Subject | English | Greek |
el. | AC voltage | εναλλασσόμενη τάση |
earth.sc. | acceleration voltage | τάση επιτάχυνσης |
earth.sc., el. | acceptance voltage | τάση αποδοχής |
el. | accidental voltage transfer | συμπτωματική μεταβίβαση τάσης |
earth.sc., el. | active voltage | ενεργή τάση |
energ.ind., industr. | adjustable shunt voltage regulator | ρυθμιστής τάσης με ρυθμιζόμενο διακλαδωτήρα |
stat., el. | alternating voltage | εναλλασσόμενη τάση |
gen. | Analog value/voltage | Αναλογική τιμή/τάση |
energ.ind., industr. | anode breakdown voltage | τάση διάσπασης |
el. | anode voltage | ανοδική τάση |
el. | anode-to-cathode voltage-current characteristic | χαρακτηριστική ρεύματος-τάσης μεταξύ ανόδου και καθόδου |
el. | anode-to-cathode voltage-current characteristic | χαρακτηριστική ανόδου |
earth.sc. | to apply voltage | το θέτειν υπό τάση |
earth.sc. | to apply voltage | το ενεργοποιείν |
tech., el. | asymmetrical terminal voltage | ασύμμετρη τερματική τάση |
earth.sc., el. | audio-frequency voltage | τάση ακουστής συχνότητας |
el. | automatic voltage regulator | αυτόματος ρυθμιστής τάσης |
earth.sc., el. | auxiliary voltage assembly | δίκτυο βοηθητικών τάσεων |
earth.sc., el. | auxiliary voltage assy | δίκτυο βοηθητικών τάσεων |
earth.sc., el. | auxiliary voltage monitoring | επιτήρηση του ρυθμιστικού κυκλώματος |
el. | avalanche breakdown voltage | τάση χιονοστιβάδας |
el. | avalanche breakdown voltage | Τάση διάσπασης χιονοστιβάδας |
el. | avalanche voltage | τάση χιονοστιβάδας |
el. | avalanche voltage | Τάση διάσπασης χιονοστιβάδας |
el. | average of instantaneous voltages during arcing | μέση τάση του τόξου |
el. | base supply voltage | Τάση τροφοδότησης βάσης |
el. | base voltage | τάση βάσης |
el. | base voltage | Δυναμικό βάσης |
el. | base-emitter saturation voltage | Τάση κορεσμού βάσης-εκπομπού |
el. | base-emitter saturation voltage | τάση κόρου βάσης-εκπομπού |
el. | base-emitter voltage drop | Πτώση τάσης βάσης-εκπομπού |
IT, el. | battery input voltage | τάση εισόδου στήλης |
earth.sc., el. | bias voltage | τάση πόλωσης |
earth.sc., el. | bias voltage | πόλωση |
earth.sc., el. | blinking voltage | διαλείπουσα τάση |
energ.ind., industr. | breakdown-voltage | τάση διάσπασης |
el. | breakdown voltage | δυναμικό πτώσης |
earth.sc., el. | capacitance versus voltage | χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης |
earth.sc., el. | capacitance voltage | χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης |
earth.sc., el. | capacitance vs.voltage | χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης |
earth.sc., el. | capacitance vs.voltage dot | θρόμβος χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης |
earth.sc., el. | capacitance vs.voltage dot | θρόμβος C-V |
earth.sc., el. | capacitor voltage divider | χωρητικός κατανεμητής τάσεως |
el. | collector supply voltage | τάση τροφοδοσίας συλλέκτη |
el. | collector-base breakdown voltage | τάση διάσπασης συλλέκτη-βάσης |
el. | collector-base reverse voltage | τάση συλλέκτη-βάσης |
el. | collector-base voltage | τάση συλλέκτη-βάσης |
el. | collector-emitter reverse voltage/base open | τάση συλλέκτη-εκπομπού με ανοικτοκυκλωμένη βάση |
el. | collector-emitter voltage/base open | τάση συλλέκτη-εκπομπού με ανοικτοκυκλωμένη βάση |
tech., el. | common mode voltage | τάση κοινής λειτουργίας |
el. | compliance voltage | τάση συμμόρφωσης |
gen. | Constand-voltage unit | Μονάδα σταθερής τάσης,πηγή σταθερής τάσης |
met. | constant voltage arc welding generator | γεννήτρια συγκόλλησης τόξου σταθερής τάσης |
tech. | constant voltage/constant current crossover | μετάβαση σταθερής βάσης-σταθερού ρεύματος |
el. | constant voltage/constant current power supply | τροφοδοτικό ισχύος σταθερής τάσης/σταθερού ρεύματος |
el. | constant voltage power supply | τροφοδοτικό ισχύος σταθερής τάσης |
gen. | constant-voltage source | Μονάδα σταθερής τάσης,πηγή σταθερής τάσης |
earth.sc., el. | control voltage generation | γεννήτρια τάσης ελέγχου |
earth.sc., el. | controlled voltage source | εξαρτημένη πηγή τάσης |
met., el. | conventional load voltage | τυπική τάση υπό φορτίο |
earth.sc., el. | corona extinction voltage | τάση σβέσης στέμματος |
el. | corona inception voltage | τάση αφής στέμματος |
