o fabrico e regulamentar a distribuição de estupefacientes | Σύμβαση για τον Περιορισμό της Παρασκευής και Ρύθμιση της Διανομής των Ναρκωτικών Φαρμάκων |
gen. | Convenção para regular os Conflitos entre a Lei da Nacionalidade e a Lei do Domicílio | Σύμβαση για τη ρύθμιση των συγκρούσεων μεταξύ του Δικαίου της ιθαγενείας και του Δικαίου της κατοικίας |
gen. | Convenção relativa à Constituição da "EUROFIMA", Sociedade Europeia para o Financiamento de Material Ferroviário | Σύμβαση για τη σύσταση της EUROFIMA, Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη χρηματοδότηση σιδηροδρομικού υλικού |
law | Convenção relativa à extradição entre os Estados-Membros da União Europeia | Σύμβαση για την έκδοση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης |
gen. | Convenção relativa à extradição entre os Estados-membros da União Europeia | Σύμβαση για την έκδοση μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής'Ενωσης |
social.sc. | Convenção relativa à Igualdade de Oportunidades e de Tratamento para os Trabalhadores de Ambos os Sexos: Trabalhadores com Responsabilidades Familiares | Σύμβαση για την ισότητα των ευκαιριών και μεταχείρισης των εργαζομένων και των δύο φύλων: εργαζόμενοι με οικογενειακές υποχρεώσεις |
patents. | Convenção relativa à Patente Europeia para o Mercado Comum | Σύμβαση του Λουξεμβούργου |
patents. | Convenção relativa à Patente Europeia para o Mercado Comum | Σύμβαση ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας για την Κοινή Αγορά |
gen. | Convenção relativa à Supressão da Legalização de Actos entre os Estados-Membros das Comunidades Europeias | Σύμβαση για την κατάργηση της επικύρωσης των δημόσιων εγγράφων στα κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
social.sc., health., empl. | Convenção sobre a Assistência Médica e os Subsídios de Doença | Σύμβαση "περί ιατρικής περιθάλψεως και επιδομάτων ασθενείας" |
law, lab.law., UN | convenção sobre a defesa dos direitos de todos os trabalhadores migrantes e das suas famílias | σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των μεταναστών εργαζομένων και των οικογένειών τους |
gen. | Convenção sobre a Proibição do Desenvolvimento, da Produção e do Armazenamento de Armas Bacteriológicas Biológicas ou Toxínicas e sobre a sua Destruição | Διεθνής Σύμβαση "περί απαγορεύσεως της αναπτύξεως, παραγωγής και αποθηκεύσεως βακτηριολογικών βιολογικών και τοξινικών όπλων και καταστροφής αυτών" |
gen. | Convenção sobre a Proibição ou Limitação do Uso de certas Armas Convencionais que podem ser consideradas como produzindo Efeitos Traumáticos Excessivos ou ferindo Indiscriminadamente | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα |
gen. | Convenção sobre a Proibição ou Limitação do Uso de certas Armas Convencionais que podem ser consideradas como produzindo Efeitos Traumáticos Excessivos ou ferindo Indiscriminadamente | Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα |
gen. | Convenção sobre o Consentimento Matrimonial, a Idade Núbil e o Registo de Casamentos | Σύμβαση για τη συναίνεση σε γάμο, το ελάχιστο όριο ηλικίας σύναψης γάμου και την επίσημη καταχώρηση των γάμων |
ecol. | Convenção sobre o Direito relativo à Utilização dos Cursos de Água Internacionais para Fins Diversos dos de Navegação | Σύμβαση για το δίκαιο των χρήσεων των διεθνών υδατορευμάτων πλην εκείνων που αφορούν τη ναυσιπλοΐα |
gen. | Convenção sobre o Exame Médico Obrigatório das Crianças e dos Jovens Empregados a bordo dos Navios | Σύμβαση "περί υποχρεωτικής ιατρικής εξετάσεως παίδων και εφήβων εργαζομένων επί πλοίων" |
law | Convenção sobre o Mar Territorial e a Zona Contígua | Σύμβαση για τη χωρική θάλασσα και τη συνορεύουσα ζώνη ; Σύμβαση για την αιγιαλίτιδα ζώνη και τη συνορεύουσα ζώνη |
law | Convenção sobre o Reconhecimento e a Execução de Sentenças Arbitrais Estrangeiras | Σύμβαση "περί της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων" |
gen. | Convenção sobre o Reconhecimento e Execução de Decisões relativas a Obrigações Alimentares | Σύμβαση για την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων όσον αφορά τις υποχρεώσεις διατροφής |
social.sc., UN | Convenção sobre o Trabalho a Tempo Parcial | Σύμβαση για τη μερική απασχόληση |
gen. | Convenção sobre os Requisitos Mínimos relativos à Capacidade Profissional dos Comandantes e Oficiais da Marinha Mercante | Σύμβαση για τα πιστοποιητικά ικανότητας των αξιωματικών |
law | Convenção tendente a facilitar o acesso internacional à justiça | Σύμβαση που σκοπεύει να διευκολύνει την προσφυγή στη δικαι οσύνη σε διεθνές επίπεδο |
gen. | Convenção tendente a Facilitar o Acesso Internacional à Justiça | Σύμβαση για τη διευκόλυνση της διεθνούς πρόσβασης στη Δικαιοσύνη |
agric. | critérios de escolha a reter para os investimentos relativos à melhoria das condições de transformação e de comercialização dos produtos agrícolas e silvícolas | κριτήρια επιλογής που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τις επενδύσεις που αφορούν τη βελτίωση των συνθηκών μεταποίησης και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων και προϊόντων δασοκομίας |
law | da concessão de uma licença resulta o direito a indemnização total | η χορήγηση αδείας θεμελιώνει δικαίωμα πλήρους αποζημιώσεως |
gen. | dactilografia de textos a partir de gravações em disco ou banda magnética | δακτυλογράφηση μαγνητοφωνημένων κειμένων |
law | data a partir da qual se conta o plazo de prioridade | αφετηρία για την προθεσμία προτεραιότητας |
law | decisão do órgão jurisdicional nacional que suspenda o processo e que suscite a questão perante o Tribunal | απόφαση του εθνικού δικαστηρίου που αναστέλλει τη διαδικασία και παραπέμπειορισμένο ζήτημαστο Δικαστήριο |
gen. | deitar fora este produto e o seu recipiente com a devida precaução | Σ35 |
gen. | deitar fora este produto e o seu recipiente com a devida precaução | λάβετε τις απαραίτητες προφυλάξεις προκειμένου να απορρίψετε το προϊόν και τη συσκευασία του |
gen. | Delegação para as Relações com os Países da Ásia do Sul e a Associação para a Cooperação Regional da Ásia do Sul SAARC | Αντιπροσωπεία για τις σχέσεις με τις χώρες της Νότιας Ασίας και την Ένωση για την Περιφερειακή Συνεργασία της Νότιας Ασίας SAARC |
gen. | Delegação para as Relações com os Países do Magrebe e a União do Magrebe Árabe incluindo a Líbia | Αντιπροσωπεία για τις σχέσεις με τις χώρες του Μαγκρέμπ και την Ένωση του Αραβικού Μαγκρέμπ συμπεριλαμβανομένης της Λιβύης |
construct. | descarga de limpeza com o nível da água a cota baixa | έκπλυση προσχώσεων σε χαμηλές στάθμες νερού |
earth.sc., life.sc. | descarga entre o solo e a nuvem | εκκένωση εδάφους-νέφους |
law | despacho da secção a que o processo tenha sido atribuído | Διάταξη του τμήματος στο οποίο έχει ανατεθεί η υπόθεση |
