DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Statistics containing workers | all forms | exact matches only
EnglishGreek
agricultural workersαπασχολούμενοι στη γεωργία
border workersμεθοριακοί εργαζόμενοι
field workerαπογραφέας
field workerεπιτόπιος ερευνητής
field workerερευνητής που παίρνει συνέντευξη
gainful workerεργαζόμενοι επ'αμοιβή
gainful workerαπ'αμοιβή απασχολούμενος
gainful workerαμειβόμενοι εργαζόμενοι
gainful workerβιοποριστικά εργαζόμενος
healthy worker effectφαινόμενο υγιών εργαζομένων
industrial workerβιομηχανικός εργάτης
inexperienced workersανειδίκευτο προσωπικό
non-family workersεργάτες που δεν ανήκουν στην οικογένεια του αρχηγού της εκμετάλλευσης
non-family workersεργάτες μη μέλη της οικογένειας
number of short time workersαριθμός εργαζομένων με μειωμένο ωράριο
underground workerεργάτης βάθους
underground workerεργάτης εργαζόμενος υπό τη γη
unpaid family workerάμισθος βοηθός οικογενειακής επιχείρησης
unpaid family workerάμισθος οικόσιτος εργαζόμενος
unpaid family workerοικογενειακός βοηθός
worker in industryβιομηχανικός εργάτης
workers' remittancesεμβάσματα εργατών