earth.sc., el. | coupling between different phases of 2 circuits of a high-voltage link | σύζευξη μεταξύ διαφόρων φάσεων δύο κυκλωμάτων ενός συνδέσμου υψηλής τάσεως |
earth.sc., el. | coupling between different phases of two circuits of a high-voltage link | σύζευξη μεταξύ διαφόρων φάσεων δύο κυκλωμάτων ενός συνδέσμου υψηλής τάσεως |
el. | critical rate of rise of off-state voltage | κρίσιμος ρυθμός ανόδου της τάσης αποκοπής |
earth.sc. | current voltage characteristic | χαρακτηριστική καμπύλη "ρεύμα-τάση" |
earth.sc., el. | current voltage characteristic | χαρακτηριστικó ένταση-τάση |
earth.sc., el. | current voltage characteristic | χαρακτηριστικó I-V |
energ.ind., el. | current-to-voltage converter | μετατροπέας ρεύματος/τάσης |
el. | cut-in voltage | τάση αγωγής |
el. | cut-in voltage | τάση κατωφλίου |
el. | cut-in voltage | τάση ενεργοποίησης προς λειτουργία |
el. | cut-off voltage | δυναμικό διακοπής |
el. | cut-off voltage | τελικό δυναμικό |
earth.sc., el. | cut-off voltage | τάση αποκοπής |
earth.sc., el. | cut-out voltage | τάση αυτόματης αποκοπής |
earth.sc., el. | cut-out voltage | τάση αποκλεισμού |
el. | cyclic voltage variation | κυκλική μεταβολή τάσης |
tech., el. | DC forward-voltage-drop test | δοκιμή πτώσης ορθής τάσης συνεχούς ρεύματος |
tech., el. | d.c.forward-voltage-drop test | δοκιμή πτώσης ορθής τάσης συνεχούς ρεύματος |
el. | declared supply voltage | δηλωμένη τάση τροφοδοσίας |
chem. | decomposition voltage | δυναμικό αποσύνθεσης |
el. | dedicated low-voltage wiring | καλωδίωση χαμηλής τάσης αναφερόμενη αποκλειστικά |
stat., el. | design voltage of a circuit of an electric line | ονομαστική τάση κυκλώματος ηλεκτρικής γραμμής μεταφοράς |
el. | deviation voltage | τάση μέτρησης απόστασης |
el. | deviation voltage | τάση μέτρηση απόκλισης |
el. | dielectric breakdown voltage | δυναμικό πτώσης |
earth.sc., el. | dielectric withstand voltage | τάση διηλεκτρικής αντοχής |
el. | differential-input voltage drift | ολίσθηση τάσης διαφορικής εισόδου |
el. | differential-input voltage drift | ολίσθηση τάσης απόκλισης εισόδου |
el. | diffusion photo-voltage | φωτοτάση διάχυσης |
el. | diffusion photo-voltage | φωτοβολταϊκό δυναμικό λόγω διάχυσης |
el. | diffusion voltage | δυναμικό διάχυσης |
el. | diode breakdown voltage | τάση διάσπασης διόδου |
tech., el. | direct current forward-voltage-drop test | δοκιμή πτώσης ορθής τάσης συνεχούς ρεύματος |
el. | displacement voltage of the neutral point | τάση μετατόπισης ουδετέρου σημείου |
el. | disruption voltage | δυναμικό πτώσης |
el. | 50% disruptive discharge voltage | τάση διάσπασης 50% |
earth.sc., el. | disruptive voltage | τάση διάτρησης μονωτικού |
el. | disruptive voltage | δυναμικό πτώσης |
earth.sc. | disturbance voltage | τάση παρεμβολής |
earth.sc. | disturbance voltage | τάση διαταραχής |
earth.sc., el. | double-pole voltage relay | ηλεκτρονόμος τάσης για διπολικό διακόπτη |
el. | drain breakdown voltage | τάση διάσπασης υποδοχής |
el. | drain d-c voltage | τάση φρεατίου |
el. | drain d-c voltage | τάση υποδοχής |
el. | drain supply voltage | τάση υποδοχής |
el. | drain voltage | τάση υποδοχής |
el. | drain-gate voltage | τάση υποδοχής-πύλης |
el. | drain-source breakdown voltage | τάση διάσπασης υποδοχής-πηγής |
el. | drain-source voltage | τάση υποδοχής-πηγής |
IT, earth.sc. | drain-to-source breakdown-voltage | τάση διάσπασης υποδοχής-πηγής |
IT | drive voltage | τάση λειτουργίας |
IT | drive voltage | ρεύμα οδήγησης |
energ.ind., industr. | drive voltage | τάση χειρισμού |
earth.sc., el. | earthed capacitance vs.voltage measurement | μέτρηση γειωμένης χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης |
earth.sc., el. | effective voltage | ενεργή τάση |
el. | emitter supply voltage | τάση τροφοδοσίας εκπομπού |
el. | emitter-base reverse voltage | τάση εκπομπού-βάσης |
el. | emitter-base reverse voltage | ανάστροφη τάση εκπομπού-βάσης |
el. | emitter-base voltage | τάση εκπομπού-βάσης |
el. | emitter-base voltage | ανάστροφη τάση εκπομπού-βάσης |
el. | end-point voltage | τελικό δυναμικό |
el. | end-point voltage | δυναμικό διακοπής |
health. | equivalent constant voltage | ισοδύναμη σταθερή τάση |
gen. | Equivalent drift voltage | Ισοδύναμη διολίσθηση τάσης |