law | despacho em que se especifiquem os factos a provar | διάταξη που καθορίζει τα θέματα αποδείξεως |
law | destinadas a proteger os interesses dos sócios e de terceiros | για την προστασία των εταίρων και των τρίτων |
law | deter os cidadãos estrangeiros contra a vontade destes | κράτηση ευρωπαίων πολιτών παρά τη θέλησή τους |
gen. | Directrizes para a política da UE em relação a países terceiros no que respeita à tortura e a outras penas ou tratamentos cruéis, desumanos ou degradantes | κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά των βασανιστηρίων |
tech., industr., construct. | distância entre a aresta inferior da barra canelada interior móvel e o centro do furo de acionamento | απόσταση από το κάτω άκρο της ράβδου μέχρι το κέντρο της οπής |
tech., industr., construct. | distância entre a aresta superior da barra canelada e o centro da corrediça | απόσταση από το άνω άκρο της ράβδου μέχρι το κέντρο της αυλάκωσης |
tech., industr., construct. | distância entre a extremidade da barra canelada e o entalhe | απόσταση από το άκρο της ράβδου μέχρι την εγκοπή |
tech., industr., construct. | distância entre a extremidade da barra canelada e o flanco mais próximo do primeiro dente | απόσταση από το άκρο της ράβδου μέχρι το πλησιέστερο άκρο της πρώτης οδόντωσης |
tech., industr., construct. | distância entre a extremidade da barra canelada interior móvel e o centro do furo de acionamento | απόσταση από το άκρο της ράβδου μέχρι το κέντρο της οπής οδήγησης |
med. | dose anual integrada de irradiação a todo o corpo | ετήσια ολοκληρωμένη δόση ολοκλήρου του σώματος |
gen. | efetuar sondagens em anel à volta dos local previsto para o poço | εκτελούμεν γεωτρήσεις κυκλικώς περί την προβλεπομένην θέσιν του φρέατος |
law | eles continuarão a gerir os assuntos correntes | εξακολοθούν να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις |
chem. | Em caso de incêndio: evacuar a zona. Combater o incêndio à distância, devido ao risco de explosão. | Σε περίπτωση πυρκαγιάς: Εκκενώστε την περιοχή. Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά από απόσταση, επειδή υπάρχει κίνδυνος έκρηξης. |
chem. | Em caso de incêndio importante e de grandes quantidades: evacuar a zona. Combater o incêndio à distância, devido ao risco de explosão. | Σε περίπτωση σοβαρής πυρκαγιάς και εάν πρόκειται για μεγάλες ποσότητες: Εκκενώστε την περιοχή. Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά από απόσταση, επειδή υπάρχει κίνδυνος έκρηξης. |
chem. | EM CASO DE INGESTÃO: enxaguar a boca. NÃO provocar o vómito. | ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΤΑΠΟΣΗΣ: Ξεπλύνετε το στόμα. ΜΗΝ προκαλέσετε εμετό. |
gen. | em caso de ingestão,consultar imediatamente um médico e mostrar-lhe a embalagem ou o rótulo | Σ46 |
gen. | em caso de ingestão,consultar imediatamente um médico e mostrar-lhe a embalagem ou o rótulo | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα |
social.sc., UN | Entidade das Nações Unidas para a Igualdade de Género e o Empoderamento das Mulheres | Μονάδα των ΗΕ για την ισότητα των φύλων και τη χειραφέτηση των γυναικών |
chem. | equipamento para retirar o tártaro com recurso a ácido sulfâmico | προϊόντα για απομάκρυνση των αλάτων που περιέχουν σουλφαμινικό οξύ |
law | escalonar o pagamento das royalties para a utilização | καταβάλλω τα δικαιώματα |
law | especificar os factos a provar | καθορίζω τα θέματα αποδείξεως |
hobby, social.sc. | estimular o turismo a favor dos deficientes | προώθηση του τουρισμού για άτομα με ειδικές ανάγκες |
chem. | Evitar a libertação para o ambiente. | Να αποφεύγεται η ελευθέρωση στο περιβάλλον. |
gen. | evitar o choque e a fricção | Σ34 |
gen. | evitar o choque e a fricção | αποφεύγετε τραντάγματα και τριβή |
gen. | evitar o contacto com a pele | Σ24 |
gen. | evitar o contacto com a pele | αποφεύγετε την επαφή με το δέρμα |
gen. | evitar o contacto com a pele e os olhos | Σ24/25 |
gen. | evitar o contacto com a pele e os olhos | αποφεύγετε την επαφή με το δέρμα και τα μάτια |
chem. | Evitar o contacto durante a gravidez/o aleitamento. | Aποφεύγετε την επαφή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης/ γαλουχίας. |
law | exploração contrária à ordem pública ou aos bons costumes | εκμετάλλευση που αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη |
gen. | exposição a agentes biológicos durante o trabalho | έκθεση σε βιολογικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της εργασίας |
law | falta de uma testemunha ou de um perito que ocultou ou falseou a realidade dos factos | παράβαση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ο οποίος αποκρύπτει ή παραποιεί τα πραγματικά γεγονότα |
gen. | fatores ligados à interação entre o local e a central | παράγοντες αλληλεπιδράσεως εγκαταστάσεως-περιβάλλοντος |
law | fazer valer o direito relativamente a terceiro | αξιοποιώ το δικαίωμα που προκύπτει έναντι τρίτου |
law | foro do lugar onde a obrigação foi constituída, foi ou deve ser cumprida | δικαστήριο του τόπου συστάσεως ή εκτελέσεως της ενοχής |
law, social.sc. | Fórum Europeu para os Serviços de Ajuda à Vítima | ευρωπαϊκό φόρουμ για τις υπηρεσίες προς τα θύματα |
gen. | Gabinete de Coordenação da União Europeia para o Apoio à Polícia Palestiniana | Αστυνομική Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Παλαιστινιακά Εδάφη |
gen. | Gabinete de Coordenação da União Europeia para o Apoio à Polícia Palestiniana | Γραφείο συντονισμού της ΕΕ για την υποστήριξη της παλαιστινιακής αστυνομίας |
agric., mech.eng. | gerador de ar quente à base de qualquer tipo de combustível ou de outras fontes de energia | γεννήτρια θερμού αέρα παντός τύπου καυσίμου ή πηγής ενέργειας |
life.sc. | Grupo Ad Hoc Aberto sobre o Acesso e a Partilha dos Benefícios | ανοιχτή ad hoc Ομάδα "Πρόσβαση και συμμετοχή στα οφέλη" |
gen. | Grupo Ad Hoc para o Mecanismo de Cooperação e de Verificação para a Bulgária e a Roménia | Ad hoc ομάδα για το μηχανισμό συνεργασίας και ελέγχου για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία |
social.sc. | Grupo de Alto Nível para a Integração da Perspectiva da Igualdade entre os Sexos | Ομάδα υψηλού επιπέδου για τη συνεκτίμηση της διάστασης του φύλου |
social.sc., IT | Grupo de Alto Nível para o Emprego e a Dimensão Social da Sociedade da Informação | Ομάδα υψηλού επιπέδου για την απασχόληση και την κοινωνική διάσταση της κοινωνίας της πληροφορίας' Ομάδα ESDIS |
gen. | Grupo de cooperação para a luta contra o abuso e o tráfico ilícito de drogas Grupo Pompidou | Ομάδα συνεργασίας για την καταπολέμηση της παράνομης χρήσης και εμπορίας των ναρκωτικών Ομάδα Πομπιντού |
agric. | grupo de reflexão sobre a proteção das florestas contra os incêndios | ομάδα ανταλλαγής απόψεων σχετικά με την προστασία των δασών |