el. | equivalent voltage fluctuation | ισοδύναμη διακύμανση τάσης |
gen. | excessive voltage | υπέρταση |
el. | extra-low-voltage lighting | φωτισμός πολύ χαμηλής τάσης |
commun. | extreme test source voltage | ακραία τάση της πηγής ισχύος δοκιμής |
environ. | fairly high X-radiation dose rates at normal operating voltages | Αρκετά υψηλοί ρυθμοί δόσης ακτίνων Χ σε κανονικές τάσεις λειτουργίας. |
gen. | Faulty voltage | Ελαττωματική τάση |
earth.sc., el. | feedback voltage | τάση ανατροφοδότησης |
el. | final discharging voltage | τελική τάση εκφόρτισης |
el. | final voltage | τάση εξόδου συσσωρευτή |
earth.sc., el. | fire disaligning voltage | τάση αποευθυγράμμισης βολής |
coal. | firing voltage | απαιτούμενη τάση πυροδότησης |
earth.sc., el. | floating capacitance versus voltage measurement | μέτρηση γηστερούς χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης |
earth.sc., el. | floating capacitance vs.voltage measurement | μέτρηση γηστερούς χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης |
energ.ind., industr. | focus voltage | εστιακή τάση |
gen. | focusing voltage | εστιακή τάση |
chem. | formation voltage | δυναμικό σχηματισμού |
el. | forward offset voltage | ορθή τάση κορυφής |
el. | forward overshoot voltage | μεταβατική υπέρταση ορθής φοράς |
el. | forward recovery voltage | τάση ορθής αποκατάστασης |
el. | forward recovery voltage | τάση ορθής ανάκτησης |
el. | forward voltage | στοιχείο με αρνητική αντίσταση |
el. | forward voltage | δίοδος |
earth.sc., tech. | forward voltage | ορθή τάση |
el. | forward-blocking voltage | ορθή τάση εμπόδισης |
el. | forward-recovery voltage peak | αιχμή τάσης ορθής φοράς |
el. | forward-recovery voltage peak | αιχμή τάσης ορθής αποκατάστασης |
el. | front of a voltage impulse | μέτωπο κρουστικής τάσης |
tech., el. | full-cycle average-voltage-drop test | δοκιμή μέσης πτώσης τάσης σε πλήρη κύκλο |
el. | gate trigger voltage | τάση αποφραγής |
el. | gate trigger voltage | τάση ανατροπής |
el. | gate trigger voltage | τάση έναυσης |
el. | gate-source cut-off voltage | τάση αποκοπής πύλης-πηγής |
el. | grid bias voltage | τάση πόλωσης πλέγματος |
earth.sc., el. | grounded capacitance vs.voltage measurement | μέτρηση γειωμένης χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης |
phys.sc., el. | Hall voltage | τάση Hall |
earth.sc., el. | high frequency capacitance vs.voltage | υψίσυχνη χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης |
earth.sc., el. | high frequency capacitance vs.voltage | υψίσυχνη C-V |
med. | high-voltage | υψηλή τάση |
gen. | high voltage | Υψηλή τάση |
earth.sc., el. | high-voltage capacitor | πυκνωτής υψηλής τάσεως |
mater.sc., el. | high-voltage consumer | πελάτης υψηλής τάσης |
mater.sc., el. | high-voltage consumer | καταναλωτής υψηλής τάσης |
energ.ind. | high-voltage d.c.link | σύνδεση συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης |
energ.ind. | high-voltage direct current power | τροφοδοτικό συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσης |
el. | high-voltage direct-current short connection | υψιτασική συνεχορρευματική βραχυσύνδεση |
el. | high-voltage direct-current short connection | συνεχορρευματική βραχεία σύνδεση υψηλής τάσης |
energ.ind. | high-voltage direct-current transmission | μεταφορά συνεχούς ρεύματος υψηλής τάσεως |
energ.ind. | high voltage electricity transmission grid | δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας |
med. | high-voltage electron microscope | ηλεκτρονικό μικροσκόπιο υψηλής τάσης |
med. | high-voltage electron microscopy | ηλεκτρονική μικροσκοπία υψηλής τάσης |
earth.sc., el. | high-voltage fuse | ασφάλεια υψηλής τάσης |
health. | high-voltage generator | γεννήτρια υψηλών τάσεων |
earth.sc., el. | high-voltage harness | καλωδίωση υψηλής τάσης |
environ. | high voltage line | γραμμή υψηλής τάσης |
environ. | high voltage line An electric line with a voltage on the order of thousands of volts | γραμμή υψηλής τάσης |
el. | high voltage power line | γραμμή υψηλής τάσης |
gen. | High-voltage switchgear | Εξοπλισμός μεταγωγής υψηλής τάσης |
earth.sc., industr., construct. | high-voltage synchronizer | συγχρονιστής υψηλής τάσης |
mater.sc., el. | high-voltage tariff | τιμολόγιο υψηλής τάσης |
med. | high-voltage therapy | θεραπεία με ακτινοβολία υψηλής τάσης |
tech., el. | high voltage time test | υψιτασική δοκιμή χρόνου |
tech., el. | high voltage time test | δοκιμή χρόνου υψηλής τάσης |
gen. | High voltage transmission line | Γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσης |
el. | high-voltage underground power transmission | υπόγεια μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης |
el. | high-voltage underground power transmission | υπόγεια μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας υπό υψηλή τάση |
el. | high-voltage underground power transmission | μεταφορά υπογείως ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσης |
environ. | high voltage was measured to ground with an electrostatic voltmeter | Η υψηλή τάση μετρήθηκε ως προς τη γη με ένα ηλεκτροστατικό βολτόμετρο. |
earth.sc., el. | high-voltage winding | πηνίο υψηλής τάσης |
earth.sc., el. | high-voltage winding | περιέλιξη υψηλής τάσης |
earth.sc., el. | high voltage wiring | καλωδίωση υψηλής τάσης |
el. | highest voltage for equipment Um | μεγίστη τάση υλικού |
gen. | highest voltage of a system | ανώτατη τάση συστήματος |
earth.sc. | hold off voltage | τάση συγκράτησης |
el. | ideal voltage source | ιδανική πηγή τάσης |
el. | impulse spark-over voltage-time curve of a protector | καμπύλη κρουστικής τάσης υπερπήδησης ενός αλεξικέραυνου σε συνάρτηση με το χρόνο |
earth.sc., el. | independent voltage source | πηγή τάσης |
earth.sc. | induced voltage | επαγόμενη τάση |
earth.sc. | induced voltage | επαγόμενη διαφορά δυναμικού |
el. | inductive direct voltage regulation | ρύθμιση συνεχούς τάσης με αυτεπαγωγή |
chem. | initial voltage | αρχικό δυναμικό |
el. | in-phase voltage control | έλεγχος του μέτρου τάσης |
el. | input common-mode voltage swing | διακύμανση τάσης εισόδου κοινού σήματος |
IT, el. | input off-set voltage | τάση εξισορρόπησης εισόδου |
el. | input offset voltage | απόκλιση τάσης εισόδου |
el. | input threshold voltage | τάση κατωφλίου εισόδου |
IT, energ.ind., industr. | input voltage | τάση εισόδου |
energ.ind. | input voltage range | φάσμα τάσης εισόδου |
el. | input-high voltage | τάση υψηλής εισόδου |
el. | input-low voltage | τάση χαμηλής εισόδου |
tech. | insulation test voltage | τάση δοκιμής μόνωσης |
earth.sc. | interference voltage | τάση παρεμβολής |
earth.sc. | interference voltage | τάση διαταραχής |
earth.sc., el. | intermediate voltage capacitor | πυκνωτής μέσης τάσεως |
earth.sc., el. | intermediate voltage terminal of a capacitor divider | ακροδέκτης μέσης τάσεως χωρητικού καταμεριστή |
earth.sc., el. | intermediate-voltage winding | πηνίο μέσης τάσης |
earth.sc., el. | intermediate-voltage winding | περιέλιξη μέσης τάσης |
earth.sc., el. | interrupting voltage | τάση θραύσης |
el. | ionization voltage | τάση ιονισμού |
earth.sc., el. | isolation voltage | τάση μόνωσης |
tech. | lean to rich sensor threshold voltage | κατώφλιο διαφοράς δυναμικού για πλούσιο προς πτωχό |
tech. | lean to rich sensor threshold voltage | κατώφλιο τάσης για πλούσιο προς πτωχό |
tech. | lean to rich sensor threshold voltage | κατώτερη τάση για πλούσιο προς πτωχό |
earth.sc., el. | limiting voltage of a capacitor Ulim | οριακή τάση λειτουργίας πυκνωτού |
environ. | line voltage was progressively increased by an autotransformer | Η τάση του δικτύου αύξανε προοδευτικά μέσω ενός αυτομετασχηματιστή. |
gen. | line-to-ground voltage | τάση μεταξύ φάσης και γης |
gen. | line-to-neutral voltage | φασική τάση |
earth.sc., tech. | live voltage detector | ανιχνευτής τάσης |
earth.sc., tech. | live voltage detector | βολτόμετρο |
earth.sc., tech. | live voltage detector | ανιχνευτής ρευματοφόρου γραμμής |
el. | load voltage | τάση εξόδου |
el. | logic-0 voltage | τάση λογικού-Ο |
el. | logic-1 voltage | τάση λογικού-1 |
el. | loss in voltage | πτώση τάσης |
el. | loss in voltage | πτώση δυναμικού |
el. | loss in voltage | απώλεια τάσεως |
el. | loss of voltage | απώλεια τάσης |
el. | loss of voltage | απώλεια τάσεως |
el. | loss of voltage relay | ηλεκτρονόμος απωλείας τάσεως |
el. | low voltage | χαμηλή τάση |
gen. | Low-voltage air-break switches, air break disconnectors, air-break switch-disconnectors and fuse combination units | Διακόπτες αέρα, αποζεύκτες αέρα, διακόπτες-αποζεύκτες αέρα και συνδυασμοί τους με ασφάλειες σε σύνθετες μονάδες, χαμηλής τάσης |