agric. | grupo em rede para o intercâmbio e a coordenação de informações respeitantes à coexistência de culturas geneticamente modificadas, convencionais e biológicas | Ομάδα δικτύου με σκοπό την ανταλλαγή και το συντονισμό πληροφοριών σχετικά με την συνύπαρξη γενετικώς τροποποιημένων, συμβατικών και βιολογικών καλλιεργειών |
gen. | Grupo Salafista para a Pregação e o Combate | Σαλαφιστική Ομάδα για το Κήρυγμα και τη Μάχη |
chem. | gás que pode causar ou favorecer, mais do que o ar, a combustão de outras matérias | αέριο το οποίο μπορεί να προκαλέσει ή να συμβάλει στην καύση άλλου υλικού περισσότερο από ό,τι ο αέρας |
law | identidade entre a marca e o sinal | ταυτότητα μεταξύ του σήματος και του σημείου |
med. | I.M.A.O. | αναστολείς της MAO |
med. | I.M.A.O. | αναστoλείς της μονοαμινικής οξυδάσης |
law, fin. | imposto sobre o valor acrescentado a montante | προηγουμένως καταβληθείς φόρος προστιθέμενης αξίας |
law, fin. | imposto sobre o valor acrescentado à importação | ΦΠA κατά την εισαγωγή |
gen. | imposto sobre os veículos a motor | τέλη κυκλοφορίας οχημάτων |
law | impostos sobre os rendimentos e sobre a fortuna | φόρος επί του εισοδήματος και της περιουσίας |
agric. | incentivar a ovinicultura com o objetivo de preservar a paisagem | ενθαρρύνω την εκτροφή προβάτων στα πλαίσια της προστασίας του τοπίου |
law | incumbir a secção ou o juiz-relator de proceder às diligências de instrução | αναθέτω στο τμήμα ή στον εισηγητή δικαστή τη διεξαγωγή αποδείξεων |
law, UN | Iniciativa Internacional da FAO sobre os Recursos Fitogenéticos para a Alimentação e a Agricultura | Διεθνής υποχρέωση για τους φυτογενετικούς πόρους για τα τρόφιμα και τη γεωργία του FAO |
law | instruir os casos de presumível infração a estes princípios | εξετάζει τις περιπτώσεις εικαζομένων παραβάσεων των αρχών αυτών |
gen. | instrumento de financiamento para a cooperação com os países e territórios industrializados e outros de elevado rendimento | χρηματοδοτικό μέσο για τη συνεργασία με τις εκβιομηχανισμένες και τις λοιπές υψηλού εισοδήματος χώρες και εδάφη |
gen. | instrumento de financiamento para a cooperação com os países e territórios industrializados e outros de elevado rendimento | χρηματοδοτικό μέσο για τη συνεργασία με τις εκβιομηχανισμένες χώρες |
law | instância competente para julgar os magistrados pertencentes à mais alta jurisdição nacional | αρμόδια αρχή η οποία δικάζει τους δικαστές που ανήκουν στο ανώτατο εθνικό δικαστήριο |
med. | interação farmacológica entre a droga e o organismo | φαρμακολογική αλληλεπίδραση ανάμεσα στο φάρμακο και τον οργανισμό |
earth.sc. | interface entre a plataforma continental e o oceano | μεταίχμιο υφαλοκρηπίδας-ωκεανού |
gen. | interrupção específica para a prestação de serviço militar ou nacional | ειδική άδεια για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας |
gen. | lave repetidamente a pele com muita água ou tome um duche | ξεπλύνετε το δέρμα με άφθονο νερό ή κάντε ντους |
commer., polit., oil | lei de sanções contra o Irão e a Líbia | νόμος περί επιβολής κυρώσεων στο Ιράν και τη Λιβύη; νόμος Ντ' Αμάτο |
law, social.sc. | lei federal austríaca sobre a concessão de adiantamentos para o sustento de menores | νόμος περί της προκαταβαλλομένης διατροφής για τη συντήρηση τέκνων |
law, h.rghts.act. | lei que revoga a lei sobre o registo da população em função da raça | Νόμος για την κατάργηση της καταχώρησης κατά φυλές |
gen. | lei relativa à incapacidade para o trabalho | νόμος περί της ανικανότητας προς εργασία |
law, social.sc. | lei relativa à previdência social para o sustento das pessoas em processo de readaptação | νόμος περί κοινωνικής βοήθειας με σκοπό τη συντήρηση ατόμων υπό επαναπροσαρμογή |
law, agric. | lei sobre a saúde e o bem-estar dos animais | Νόμος για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζωών |
law, social.sc. | lei sobre o auxílio à habitação individual | νόμος σχετικά με το ατομικό βοήθημα στέγασης |
law, social.sc. | Lei sobre o suplemento por filho a cargo | νόμος περί επιδόματος τέκνων |
agric. | lenho proveniente de árvores em que se fez a extração de resinas ou outras exsudações | απορητινωμένη ξυλεία |
earth.sc., mater.sc. | limpar um íman é o suficiente para lhe fazer baixar a potência | για τον καθαρισμό ενός γυμνού μαγνήτη αρκεί να μειώσουμε την ισχύ του |
construct., econ. | Livro Branco sobre a modernização das regras de aplicação dos artigos 85.º e 86.º do Tratado CE | Λευκή βίβλος για τον εκσυγχρονισμό των κανόνων εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ - Πρόγραμμα της Επιτροπής αριθ. 99/027 |
construct., environ. | Livro Branco sobre o controlo e a aplicação da legislação comunitária em matéria ambiental, incluindo a imposição de sanções | Λευκό Βιβλίο σχετικά με τον έλεγχο της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής κυρώσεων |
construct., law | Livro Verde - O acesso dos consumidores à justiça e a resolução dos litígios de consumo no mercado único | Πράσινο Βιβλίο σχετικά με την πρόσβαση των καταναλωτών στη δικαιοσύνη καθώς και τη διευθέτηση των διαφορών για καταναλωτικά θέματα στην ενιαία αγορά |
law | Livro Verde sobre a patente comunitária e o sistema de patentes na Europa | Πράσινο βιβλίο για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και το σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στην Ευρώπη |
law, commer. | Livro Verde sobre o acesso dos consumidores à justiça e a resolução dos litígios de consumo no mercado único | Πράσινο βιβλίο για την προσφυγή των καταναλωτών στη δικαιοσύνη και ρύθμιση των διαφορών κατανάλωσης στην ενιαία αγορά |
earth.sc., coal. | mapa representando a extensão e o tipo de riqueza do depósito | ενδεικτικός χάρτης έκτασης και περιεκτικότητας κοιτάσματος |
gen. | mecanismos para a negociação e para a celebração de acordos relativos a questões monetárias ou ao regime cambial | μεθόδευση διαπραγματεύσεων και σύναψης συμφωνιών για νομισματικά ή συναλλαγματικά θέματα |
earth.sc. | microscópio destinado a realizar medidas ou verificações em determinados fabricos | μικροσκόπιο που προορίζεται για την πραγματοποίηση ελέγχου σε βιομηχανικές κατασκευές |
nat.sc., agric. | miudezas marcadas a tinta ou a fogo | τα παραπροϊόντα σημαίνονται είτε με μελάνη είτε με φωτιά |
gen. | Modus vivendi celebrado entre o Parlamento Europeu, o Conselho e a Comissão em matéria de medidas de execução dos atos adotados pelo procedimento previsto no artigo 189º B do Tratado CE | Modus vivendi μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς τα εκτελεστικά μέτρα που θα ισχύουν για όσες πράξεις εκδίδονται με τη διαδικασία του άρθρου 189Β της Συνθήκης ΕΟΚ |