commun. | low-voltage alarm | συναγερμός υπότασης |
commun. | low voltage alarm | συναγερμός υπότασης |
earth.sc. | low voltage arc | τόξο χαμηλής τάσης |
energ.ind. | low-voltage assembly | συσκευή διακοπής και ελέγχου χαμηλής τάσης |
el. | low-voltage-avalanche diode | δίοδος χιονοστιβάδας χαμηλής τάσης |
el. | low-voltage-avalanche diode | δίοδος LVA |
el. | low-voltage consumer | πελάτης χαμηλής τάσης |
el. | low-voltage current | ρεύμα χαμηλής τάσης |
tech., law, el. | low voltage demand disconnection | αποσύνδεση ζήτησης χαμηλής τάσης |
tech., law, el. | low voltage demand disconnection | αποσύνδεση ζήτησης κατά τις βυθίσεις τάσης |
econ., el. | low voltage directive | οδηγία για τη χαμηλή τάση |
energ.ind., el. | low voltage external power supply | εξωτερικό τροφοδοτικό ισχύος χαμηλής τάσης |
earth.sc., el. | low-voltage harness | καλωδίωση χαμηλής τάσης |
industr., construct. | low-voltage heating | θέρμανσις χαμηλής τάσεως |
transp., energ.ind. | low-voltage line | γραμμή χαμηλής τάσης |
IT | low voltage operation | λειτουργία χαμηλής τάσης |
earth.sc., el. | low voltage power supply-box | συσκευή τροφοδότησης με χαμηλή τάση |
gen. | Low-voltage switchgear and control gear - Degrees of protection of enclosures | Συσκευές διακοπής και συσκευές ελέγχου χαμηλής τάσεως - Βαθμοί προστασίας περιβλημάτων |
mater.sc., el. | low-voltage tariff | τιμολόγιο χαμηλής τάσης |
el. | low-voltage terminal of a capacitor divider | ακροδέκτης χαμηλής τάσεως χωρητικού καταμεριστή |
earth.sc., el. | low-voltage winding | πηνίο χαμηλής τάσης |
earth.sc., el. | low-voltage winding | περιέλιξη χαμηλής τάσης |
gen. | lowest voltage of a system | κατώτατη τάση συστήματος |
mech.eng., el. | low-frequency high-voltage test | δοκιμή διηλεκτρικής αντοχής χαμηλής συχνότητας |
commun. | low-high voltage alarm | συναγερμός εξοριακής τάσης |
industr., construct. | mains-voltage heating | θέρμανσις διά κανονικής τάσεως |
tech. | matched output voltage | προσαρμοσμένη τάση εξόδου |
el. | maximum continuous voltage | μέγιστη συνεχής τάση |
earth.sc., el. | maximum permissible voltage of a capacitor | μέγίστη επιτρεπομένη τάση πυκνωτού |
health. | maximum rated voltage | μέγιστη ονομαστική τάση |
earth.sc. | maximum rated X-ray tube voltage | μέγιστη ονομαστική τάση λυχνίας ακτίνων Χ |
astronaut., transp. | maximum regulated voltage or power | Μέγιστη ρυθμιζόμενη τάση ή ισχύς |
environ. | measurements were made of household line voltage and operating high voltage | Μετρήσεις έγιναν στην τάση του δικτύου πόλεως και στην υψηλή τάση λειτουργίας. |
gen. | medium voltage | μέση τάση |
el. | medium-voltage power grid | ηλεκτρικό δίκτυο μέσης τάσης |
el. | modulator voltage | τάση διαμορφωτή |
earth.sc., el. | MOST zero offset voltage | τάση απόκλησης μηδενικού σήματος |
el. | multilayer transient voltage suppressor | πολυστρωματικός TVS |
gen. | No - Load voltage of arc welding equipment | Τάση χωρίς φορτίο συσκευών συγκόλλησης με τόξο |
agric. | no-voltage alarm | συναγερμός διακοπής ηλεκτρικού ρεύματος |
earth.sc., el. | no-voltage device | συσκευή μηδενικής τάσης |
energ.ind., el. | nominal voltage | ονομαστική τάση |
el. | off-range voltage | τάση μέτρηση απόκλισης |
energ.ind. | off-set voltage | τάση εξισορρόπησης |
el. | off-target voltage | τάση μέτρηση απόκλισης |
met., el. | on load secondary voltage | δευτερεύουσα τάση υπό φορτίο |
met., el. | on-load voltage regulating transformer | εφεδρικός μετασχηματιστής |
met. | open circuit secondary voltage | δευτερεύουσα τάση ανοικτού κυκλώματος |
tech., el. | open circuit voltage | τάση ανοικτού κυκλώματος |
tech., el. | open circuit voltage | ηλεκτρεγερτική δύναμη πηγής |
el. | open-circuit reverse-voltage-transfer ratio | λόγος ανάστροφης μεταφοράς τάσης ανοιχτού κυκλώματος |
energ.ind., industr. | operating voltage | τάση χειρισμού |
gen. | optimum current for each voltage setting | ιδανικό σημείο εργασίας |
el. | output voltage tolerance | ανοχή τάσης εξόδου |
el. | output-low voltage | τάση εξόδου χαμηλής κατάστασης |
el. | peak inverse voltage | ανάστροφη τάση κορυφής |
el. | peak reverse voltage | ανάστροφη τάση κορυφής |
gen. | permissible swings and surge voltages | αποδεκτές διακυμάνσεις και υπερτάσεις |