law | montante da quantia fixa ou progressiva correspondente à sanção pecuniária | ύψος του κατ'αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής |
gen. | movimentos repetitivos com o braço ou a mão | επαναληπτικές κινήσεις του χεριού ή του βραχίονα |
agric. | máquina para tirar a casca dura ou fibrosa das nozes, amêndoas, etc. | αποφλοιωτική μηχανή καρυδιών,αμυγδάλων κ.τ.λ |
gen. | nos terrenos resistentes, o aprofundamento de um poço não dá lugar a problemas especiais | η όρυξις φρέατος εντός ευσταθών πετρωμάτων δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα |
chem. | Não comer, beber ou fumar durante a utilização deste produto. | Μην τρώτε, πίνετεή καπνίζετε, όταν χρησιμοποιείτε αυτό το προϊόν. |
gen. | não comer,beber ou fumar durante a utilização | Σ20/21 |
gen. | não comer,beber ou fumar durante a utilização | όταν το χρησιμοποιείτε μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε |
gen. | não efetuar a descarga no sistema de esgotos ou no ambiente | Σ56 |
gen. | não efetuar a descarga no sistema de esgotos ou no ambiente | να μη διοχετευθεί σε δίκτυο υπονόμων ή στο περιβάλλον.Να διατεθεί σε εγκεκριμένο χώρο συλλογής αποβλήτων |
gen. | não expor à fricção ou choque | ΜΗΝ εκθέτετε σε τριβή ή κτυπήματα |
chem. | Não pode entrar em contacto com os olhos, a pele ou a roupa. | Να μην έρθει σε επαφή με τα μάτια, με το δέρμα ή με τα ρούχα. |
mater.sc., mech.eng. | número de quedas capazes de provocar a rotura do produto ou da embalagem | αριθμός πτώσεων για να σπάσει ένα προϊόν ή συσκευασία |
gen. | operação militar da União Europeia de apoio à missão da Organização das Nações Unidas na República Democrática do Congo MONUC durante o processo eleitoral | στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς στήριξη της αποστολής του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό MONUC κατά τη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας |
law | opor-se à utilização da marca pelo seu agente ou representante | αντιτάσσομαι στη χρήση του σήματος από τον ειδικό πληρεξούσιο ή τον αντιπρόσωπο του δικαιούχου |
life.sc., environ., agric. | organismo vivo modificado destinado ao uso directo na alimentação humana ou animal ou à transformação | ζων τροποποιημένος οργανισμός προοριζόμενος για άμεση χρήση ως τρόφιμο ή ζωοτροφή ή για περαιτέρω επεξεργασία |
obs., h.rghts.act. | Organização para a Educação e o Bem-Estar dos Reclusos | Οργάνωση για την Εκπαίδευση και την Ευεξία των Κρατουμένων |
gen. | os Estados-membros comunicarão à Comissão as suas listas | τα Kράτη μέλη κοινοποιούν στην Eπιτροπή τους πίνακές τους |
gen. | os Estados-Membros manterão a Comissão informada sobre... | τα Kράτη μέλη γνωρίζουν στην Eπιτροπή... |
gen. | os Estados-Membros procederão a consultas recíprocas, a fim de coordenarem a sua ação | τα Kράτη μέλη συνεννούνται μεταξύ τους,για να συντονίσουν τη δράση τους |
law | os estatutos podem remeter,a título subsidiário,para as legislações nacionais | το καταστατικό δύναται να παραπέμπει επικουρικώς στις εθνικές νομοθεσίες |
agric. | os fenómenos bioquímicos que constituem a fermentação e o envelhecimento dos vinhos | τα βιοχημικά φαινόμενα της ζύμωσης και της παλαίωσης των οίνων |
gen. | os filtros de fibra de vidro utilizados para as recolhas são calcinados a 250πC. | τα φίλτρα από υαλοβάμβακα που χρησιμοποιούνται για δειγματοληψία αποτεφρώνονται στους 250οC |
gen. | os juízes procedem a certas diligências de instrução | δικαστές για τη διεξαγωγή ορισμένων προπαρασκευαστικών ενεργειών |
law | os litígios em que a Comunidade seja parte | οι διαφορές στις οποίες η Kοινότης είναι διάδικος |
gen. | os membros do Comité não devem estar vinculados a qualquer mandato imperativo | τα μέλη της επιτροπής δεν δεσμεύονται από επιτακτικές εντολές |
gen. | os membros são designados a título pessoal | τα μέλη διορίζονται υπό την προσωπική τους ιδιότητα |
agric. | os montículos de composto são espalhados com a ajuda de uma lâmina niveladora | ο σωρός του υποστρώματος διαμοιράζεται με την βοήθεια ισοπεδωτικού ελάσματος |
law | os prazos para introdução de recursos só começam a correr a partir desta data | οι προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής τρέχουν από αυτό το χρονικό σημείο |
law | os princípios tradicionais que regulam a aplicação do direito | οι παραδοσιακές αρχές που διέπουν την εφαρμογή του δικαίου |
gen. | os produtos não destinados a fins especificamente militares | τα προ2bόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς |
gen. | os representantes não podem estar vinculados a instruções nem receber mandato imperativo | οι αντιπρόσωποι δεν δεσμεύονται από οδηγίες ούτε δέχονται επιτακτική εντολή |
law | os serviços compreendem designadamente: a) atividades de natureza industrial | δραστηριότητες των ελευθέρων επαγγελμάτων |
law | os serviços compreendem designadamente: a) atividades de natureza industrial | εμπορικές δραστηριότητες |
law | os serviços compreendem designadamente: a) atividades de natureza industrial | οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν ιδίως: βιομηχανικές δραστηριότητες |
law | os serviços compreendem designadamente: a) atividades de natureza industrial | βιοτεχνικές δραστηριότητες |
social.sc. | Pacto de Confiança Europeu para o Emprego, o Crescimento e a Competitividade | Ευρωπαϊκό Σύμφωνο εμπιστοσύνης για την απασχόληση, την οικονομική αύξηση και την ανταγωνιστικότητα |
chem. | Para evitar riscos para a saúde humana e para o ambiente, respeitar as instruções de utilização. | Για να αποφύγετε τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, ακολουθήστε τις οδηγίες χρήσης. |
gen. | para o efeito,a Comissão dirigirá recomendações aos Estados-membros em causa | για τον σκοπό αυτόν η Eπιτροπή απευθύνει συστάσεις προς τα ενδιαφερόμενα Kράτη μέλη |
law | parte contra a qual o pedido é apresentado | ο καθού |
gen. | Partido para a Liberdade e o Progresso | Κόμμα για την Ελευθερία και την Πρόοδο |
med. | perigo para a saúde física ou psíquica da mulher grávida | μεγάλος κίνδυνος για την υγεία της γυναίκας |
med. | perigo para a saúde física ou psíquica da mulher grávida | μεγάλη απειλή για τη σωματική ή ψυχική υγεία της μητέρας |
law | pessoa singular ou coletiva a quem as decisões digam direta e individualmente respeito | φυσικό ή νομικό πρόσωπο που θίγεται άμεσα και ατομικά |
nat.sc., agric. | pintainho em que o sexo se conhece devido a uma particularidade genética da plumagem ligada ao sexo | νεοσσός καθορισμένου φύλου |
life.sc., construct. | piquetagem medindo o ângulo e a respetiva corda | μέθοδος χορδής-γωνίας |
gen. | Plano de Acção para o Apoio da PESD à Paz e à Segurança em África | Σχέδιο δράσης υποστήριξης ΕΠΑΑ για την ειρήνη και την ασφάλεια στην Αφρική |