earth.sc., met., el. | phase voltage | τάση μεταξύ φάσης και ουδέτερου |
el. | 2-phase voltage source | διφασική πηγή |
el. | 4-phase voltage source | τετραφασική πηγή |
el. | 3-phase voltage source | τριφασική πηγή |
gen. | phase-to-earth voltage | τάση μεταξύ φάσης και γης |
gen. | phase-to-neutral voltage | φασική τάση |
el. | phase-to-phase voltage | πολική τάση |
nat.sc. | Photo-voltage effect | Φωτοβολταικό φαινόμενο |
earth.sc., el. | polarising voltage | τάση πόλωσης |
earth.sc., el. | polarizing voltage | τάση πόλωσης |
el. | polyphase voltage source | πολυφασική πηγή |
el. | power frequency withstand voltage | αντοχή σε τάση βιομηχανικής συχνότητας |
earth.sc., el. | power generator voltage | τάση θερμικού συσσωρευτή |
health. | power output of a high-voltage generator | ισχύς εξόδου γεννήτριας υψηλής τάσης |
el. | power supply ripple voltage | τάση κυμάτωσης ηλεκτροπαροχής |
commun. | power supply voltage | τάση πηγής τροφοδοσίας |
el. | power supply voltage fluctuation | διακύμανση τάσης της ηλεκτροπαροχής |
el. | power-frequency recovery voltage | μετα-μεταβατική τάση επαναφοράς |
transp., mil., grnd.forc. | power-supply voltage | τάση τροφοδότησης |
el. | pulsating voltage | παλμική τάση |
el. | pulsed capacitance vs.voltage | παλμική χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης |
el. | pulsed capacitance vs.voltage | παλμική C-V |
el. | punch-through voltage | τάση διασπάσεως |
earth.sc., el. | quasistatic capacitance vs.voltage | οιονεί στατική χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης |
el. | radio-frequency input voltage | τάση ραδιοσυχνότητας στην είσοδο |
earth.sc., el. | ramp quasistatic capacitance vs.voltage method | διακλιτική μέθοδος στατικής χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης |
earth.sc., el. | ramp quasistatic capacitance vs.voltage method | διακλιτική μέθοδος οιονεί στατικής C-V |
earth.sc. | rated input voltage | ονομαστική τάση εισόδου |
energ.ind., el. | rated voltage | ονομαστική τάση |
earth.sc., el. | rated voltage of a capacitor | ονομαστική τάση πυκνωτού |
gen. | rated voltage of equipment or device | διαβαθμισμένη τάση εξαρτήματος ή διάταξης |
el. | reach-through voltage | τάση διασπάσεως |
el. | reactive power voltage control | ρύθμιση τάσης με την άεργο ισχύ |
el. | real no-load direct voltage | μέση τιμή τάσης εξόδου κενού |
earth.sc., el. | reference voltage standard | ονομαστική τάση αναφοράς |
el. | regulated constant voltage power source | πηγή ισχύος σταθεροποιημένης τάσης |
transp., el. | regulation of the on-load voltage | ρύθμιση τάσης υπό φορτίο |
earth.sc., el. | release voltage | τάση αυτόματης αποκοπής |
earth.sc., el. | release voltage | τάση αποκλεισμού |
energ.ind., industr. | reverse breakdown voltage | ανάστροφη τάσης διάσπασης |
el. | reverse collector-emitter voltage | τάση συλλέκτη-εκπομπού με ανάστροφη πόλωση εκπομπού-βάσης |
el. | reverse voltage protection | προστασία από ανάστροφη τάση |
el. | reverse-voltage-transfer ratio | λόγος ανάστροφης μεταφοράς τάσης ανοιχτού κυκλώματος |
commun. | reversed polarity of the phantom voltage | ανεστραμένη πολικότητα της φαντασμικής τάσης |
el. | reverse-transfer-voltage ratio | λόγος ανάστροφης μεταφοράς τάσης |
el. | ripple voltage | τάση με κυμάτωση |
el. | ripple voltage | τάση κυμάτωσης |
el. | r.m.s.voltage | τάση σε ενέργεια |
el. | r.m.s.voltage | ενεργός τάση |
el. | root mean square voltage | τάση σε ενέργεια |
el. | root mean square voltage | ενεργός τάση |
el. | root-mean-square voltage | τάση σε ενέργεια |
el. | root-mean-square voltage | ενεργός τάση |
earth.sc., el. | safety voltage | τάση για ασφάλεια |
health. | saturation voltage | τάση κόρου |
earth.sc., tech. | saturation voltage | τάση φόρτου |
el. | 95% saturation voltage | τάση κορεσμού 95% |
el. | 90% saturation voltage | τάση κορεσμού 90% |
earth.sc., el. | scanning voltage | τάση σάρωσης |
environ. | screen to protect the high-voltage and stabilization unit | Θωράκιση για την προστασία της μονάδας υψηλής τάσης και σταθεροποίησης |
met., el. | secondary voltage | χαμηλή τάση |
met. | secondary voltage | δευτερεύουσα τάση ανοικτού κυκλώματος |
met., el. | secondary voltage | δευτερεύουσα τάση |
tech. | series mode voltage | τάση λειτουργίας σειράς |
IT, el. | short-circuit voltage | τάση βραχυκύκλωσης |
el. | single-phase voltage source | μονοφασική πηγή |
el. | source of harmonic voltage | πηγή αρμονικών τάσης |
el. | source voltage | τάση πηγής |
el. | spark-over voltage | τάση της επιφάνειας της μόνωσης |
el. | square wave voltage | τάση με τετραγωνικό κύμα |
el. | square wave voltage | σήμα τετραγωνικού κύματος |
gen. | starting peak voltage | τάση εκκίνησης |
earth.sc., el. | stick order voltage | τάση στο χειριστήριο |
el. | substrate RF bias voltage | βασική τάση RF υποστρώματος |
el. | sudden voltage change relay | ηλεκτρονόμος αιφνιδίας μεταβολής της τάσεως |
energ.ind., el. | supply voltage | τάση τροφοδοσίας |
el. | supply voltage of auxiliary circuits | τάση τροφοδοσίας των βοηθητικών εγκαταστάσεων |
el. | surface voltage | επιφανειακό δυναμικό |
earth.sc., el. | sustaining voltage | τάση διατήρησης |
earth.sc., el. | sustaining voltage | τάση διάσπασης συλλέκτη-εκπομπού με ανοιχτοκυκλωμένη βάση |
el. | symmetrical polyphase voltage source | συμμετρική πολυφασική πηγή |
tech., el. | symmetrical terminal voltage | συμμετρική τερματική τάση |
chem. | tank voltage | δυναμικό κυψέλης |
el. | tapping voltage | τάση λήψης |
el. | tapping voltage ratio | λόγος τάσεων λήψης |
earth.sc., el. | terminal interference voltage | τερματική τάση παρεμβολής |
earth.sc., el. | terminal interference voltage | τερματική τάση |
earth.sc., el. | terminal voltage | τερματική τάση παρεμβολής |
el. | terminal voltage | τάση στους ακροδέκτες |
earth.sc., el. | terminal voltage | τερματική τάση |
environ. | the cathode voltage was measured with a voltohmmeter | Η τάση καθόδου μετρήθηκε με ένα βολτοωμόμετρο. |
environ. | the exposure rate depends to a considerable extent on the tube voltage | Ο ρυθμός έκθεσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το δυναμικό της λυχνίας |
environ. | the intensity and quality of the X-radiation are dependent on the accelerating voltage | Η ένταση και η ποιότητα της ακτινοβολίας Χ εξαρτώνται από το δυναμικό επιταχύνσεως. |
earth.sc., el. | thermal noise voltage | τάση θερμικού θορύβου |
earth.sc., el. | unbalance voltage | τάση μη ισοστάθμισης |
earth.sc., el. | under-voltage protection | προστασία από υπόταση |
earth.sc., el. | under-voltage relay | ηλεκτρονόμος υπότασης |
el. | under-voltage release | διάταξη απεμπλοκής υπότασης |
IT, el. | unregulated input voltage | τάση εισόδου μη ρυθμισμένη |
earth.sc., el. | valley voltage | τάση κοιλάδας |
el. | virtual voltage | ενεργός τάση |
earth.sc., el. | voltage amplification | κέρδος τάσης |
earth.sc., el. | voltage at maximum power | τάση σε μέγιστη ισχύ |
earth.sc., el. | voltage between collector bars | τάση μεταξύ κύριων αγωγών |
gen. | voltage booster | συσκευή ενισχύσεως-μειώσεως τάσεως |
earth.sc., el. | voltage burden | φορτίο τάσης |
earth.sc., el. | voltage burden | άχθος τάσης |
el. | voltage change | μεταβολή τάσης |
el. | voltage change | αλλαγή τάσης |
transp. | voltage change-over device | συσκευή αλλαγής της τάσης |
med. | voltage clamp | καθήλωση δυναμικού |
el. | voltage decrease | πτώση δυναμικού |
el. | voltage decrease | απώλεια τάσεως |
med. | voltage-dependent | τασεοεξαρτώμενος |
earth.sc., el. | voltage dependent current gain | κέρδος ρεύματος εξαρτώμενο από την τάση |
earth.sc., el. | voltage-dependent current-gain relationship | σχέση κέρδους ρεύματος σε συνάρτηση με την τάση |
el. | voltage dependent resistor | βαρίστορ |
IT, el. | voltage detection circuit | κύκλωμα ανίχνευσης τάσης |
earth.sc., tech. | voltage detector | ανιχνευτής τάσης |
earth.sc., tech. | voltage detector | βολτόμετρο |
earth.sc., tech. | voltage detector | ανιχνευτής ρευματοφόρου γραμμής |
earth.sc., el. | voltage distribution | κατανομή τάσης |
tech., el. | voltage divider | διαιρέτης τάσης |
tech., el. | voltage divider | διαιρέτης τάσεως |
earth.sc., el. | voltage drift | ολίσθηση τάσης |
earth.sc., el. | voltage drive | οδήγηση τάσης |
el. | voltage drop | πτώση δυναμικού |
el. | voltage drop | απώλεια τάσεως |
chem. | voltage efficiency | αναλογία δυναμικού |
earth.sc., el. | voltage feedback ratio | λόγος τάσης αναδράσεως |
earth.sc., el. | voltage follower | ακόλουθος τάσης |