gen. | Plano de acção para o intercâmbio, entre as administrações dos Estados-membros, de funcionários nacionais envolvidos na aplicação da legislação comunitária necessária à realização do mercado único | Πρόγραμμα δράσης σχετικά με την ανταλλαγή εθνικών υπαλλήλων μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που απαιτείται για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς |
gen. | Plano de Ação para a Luta contra o Racismo, a Xenofobia, o Antissemitismo e a Intolerância | Σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού και της μισαλλοδοξίας |
law | Plano de ação para o intercâmbio, entre as administrações dos Estados-Membros, de funcionários nacionais envolvidos na aplicação da legislação comunitária necessária à realização do mercado único | Πρόγραμμα δράσης σχετικά με την ανταλλαγή εθνικών υπαλλήλων μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών,οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που απαιτείται για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς |
gen. | plano de ação para o intercâmbio, entre as administrações dos Estados-membros, de funcionários nacionais envolvidos na aplicação da legislação comunitária necessária à realização do mercado único | πρόγραμμα δράσης σχετικά με την ανταλλαγή εθνικών υπαλλήλων μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που απαιτείται για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς |
gen. | Plano para estimular a Cooperação e o Intercâmbio Científico e Técnico Europeu1985-1988 | Σχέδιο τόνωσης της ευρωπαϊκής συνεργασίας και των ευρωπαϊκών επιστημονικών και τεχνικών ανταλλαγών1985-1988 |
chem. | Pode afectar a fertilidade ou o nascituro. | Μπορεί να βλάψει τη γονιμότητα ή το έμβρυο. |
gen. | pode decompor-se com explosão devido a choque, fricção ou concussão | ενδέχεται να αποσυντεθεί με έκρηξη σε περίπτωση κτυπήματος,τριβής ή πρόσκρουσης |
law | possibilidade de confiar um exame pericial a qualquer pessoa, corporação, comissão ou órgão | δυνατότητα αναθέσεως πραγματογνωμοσύνης σε οποιοδήποτε πρόσωπο,σώμα,γραφείο,επιτροπή ή όργανο |
law | possibilidade de confiar uma peritagem a qualquer pessoa, corporação, serviço, comissão ou órgão | δυνατότητα αναθέσεως πραγματογνωμοσύνης σε οποιοδήποτε πρόσωπο,σώμα,γραφείο,επιτροπή ή όργανο |
gen. | precaução para conter o efluente formado a partir da extinção do fogo | μέσα ελέγχου των υγρών αποβλήτων της κατάσβεσης |
gen. | pretendendo confirmar a solidariedade que liga a Europa e os países ultramarinos | προτιθέμενοι να εδραιώσουν την αλληλεγγύη που συνδέει την Eυρώπη με τις υπερπόντιες χώρες |
law | princípio "extraditar ou executar a decisão condenatória" | αρχή: "έκδοση ή εκτέλεση της ποινής" |
law | princípio "transferir ou executar a decisão condenatória" | αρχή "μεταγωγή ή εκτέλεση της ποινής" |
law, h.rghts.act., social.sc. | Princípios relativos a uma Eficaz Prevenção e Investigação de Execuções Extralegais, Arbitrárias ou Sumárias | Αρχές για την αποτελεσματική πρόληψη και διερεύνηση των παράνομων, αυθαίρετων και συνοπτικών εκτελέσεων |
law, h.rghts.act., UN | Princípios relativos à Investigação e Documentação Eficazes da Tortura e de Outros Tratamentos ou Penas Cruéis, Desumanos ou Degradantes | Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης |
law, h.rghts.act., UN | Princípios relativos à Investigação e Documentação Eficazes da Tortura e de Outros Tratamentos ou Penas Cruéis, Desumanos ou Degradantes | Αρχές για την αποτελεσματική διερεύνηση και τεκμηρίωση των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας |
law | processos com o mesmo objeto, que suscitem o mesmo problema de interpretação ou ponham em causa a validade do mesmo ato | υποθέσεις έχουσες το ίδιο αντικείμενο, εγείρουσες το ίδιο ζήτημα ερμηνείας ή στο πλαίσιο των οποίων αμφισβητείται το κύρος της ιδίας πράξεως |
med. | programa "A Europa contra o Cancro" | πρόγραμμα "Η Ευρώπη κατά του καρκίνου" |
tax. | programa comunitário destinado a melhorar o funcionamento dos sistemas de tributação no mercado interno | κοινοτικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της λειτουργίας των συστημάτων φορολογίας στην εσωτερική αγορά |
gen. | Programa Comunitário Experimental Destinado a apoiar e facilitar o Acesso às Grandes Instalações Científicas de Interesse Europeu | Κοινοτικό διερευνητικό πρόγραμμα με σκοπό την υποστήριξη των μεγάλων επιστημονικών εγκαταστάσεων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σ'αυτές |
construct., mun.plan. | Programa comunitário para ajudar a encontrar soluções para os problemas económicos e sociais provocados pela crise em certas áreas atingidas pela depressão | κοινοτική πρωτοβουλία για τις αστικές περιοχές |
social.sc., lab.law. | Programa Comunitário para o Emprego e a Solidariedade Social | κοινοτικό πρόγραμμα για την απασχόληση και την κοινωνική αλληλεγγύη |
obs., social.sc., ed. | Programa da União para a Educação, a Formação, a Juventude e o Desporto | Erasmus για όλους |
tax. | Programa de Acção Comunitário destinado a Melhorar os Sistemas de Fiscalidade Indirecta do Mercado Interno | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση των συστημάτων έμμεσης φορολογίας της εσωτερικής αγοράς |
social.sc. | Programa de acção comunitário relativo a medidas preventivas de combate à violência exercida contra as crianças, os adolescentes e as mulheres | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης Πρόγραμμα Δάφνη, 2000-2003 περί προληπτικών μέτρων κατά της βίας εις βάρος παιδιών, εφήβων και γυναικών |
relig., ed., commun. | Programa de Acção destinado a Promover o Desenvolvimento da Indústria Audiovisual Europeia | Πρόγραμμα δράσης για την ενθάρρυνση της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οπτικοακουστικής βιομηχανίας 1991-1995 |
energ.ind. | Programa de apoio à cooperação para o desenvolvimento das PME dos países terceiros mediterrânicos, em associação com as PME e os organismos profissionais da Europa | Πρόγραμμα στήριξης της συνεργασίας για την ανάπτυξη των ΜΜΕ των Τρίτων Μεσο- γειακών Χωρών σε συνεργασία με τις ΜΜΕ και τις επαγγελματικές οργανώσεις της Ευρώπης |
tax. | programa de ação comunitária destinado a melhorar o funcionamento dos sistemas de fiscalidade indireta do mercado interno | πρόγραμμα Fiscalis |
tax. | programa de ação comunitária destinado a melhorar o funcionamento dos sistemas de fiscalidade indireta do mercado interno | πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση των συστημάτων έμμεσης φορολογίας της εσωτερικής αγοράς |
tax. | programa de ação comunitária destinado a melhorar o funcionamento dos sistemas de fiscalidade indireta do mercado interno | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης με σκοπό τη βελτίωση των συστημάτων έμμεσης φορολογίας της εσωτερικής αγοράς |