IT, el. | Voltage for Substrate and Sources | ηλεκτρική τάση υποστρώματος και πηγών |
earth.sc., el. | voltage gain | κέρδος τάσης |
earth.sc., el. | voltage gain from h-parameters | κέρδος τάσης από παραμέτρους h |
earth.sc., el. | voltage gain from y-parameters | κέρδος τάσης από παραμέτρους Y |
med. | voltage-gated | ελεγχόμενος από διαφορά δυναμικού |
med. | voltage-gated channel | δίαυλος εξαρτώμενος από δυναμικό mύλου |
med. | voltage-gated channel | τασεοεξαρτώμενος δίαυλος mύλου |
med. | voltage-gated sodium channel | δίαυλος νατρίου |
med. | voltage gating | τασεοεξαρτώμενος έλεγχος |
med. | voltage gating | έλεγχος από δυναμικό |
earth.sc., el. | voltage-invariant base-width | εύρος βάσης ανεξάρτητο από την τάση |
earth.sc., el. | voltage level gain | κέρδος τάσης |
gen. | voltage levels | επίπεδα τάσης |
earth.sc., el. | voltage-mode logic circuit | λογικό κύκλωμα ελεγχόμενο από την τάση |
earth.sc., el. | voltage-mode transfer function | συνάρτηση μεταφοράς ελεγχόμενη από την τάση |
health. | voltage-multiplying generator | γεννήτρια πολλαπλασιασμού τάσης |
health. | voltage-multiplying generator | γεννήτρια καταιγισμού |
earth.sc., el. | voltage peak | τάση κορυφής |
IT, el. | voltage-plane clearance | διάκενο πλάκας τάσης |
earth.sc., transp., el. | voltage rating | ονομαστική τάση |
el. | voltage ratio | ενίσχυση τάσης |
el. | voltage reduction | πτώση δυναμικού |
el. | voltage reduction | απώλεια τάσεως |
energ.ind. | voltage reference | τάση αναφοράς |
energ.ind. | voltage reference | δυναμικό αναφοράς |
earth.sc., el. | voltage selector switch | επιλογέας τάσης |
met., el. | voltage setting | βαθμίδα χαμηλής τάσης |
earth.sc., el. | voltage sharing resistor | αντιστάτες ισοκαταμερισμού τάσης |
earth.sc., el. | voltage sharing resistor | αντιστάσεις ισοκαταμερισμού τάσης |
earth.sc., el. | voltage source | πηγή τάσης |
earth.sc., el. | voltage specification | προδιαγραφή τάσης |
earth.sc., el. | voltage specification | καθορισμός τάσης |
el. | voltage spectrum analyzer | αναλύτης φάσματος τάσης |
el. | voltage-spike triggering | σκανδαλισμός αιχμών τάσης |
earth.sc., el. | voltage stable negative resistance | αρνητική αντίσταση σταθερής λειτουργίας στις μεταβολές της τάσης |
el. | voltage standing wave ratio | λόγος στάσιμου κύματος τάσης |
el. | voltage standing wave ratio | λόγος στάσιμου κύματος |
gen. | voltage step | βήμα τάσης |
earth.sc., el. | voltage stress | καταπόνηση τάσης |
el. | voltage supply | τάση τροφοδοσίας |
el. | voltage supply unit | στοιχείο που εξασφαλίζει στη συσκευή το απαιτούμενο βολτάζ |
met., el. | voltage tap | βαθμίδα χαμηλής τάσης |
met., el. | voltage tap setting | βαθμίδα χαμηλής τάσης |
earth.sc., el. | voltage tracking | ευθυγράμμιση μεταβολών τάσης |
energ.ind., industr. | voltage-transient protection | προστασία κατά των υπερτάσεων |
earth.sc., el. | voltage triggering | σκανδαλισμός τάσης |
earth.sc., el. | voltage tuning | συντονισμός τάσης |
el. | voltage variable capacitor | δίοδος μεταβαλλόμενης χωρητικότητας |
el. | voltage variable capacitor | δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας |
el. | voltage variable capacitor | βαράκτορ |
el. | voltage-variable resistor | αντίσταση εξαρτώμενη από την τάση |
earth.sc., el. | voltage-variable-brightness diode | δίοδος μεταβαλομένης φωτεινότητας εξαρτώμενη από την τάση |
earth.sc., el. | voltage-variable-capacitance diode | δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας εξαρτώμενη από την τάση |
IT, el. | voltage voice density | πυκνότητα θορύβου τάσης |
earth.sc., el. | V-terminal voltage | τάση τερματικού |
met., el. | welding load voltage | τάση λειτουργίας κατά τη συγκόλληση |
earth.sc., el. | withstanding voltage | τάση αντοχής |
met. | working voltage and current setting | τιμές λειτουργίας τάσης και έντασης ρεύματος |
health. | X-ray tube voltage | τάση λυχνίας ακτίνων Χ |
earth.sc., el. | Zener knee voltage | τάση Zener |
earth.sc., el. | Zener voltage | τάση Zener |
earth.sc., el. | zero offset voltage | τάση απόκλησης μηδενικού σήματος |
earth.sc., el. | zero pinch-off voltage | τάση φραγής μηδενικού σήματος |
el. | zero sequence voltage relay | ηλεκτρονόμος τάσεως ομοπολικής |
el. | zero sequence voltage relay | ηλεκτρονόμος τάσεως μηδενικής ακολουθίας |