tax. | Programa de ação comunitário destinado a melhorar o funcionamento dos sistemas de fiscalidade indireta do mercado interno | πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση των συστημάτων έμμεσης φορολογίας της εσωτερικής αγοράς |
tax. | Programa de ação comunitário destinado a melhorar o funcionamento dos sistemas de fiscalidade indireta do mercado interno | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση των συστημάτων έμμεσης φορολογίας της εσωτερικής αγοράς |
tax. | Programa de ação comunitário destinado a melhorar o funcionamento dos sistemas de fiscalidade indireta do mercado interno | πρόγραμμα Fiscalis |
tax. | Programa de ação comunitário destinado a melhorar o funcionamento dos sistemas de fiscalidade indireta do mercado interno | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης με σκοπό τη βελτίωση των συστημάτων έμμεσης φορολογίας της εσωτερικής αγοράς |
gen. | Programa de incentivo e de intercâmbio destinado aos responsáveis pela acçâo contra o tráfico de seres humanos e a exploração sexual de crianças | Πρόγραμμα ενθάρρυνσης και ανταλλαγών μεταξύ των υπευθύνων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών' Πρόγραμμα STOP |
law, social.sc. | programa de incentivo e de intercâmbio destinado aos responsáveis pela ação contra o tráfico de seres humanos e a exploração sexual das crianças | πρόγραμμα ενθάρρυνσης και ανταλλαγών μεταξύ των υπευθύνων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών |
social.sc. | Programa de incentivo e de intercâmbio destinado aos responsáveis pela ação contra o tráfico de seres humanos e a exploração sexual de crianças | Πρόγραμμα ενθάρρυνσης και ανταλλαγών μεταξύ των υπευθύνων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών |
law, social.sc. | programa de promoção de iniciativas coordenadas de luta contra o tráfico de seres humanos e a exploração sexual de crianças, os desaparecimentos de menores e a utilização de meios de telecomunicações para fins de tráfico de seres humanos e exploração sexual de crianças | πρόγραμμα ανάπτυξης συντονισμένων πρωτοβουλιών σχετικά με την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, τις εξαφανίσεις ανηλίκων και τη χρησιμοποίηση των μέσων τηλεπικοινωνίας για σκοπούς εμπορίας ανθρώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών |
mater.sc. | Programa específico de investigação, desenvolvimento tecnológico e demonstração "Aumentar o potencial humano de investigação e a base de conhecimentos socioeconómicos" | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης στον τομέα "Βελτίωση του ερευνητικού ανθρώπινου δυναμικού και της κοινωνικοοικονομικής βάσης γνώσεων" |
gen. | Programa Euromed para a prevenção, preparação e resposta a catástrofes naturais ou provocadas pelo homem | Πρόγραμμα Euromed για την πρόληψη, την προετοιμασία και την αντίδραση στις καταστροφές |
agric. | programa que incentiva os produtores a cessar as suas atividades | πρόγραμμα συνταξιοδότησης των παραγωγών |
nat.sc., agric. | Projetos-Piloto Destinados a lutar contra a Raiva tendo em vista a sua Erradicação ou Prevenção | Πρότυπα σχέδια καταπολέμησης της λύσσας με σκοπό την εξάλειψη ή την πρόληψή της |
law | promover a utilização do ECU e supervisar a sua evolução, incluindo o bom funcionamento do correspondente sistema de compensação | διευκολύνω τη χρήση του ECU και εποπτεύω την ανάπτυξή του,συμπεριλαμβανομένης της ομαλής λειτουργίας του συστήματος συμψηφισμού σε ECU |
earth.sc., mech.eng. | proteção contra o funcionamento a caudais baixos | προστασία από υπερθέρμανση |
earth.sc., mech.eng. | proteção contra o funcionamento a caudais baixos | προστασία από μικρά φορτία |
social.sc. | Protocolo Adicional ao Acordo Provisório Europeu sobre os Regimes de Segurança Social relativos à Velhice, Invalidez e Sobrevivência | Πρωτόκολλο "προσηρτημένον εις την Προσωρινήν Ευρωπαϊκήν Συμφωνίαν την αφορώσαν τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας" |
energ.ind., nucl.phys. | Protocolo Adicional do Acordo entre os Estados Não Detentores de Armas Nucleares da Comunidade Europeia da Energia Atómica, a Comunidade Europeia da Energia Atómica e a Agência Internacional da Energia Atómica para Aplicação dos nºs 1 e 4 do Artigo III do Tratado sobre a Não-Proliferação das Armas Nucleares | Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας μεταξύ Δημοκρατίας της Αυστρίας, Βασιλείου του Βελγίου, Βασιλείου της Δανίας, Δημοκρατίας της Φινλανδίας, Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Ελληνικής Δημοκρατίας, Ιρλανδίας, Ιταλικής Δημοκρατίας, Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, Βασιλείου των Κάτω Χωρών, Πορτογαλικής Δημοκρατίας, Βασιλείου της Ισπανίας, Βασιλείου της Σουηδίας, της ΕΚΑΕ και του ΔΟΑΕ κατ' εφαρμογή του άρθ. III παρ. 1 και 4 της Συνθήκης για τη μη εξάπλωση των πυρηνικών όπλων |
gen. | Protocolo Adicional à Carta Europeia de Autonomia Local sobre o Direito de Participar nos Assuntos das Autarquias Locais | Πρόσθετο πρωτόκολλο στον ευρωπαϊκό χάρτη τοπικής αυτονομίας σχετικά με το δικαίωμα συμμετοχής στις υποθέσεις των τοπικών συνεταιρισμών |
law | Protocolo Adicional à Convenção da Haia sobre o Reconhecimento e Execução de Sentenças Estrangeiras em Matéria Civil e Comercial | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στη Σύμβαση της Χάγης για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
gen. | Protocolo Adicional à Convenção Europeia no domínio da Informação sobre o Direito Estrangeiro | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την πληροφόρηση για το αλλοδαπό Δίκαιο |
gen. | Protocolo Adicional à Convenção-Quadro Europeia para a Cooperação Transfronteira entre as Comunidades ou Autoridades Territoriais | Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση-πλαίσιο για τη διασυνοριακή συνεργασία των τοπικών αυτοδιοικήσεων και αρχών |
law, relig., ed. | Protocolo ao Acordo para a Importação de Objetos de Caráter Educativo, Científico ou Cultural | Πρωτόκολλο του Ναϊρόμπι στη συμφωνία για την εισαγωγή αντικειμένων εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα' Πρωτόκολλο του Ναϊρόμπι |
gen. | Protocolo Complementar do Acordo Europeu entre a Comunidade Europeia e a República da Bulgária sobre o Comércio de Produtos Têxteis | Πρόσθετο πρωτόκολλο της ευρωπαϊκής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας για το εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
gen. | Protocolo de Adesão do Governo da República da Áustria ao Acordo entre os Governos dos Estados da União Económica Benelux, da República Federal da Alemanha e da República Francesa relativo à Supressão Gradual dos Controlos nas Fronteiras Comuns | Πρωτόκολλο προσχωρήσεως της Κυβερνήσεως της Αυστριακής Δημοκρατίας στη Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Benelux, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά ...βλ. για τη συνέχεια στις σημειώσεις |
gen. | Protocolo de Adesão do Governo da República Portuguesa ao Acordo entre os Governos dos Estados da União Económica Benelux, da República Federal da Alemanha e da República Francesa relativo à Supressão Gradual dos Controlos nas Fronteiras Comuns | Πρωτόκολλο προσχωρήσεως της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Πορτογαλίας στη Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 14η Ιουνίου 1985, ... βλ. NOTES |
gen. | Protocolo emendando a Convenção Única sobre os Estupefacientes | Πρωτόκολλο τροποποίησης της Ενιαίας Σύμβασης του 1961 για τα ναρκωτικά |
gen. | Protocolo n.º 3 à Convenção-Quadro Europeia para a Cooperação Transfronteira entre as Comunidades ou Autoridades Territoriais relativo aos Agrupamentos Eurorregionais de Cooperação AEC | Πρωτόκολλο αριθ. 3 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση πλαίσιο για τη διασυνοριακή συνεργασία των τοπικών ενώσεων και αρχών σχετικά με τους ομίλους διαπεριφερειακής συνεργασίας |
law | Protocolo nº 2 à Convenção-Quadro Europeia para a Cooperação Transfronteira entre as Comunidades ou Autoridades Territoriais relativo à Cooperação Interterritorial | Πρωτόκολλο αριθ. 2 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση-πλαίσιο για τη διασυνοριακή συνεργασία των τοπικών αυτοδιοικήσεων και αρχών σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ περιοχών |
gen. | Protocolo Opcional à Convenção sobre os Direitos das Pessoas com Deficiência | Προαιρετικό πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με εναπηρίες |
gen. | Protocolo para Limitar e Regulamentar a Cultura da Dormideira, assim como a Produção, o Comércio Internacional, o Comércio Grossista e a Utilização do Ópio | Πρωτόκολλο "περί περιορισμού και ρυθμίσεως της καλλιεργείας της μήκωνος ως και της παραγωγής, του διεθνούς εμπορίου, του χονδρικού εμπορίου και της χρήσεως του οπίου" |
gen. | Protocolo que adapta os Aspectos Institucionais do Acordo Europeu que cria uma Associação entre as Comunidades Europeias e os seus Estados-Membros, por um lado, e a Roménia, por outro, a fim de ter em conta a Adesão da República da Áustria, da República da Finlândia e do Reino da Suécia à União Europeia | Πρωτόκολλο για την προσαρμογή των θεσμικών πτυχών της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφ' ενός και της Ρουμανίας αφ' ετέρου προκειμένου να ληφθεί υπόψιν η προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση |
law, construct. | Protocolo que altera o Tratado que institui a Comunidade Europeia da Energia Atómica | Πρωτόκολλο για την τροποποίηση της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας |
law, construct. | Protocolo que altera os Protocolos anexados ao Tratado da União Europeia, ao Tratado que institui a Comunidade Europeia e/ou ao Tratado que institui a Comunidade Europeia da Energia Atómica | Πρωτόκολλο για την τροποποίηση των πρωτοκόλλων, τα οποία προσαρτώνται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και/ή στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας |
obs., polit. | Protocolo relativo ao Artigo 141.º do Tratado que institui a Comunidade Europeia | Πρωτόκολλο σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας |
obs., polit. | Protocolo relativo à Aplicação de Certos Aspectos do Artigo 14.º do Tratado que institui a Comunidade Europeia ao Reino Unido e à Irlanda | Πρωτόκολλο για την εφαρμογή ορισμένων πτυχών του άρθρου 14 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία |
obs., polit. | Protocolo relativo à Aplicação de Certos Aspectos do Artigo 26.º do Tratado sobre o Funcionamento da União Europeia ao Reino Unido e à Irlanda | Πρωτόκολλο για την εφαρμογή ορισμένων πτυχών του άρθρου 14 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητος στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία |
law, construct. | Protocolo relativo à Cooperação Estruturada Permanente estabelecida no Artigo 42.º do Tratado da União Europeia | Πρωτόκολλο σχετικά με τη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία που θεσπίζεται με το άρθρο 42 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση |
law | Protocolo relativo à interpretação pelo Tribunal de Justiça da Convenção de 29 de fevereiro de 1968 sobre o Reconhecimento Recíproco das Sociedades e Pessoas Coletivas | Πρωτόκολλο περί ερμηνείας από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως εταιριών και νομικών προσώπων |
gen. | Protocolo relativo à Proibição do Emprego na Guerra de Gases Asfixiantes, Tóxicos ou Similares e de Meios Bacteriológicos | Πρωτόκολλο για την απαγόρευση της χρήσεως κατά τον πόλεμο ασφυξιογόνων, τοξικών ή παρομοίων αερίων και βακτηριολογικών μέσων |
gen. | Protocolo sobre a Proibição ou Limitação do Uso de Armas Incendiárias | Πρωτόκολλο σχετικό με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των εμπρηστικών όπλων |
gen. | Protocolo sobre a Proibição ou Limitação do Uso de Minas, Armadilhas e outros Dispositivos | Πρωτόκολλο σχετικά με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των ναρκών, των παγίδων και άλλων μηχανισμών |
min.prod. | Protocolo sobre os Espaços de Alojamento a bordo dos Navios de Passageiros de Tráfego Especial | Πρωτόκολλο "διά τας απαιτήσεις των χώρων ενδιαιτήσεως των επιβατηγών πλοίων ειδικών μεταφορών, 1973" |
law | provisão que garanta o pagamento das despesas relativas à peritagem | προκαταβολή για την κάλυψη των εξόδων της πραγματογνωμοσύνης |
law | prática do Governo do Reino Unido de recorrer à colocação de dívida no setor privado para financiar os empréstimos que contrai | πρακτική της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου να χρηματοδοτεί τις δανειακές της ανάγκες με την πώληση κρατικών ομολόγων στον ιδιωτικό τομέα |
nat.sc., agric. | pôr a descoberto os tecidos subcutâneos | αφήνω εκτεθειμένες τις υποδόρειες πτυχές του δέρματος |
gen. | quando o Conselho de Disciplina tiver observado a realização de averiguações | το πειθαρχικό συμβούλιο διέταξε τη διενέργεια ανάκρισης |
law | quantia fixa ou progressiva correspondente a uma sanção pecuniária | κατ'αποκοπήν ποσό ή χρηματική ποινή |
med. | reagente destinado à determinação dos grupos ou dos fatores sanguíneos | αντιδραστήριο που προορίζεται για τον καθορισμό των ομάδων ή των παραγόντων του αίματος |
law, econ. | recurso com a finalidade de anular o orçamento | προσφυγή με σκοπό την ακύρωση του προϋπολογισμού |
law | recurso de anulação com fundamento em violação do Tratado ou de qualquer norma jurídica relativa à sua aplicação | προσφυγή ακυρώσεως λόγω παραβάσεως της συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή της |
law | recurso para a qual o Tribunal de Primeira Instância é competente | προσφυγή που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου |
law | recursos com fundamento em incompetência, violação de formalidades essenciais, violação do presente Tratado ou de qualquer norma jurídica relativa à sua aplicação, ou em desvio de poder | προσφυγές που ασκούνται λόγω αναρμοδιότητος,παραβάσεως ουσιώδους τύπου,παραβάσεως της παρούσας συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με τη εφαρμογή της,ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας |
law | recusar depor, prestar juramento ou fazer a declaração solene que o substitua | αρνούμαι να καταθέσω,να ορκιστώ ή να προβώ στην επίσημη διαβεβαίωση που επέχει θέση όρκου |
social.sc. | Rede de intercâmbio de informações sobre o direito comunitário e as regras nacionais relativas à política dos consumidores | Δίκτυο ανταλλαγής πληροφοριών για το κοινοτικό δίκαιο και τους εθνικούς κανόνες σχετικά με την πολιτική των καταναλωτών |
social.sc. | Rede de Peritos da Comissão para o reequilíbrio entre o trabalho e a vida familiar | δίκτυο εμπειρογνωμόνων σχετικά με το συνταίριασμα της επαγγελματικής και της οικογενειακής ζωής |
law, h.rghts.act., social.sc. | Rede Europeia de Informação sobre o Racismo e a Xenofobia | Ευρωπαϊκό δίκτυο πληροφόρησης για τον ρατσισμό και την ξενοφοβία |
law | reduzir a disparidade entre os níveis de desenvolvimento das diversas regiões e o atraso das regiões menos favorecidas | μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών και μείωση της καθυστέρησης των πλέον μειονεκτικών περιοχών |
gen. | redução ou supressão do direito à pensão de aposentação | περιορισμός ή κατάργηση του δικαιώματος συντάξεως λόγω αρχαιότητας |
gen. | registar o resultado da votação seguindo-se a ordem alfabética dos nomes dos deputados | καταγράφω το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας με την αλφαβητική σειρά των ονομάτων των βουλευτών |
law, priv.int.law. | Regulamento do Conselho que altera o Regulamento CE n.º 2201/2003 no que diz respeito à competência e introduz regras relativas à lei aplicável em matéria de divórcio e separação | νομική πράξη με αντικείμενο το εφαρμοστέο δίκαιο στο διαζύγιο |
agric., tech. | relação do diâmetro da copa com o diâmetro à altura de um peito de homem | Σχέση διαμέτρου κόμης/κορμού |
law | requerimento destinado a encetar o processo nacional | αίτηση για την έναρξη της εθνικής διαδικασίας |
gen. | resolução de acordo com o procedimento de voto a curto prazo | ψήφισμα στα πλαίσια της διαδικασίας σύντομης προθεσμίας ψήφισης |
gen. | Resolução legislativa que contém o parecer do Parlamento Europeu sobre a proposta da um a | ψήφισμα νομοθετικού περιεχομένου που περιέχει τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση για την έκδοση..... |
agric. | retirar o pecíolo à fruta | κορφολόγημα |
chem. | Risco de explosão ou de incêndio sob a acção do calor. | Η θέρμανση μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά ή έκρηξη. |
agric. | sabor ou cheiro a choco | γεύση σήψης |
law | salvar o navio ou a carga | διασώζω το πλοίο ή το φορτίο |
chem. | SE ENTRAR EM CONTACTO COM OS OLHOS: enxaguar cuidadosamente com água durante vários minutos. Se usar lentes de contacto, retire-as, se tal lhe for possível. Continuar a enxaguar. | ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ: Ξεπλύνετε προσεκτικά με νερό για αρκετά λεπτά. Εάν υπάρχουν φακοί επαφής, αφαιρέστε τους, εφόσον είναι εύκολο. Συνεχίστε να ξεπλένετε. |
chem. | Se for necessário consultar um médico, mostre-lhe a embalagem ou o rótulo. | Εάν ζητήσετε ιατρική συμβουλή, να έχετε μαζί σας τον περιέκτη του προϊόντος ή την ετικέτα. |
gen. | Secretário de Estado para a Cooperação Internacional e para os Países Hispano-Americanos | Αναπληρωτής Υπουργός Υπεύθυνος για τη Διεθνή Συνεργασία και τις Σχέσεις με την Λατινική Αμερική |
law | secção a que o processo tenha sido apresentado | τμήμα ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση |
law | secção à qual o processo principal foi atribuído | τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί η κύρια υπόθεση |
law | secção à qual o processo tenha sido atribuído ou remetido | τμήμα στο οποίο έχει ανατεθεί ή υπαχθεί η υπόθεση |
law | semelhança entre a marca e o sinal | ομοιότητα μεταξύ του σήματος και του σημείου |
law | submeter o pedido a decisão da secção à qual o processo principal foi atribuído | φέρω την αίτηση ενώπιον του τμήματος στο οποίο έχει ανατεθεί η κύρια υπόθεση |
construct., law, fin. | Suprimir os obstáculos jurídicos à utilização do ecu - Livro Branco da Comissão dirigido ao Conselho | Λευκό βιβλίο σχετικά με τα νομικά εμπόδια κατά τη χρησιμοποίηση του Ecu |
chem. | Suspeito de afectar a fertilidade ou o nascituro. | Ύποπτο για πρόκληση βλάβης στη γονιμότητα ή στο έμβρυο. |
agric., industr. | tabaco sob a forma de folhas inteiras ou partidas não destaladas | καπνός σε φύλλα ολόκληρα ή κομμένα μη απομισχωμένος |
life.sc., transp. | tempo que permite o voo à vista | καιρός που επιτρέπει πτήση |
gen. | tendo em vista a execução do artigo 74º | για την εφαρμογή του άρθρου 774 |
law | ter ignorado, de forma manifesta, as disposições do Tratado ou qualquer norma jurídica relativa à sua aplicação | αγνόησε κατά έκδηλο τρόπο τις διατάξεις της Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της |
tech. | um instrumento de medição não automático para a medição de quantidades relacionadas com a massa ou de valores derivados da massa | μη αυτόματο όργανο μέτρησης χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση ποσοτήτων συναφών με τη μάζα,ή τιμών που προκύπτουν από τη μάζα |
gen. | uma ASSEMBLEIA COMUM,a seguir denominada "o Parlamento Europeu" | η Kοινή Συνέλευση,η οποία καλείται στο εξής "η Συνέλευση" |
agric. | uma regulamentação destinada a facilitar o escoamento de produtos agrícolas | ρύθμιση η οποία αποσκοπεί να διευκολύνει τη διάθεση των γεωργικών προ2bόντων |
agric., tech. | unidade de medida empírica para estimar diversas quantidades de lenha ou produtos florestais secundários transportáveis a dorso de homem | φόρτωμα |
law | utilização injustificada da marca para a qual foi pedido o registo | χρησιμοποίηση χωρίς εύλογη αιτία του αιτούμενου σήματος |
life.sc. | vento a descer o vale | αύραι ορέων |
life.sc. | vento a subir o vale | αύραι κοιλάδων |
chem. | verniz ou tinta a dois componentes | βερνίκι δύο συστατικών |
chem. | verniz ou tinta a dois componentes | χρώμα δύο συστατικών |
agric. | água mineral natural que contém ou à qual se adicionou anidrido carbónico | φυσικό μεταλλικό νερό,ενισχυμένο ή εμπλουτισμένο με ανθρακικό οξύ |